Κυρίαρχο ζήτημα των τελευταίων εβδομάδων είναι η επικείμενη συζήτηση
στη Βουλή νομοσχεδίου, που θα παρέχει σε ομόφυλα ζευγάρια το δικαίωμα
συνάψεως γάμου. Δικαίωμα, του οποίου η άσκηση θα επιτρέπει σε επόμενο στάδιο
την απόκτηση τέκνου ή τέκνων διά της οδού – αποκλειστικής ως φαίνεται – της
υιοθεσίας.
Είναι γεγονός, ότι ακούσθηκαν και διατυπώθηκαν πλείστες όσες απόψεις
περί του θέματος και από τις δύο πλευρές.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, αφού εξέδωσε σχετική – και καλοδιατυπωμένη – εγκύκλιο,
στη συνέχεια επέλεξε, επισήμως την αναμονή και διά μεμονωμένων Μητροπολιτών
την έκφραση αντίθετης γνώμης.
Η Κυβέρνηση, ως προτείνουσα την θεσμοθέτηση του γάμου μεταξύ ομοφύλων,
συναντά αντιδράσεις εκ των έσω, οι οποίες και δημοσιοποιούνται σταδιακώς.
Η Αντιπολίτευση εν γένει, συμφωνεί μεν, διαφωνεί δε.
Υπάρχει, λοιπόν, μία διάσταση απόψεων και θέσεων, η οποία έχει δημιουργήσει
μία συγκεχυμένη, ας μου επιτραπεί κατάσταση.
Και ο μεν πολιτικός κόσμος αντιμετωπίζει το ζήτημα, όχι μόνο από τη νομική οπτική
αλλά – κυρίως – από την πολιτική οπτική του. Το ζήτημα, όμως, για τον γράφοντα
είναι, η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία – όπως προανέφερα – επισήμως
δεν υπάρχει, έχοντας επιλέξει προσωρινώς τη στάση αναμονής.
Διαπιστώνοντας τα παραπάνω, αποφάσισα να καταθέσω την άποψη μου, θέτοντας
υπόψιν σας δεδομένα, που πιθανόν δεν έχουν εξετασθεί ως τώρα με την δέουσα
προσοχή.
Κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος, κατοχυρώνονται συνταγματικώς οι ιεροί
κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κατοχύρωση αυτή, κατά μία άποψη
περιλαμβάνει το σύνολο των ιερών κανόνων, κατά άλλη άποψη – ιδίως
υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο της Επικρατείας – περιλαμβάνει πλήρως μεν
τους ιερούς κανόνες που αφορούν στο δόγμα (Όροι), από δε τους υπολοίπους,
περιλαμβάνει όσους αφορούν σε θεμελιώσεις θεσμούς διοικήσεως της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Εγώ θα λάβω υπόψιν την δεύτερη άποψη, την θεωρητικώς
δυσμενέστερη για την Εκκλησία της Ελλάδος. Υπό αυτήν την προϋπόθεση, από τη
στιγμή που ο γάμος είναι ένα εκ των επτά μυστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας,
σημαίνει σαφώς, ότι συνδέεται στερεώς με το δόγμα, ως αδιάσπαστο τμήμα αυτού,
και κατά συνέπεια οι ιεροί κανόνες που ρυθμίζουν τα περί γάμου θέματα,
κατοχυρώνονται στην ολότητά τους από το Σύνταγμα και ειδικότερα το άρθρο 3
αυτού. Η κατοχύρωση αυτή περιλαμβάνει – μεταξύ άλλων – και το ουσιώδες
στοιχείο του γάμου, που είναι για την Ορθόδοξη Εκκλησία η σύζευξη ανδρός και
γυναικός. Με άλλες λέξεις, το Σύνταγμα μέσω του άρθρου 3 κατοχυρώνει
συνταγματικώς τον γάμο μεταξύ: α) δύο ατόμων και β) εκ των οποίων το ένα είναι
άνδρας και το άλλο είναι γυναίκα, όπως προβλέπουν οι συνταγματικώς
κατοχυρωμένοι σχετικοί ιεροί κανόνες.
Η κατοχύρωση αυτή μέσω του άρθρου 3, είναι δεσμευτική – κατά παγία θέση των
συνταγματολόγων – αμφιμερώς, δηλαδή και για την Εκκλησία και για την Πολιτεία.
Κατά τον γνωστό στον νομικό κόσμο ορισμό του γάμου του Ρωμαίου
νομοδιδασκάλου Μοδεστίνου: «Γάμος εστί συνάφεια ανδρός και γυναικός,
συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία» (Nuptiae
sunt conjunctio maris et feminae, consortium omnis vitae, divini et humani juris
communicatio).
Από τον ανωτέρω ορισμό, προκύπτουν τουλάχιστον δύο στοιχεία. Το πρώτο
στοιχείο είναι, ότι ο γάμος είναι συνάφεια δύο και όχι περισσοτέρων προσώπων. Το
δεύτερο στοιχείο είναι, ότι ο γάμος συνδέει έναν άνδρα και μία γυναίκα.
Ο ορισμός αυτό διαπερνά το Οικογενειακό Δίκαιο μέχρι και σήμερα που μιλάμε,
αποτελεί δε την βάση για το νομοθετικό πλαίσιο του θεσμού του γάμου και για τις
εξ αυτού απορρέουσες ρυθμίσεις των επιμέρους θεμάτων, που αναφύονται από
τον θεσμό αυτόν. Μεταξύ δε των θεμάτων αυτών είναι και η διαφορετική σε τρόπο
ρυθμίσεως θεσμοθέτηση ενός άλλου τρόπου συμβιώσεως, του συμφώνου
συμβιώσεως.
Ο οποιοσδήποτε εξοβελισμός του ορισμού αυτού από το Οικογενειακό Δίκαιο, θα
επιφέρει και πλήρη ανατροπή της όλης δομής του Οικογενειακού Δικαίου. Και
τούτο, διότι, εάν εξοβελισθεί από το Οικογενειακό Δίκαιο ο ορισμός αυτός,
επέρχεται η κατάργηση αμφοτέρων των προαναφερθέντων στοιχείων. Δηλαδή,
καταργείται τόσο η δέσμευση για συνάφεια άνδρα με γυναίκα, όσο και η δέσμευση
για συνάφεια δύο μόνον προσώπων. Βλέπετε, όταν καταργείς μία βασική έννοια
του Δικαίου, καταργείς αυτονοήτως και όλες τις παραμέτρους του. Επιλογή δεν
γίνεται. Οπότε, γάμος θα δύναται να συναφθεί είτε μεταξύ προσώπων ιδίου ή
διαφορετικού φύλου είτε μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων. Ακραία η
δεύτερη περίπτωση αλλά υπό τις σημερινές συνθήκες. Και όπως όλοι γνωρίζουμε,
το ακραίο του σήμερα, σύνηθες του μεθαύριο.
Το ερώτημα είναι, πόσο εύκολο είναι να εξοβελισθεί από το Οικογενειακό Δίκαιο η
βάση του. Αλλά και ένα άλλο ερώτημα είναι, πως μπορεί να θεσμοθετηθεί κάτι,
αντίθετο με τον ορισμό – βάση του Οικογενειακού Δικαίου, δίχως τον εξοβελισμό
του ορισμού αυτού.
Τέλος, ο ανωτέρω ορισμός του Μοδεστίνου και το επ’ αυτού δομημένο
Οικογενειακό Δίκαιο αποτέλεσε και την βάση για τη θεσμοθέτηση του άρθρου 21
πργφ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της
συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η
παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Το δεδομένο αυτό είναι
μάλλον αυτονόητο, αφού κατά την ψήφιση της σχετικής συνταγματικής διατάξεως
τον ορισμό αυτόν είχε υπόψιν του και ο συντακτικός νομοθέτης. Και από τη στιγμή,
που τόσο από το «γράμμα» της διατάξεως του άρθρου 21 πργφ. 1 όσο και από το
«πνεύμα» αυτής προκύπτει σαφώς, ότι η διάταξη αυτή συνιστά έκφραση και
αποτύπωση της απόψεως, της ισχύουσας και κρατούσας κατά την ψήφιση της
διατάξεως, ότι δηλαδή γάμος είναι η συνάφεια δύο προσώπων διαφορετικού
φύλου, οποιαδήποτε ερμηνεία του άρθρου 21 πργφ. 1 του Συντάγματος με σκοπό
την διεύρυνση του περιεχομένου του όρου «γάμος», είναι αλυσιτελής. Ερμηνεία
χρειάζεται, όταν υπάρχει κενό ή ασάφεια νόμου, όχι όταν υπάρχει νόμος και είναι
και σαφής.
Συμπερασματικώς, η θεσμοθέτηση του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου
φύλου έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 21 πργφ. 1 του
Συντάγματος.
Τον λόγο έχει τώρα η Εκκλησία της Ελλάδος.