Μητροπολίτου Φαναρίου
Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ εἰκονογραφική παράδοση τῆς Ορθοδοξίας φυλάει μέ ἀκρίβεια τόν καθιερωμένο τύπο τῆς Γεννήσεως, πού εἶναι ὁ πιό πλούσιος καί ὁ πιό πλήρης σέ περιεχόμενο. Ὡς πρός τό περι-γραφικό της στοιχεῖο, ἡ εἰκόνα ἀντιστοιχεῖ στό κοντάκιο: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γῆ τό σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσιν. Δι’ ἡμάς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Τό πρόσωπο πού κάνει ἐντύπωση, ὅταν κοιτᾶμε τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, εἶναι ἡ Παρθένος καί ἡ θέση πού αὐτή κατέχει. Ἡ εἰκόνα ὑπογραμμίζει τήν σπουδαιότητα τοῦ μέρους πού καταλαμβάνει ἡ Θεομήτωρ στήν Γέννηση, δηλαδή στό γεγονός τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ νέα Εὔα. Ὅπως ἡ πρώτη Εὔα ἔγινε μητέρα τῶν προχριστιανικῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἡ νέα Εὔα, ἡ Παρθένος Μαρία, ἔγινε Μητέρα τῆς θεωθείσης ἀνθρωπότητος. Ἡ εικόνα τῆς Γεννήσεως ἐξαίρει τήν συμμετο-
χή τῆς Μαρίας στήν σωτηρία μας, προβάλλοντας τήν Παναγία μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση, στό κεντρικό μέρος, κι ἀκόμα δίνοντάς της διαστάσεις ὑπέρμετρες. Σέ πολλές εἰκόνες ἡ μορφή της εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἀπ’ ὅλα τά πρόσωπα.
Ἡ στάση της Παρθένου είναι πάντα πολύ σημαντική καί δεμένη μέ τά δογματικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς καί τοῦ τόπου ὅπου ἔγινε ἡ εἰκόνα. Οἱ διαφορές πού παρουσιάζει κάθε φορά ὑποδηλώνουν τήν πρόθεση νά ἐξαρθεί πότε ἡ θεότητα καί πότε ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, σέ ὁρισμένες παραστάσεις τῆς Γεννήσεως, ἡ Παρθένος εἶναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθι-σμένη, ἡ στάση της δηλαδή εἶναι ἀνάλαφρη, γιά νά δειχθεῖ ἡ ἀπουσία τῶν ὠδίνων καί συνεπῶς ἡ παρθενική γέννηση καί ἡ θεία καταγωγή τοῦ Παιδίου (ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν Νεστοριανῶν). Ἀλλά στήν πλειονότητα τῶν παραστάσεων ἡ Παρθένος εἶναι ξαπλωμένη καί ἐκφράζει μέ τήν στάση της μιάν ἄκρα κόπωση καί ἀτονία. Ὁ Νικόλαος Μεζαρίτης, περι-γράφοντας μιά τέτοια παράσταση (ἑνός ψηφιδωτοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στήν Κωνσταντινούπολη), λέγει πώς ὁ ὑπερβο-λικός κάματος πού ἐκφράζεται στήν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου θυμίζει στούς πιστούς πώς ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λυτρωτοῦ δέν ἦταν φαινομενική, ἀλλά πραγματική.
Γύρω ἀπό τά κεντρικά πρόσωπα τοῦ Παιδίου καί τῆς Θεοτόκου, βλέπουμε τίς λεπτομέρειες πού μαρτυροῦν συγχρό-
νως καί τό γεγονός τῆς θείας Σαρκώσεως καί τήν ἐπίδραση πού εἶχε πάνω στήν κτίση.
Oἱ Ἄγγελοι ἐκπληρώνουν τό διπλό τους λειτούργημα: δοξολογοῦν τόν Θεό καί φέρνουν τό «εὐαγγέλια» (= τήν καλή ἀγγελία) στούς ἀνθρώπους. Ἡ εἰκόνα ἐκφράζει αὐτό τό διπλό λειτούργημα παριστάνοντας ἕνα τμῆμα τῶν Ἀγγέλων πρός τά πάνω, πρός τόν Θεό, καί ἕνα ἄλλο πρός τά κάτω, πρός τούς ἀνθρώπους.
Οἱ άνθρωποι αὐτοί εἶναι οἱ ἁπλοϊκοί ποιμένες, πού γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους ἔχουν τό προνόμιο νά ἐπικοινωνοῦν μέ τόν Θεό καί ἀξιώνονται νά γίvoυν μάρτυρες τοῦ θαύματος. Παριστάνονται στήν εικόνα ἀκούοντας τόν ὕμνο τῶν Ἀγγέλων καί συχνά ἕνας ἀπό τούς βοσκούς παίζει τήν φλογέρα, ἀνακατώνοντας τήν μουσική, τέχνη ἀνθρώπινη, μέ τό ἀγγελικό ἆσμα.
Ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας ὁλοκληρώνεται μέ τήν προσκύ-νηση τῶν μάγων, πού προσκομίζουν τά βασιλικά τους δῶρα. Ὁ λαμπρός ἀστέρας πού τούς ὁδηγοῦσε, ἔχει σταθεῖ πάνω ἀπό τό σπήλαιο «ὡσάν δροσοσταλίδα κρεμασμένη ἄνωθεν τῆς κεφα-λῆς τοῦ Χριστοῦ»1. «Ἄγρια πρινάρια καί εὐώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια καί ἄλλα στολίζουν ταπεινά τούς βράχους, ὅπως τά
βλέπει κανείς στά εὐλογημένα βουνά τῆς πατρίδας μας»2. Ἡ εἰκονογραφική αὐτή σύνθεση στήν ἱστορική πορεία της δέχεται διάφορες μικρές ἤ καί σημαντικές παραλλαγές. Τούς ὁδηγεῖ ὁ Ἀστήρ πού μιά ἀκτίνα του κατευθύ-νεται πάνω στό σπήλαιο. Αὐτή ἡ ἀκτίνα ἑνώνει, ἐπίσης, τόν Ἀστέρα μέ ἕνα σημεῖο πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς εἰκόνας καί ὑποδηλώνει συμβολικά τόν οὐράνιο κόσμο. Ἡ εἰκόνα ὑπαινίσσεται ἔτσι ὅτι αὐτό τό ἄστρο δέν εἶναι μονάχα ἕνα κοσμικό φαινόμενο, ἀλλά καί ἕνας μαντάτορας ἀπό τόν Οὐρανό, πού μηνύει ὅτι στήν γῆ γεννή-θηκε Ἐκεῖνος πού ἀνήκει στόν οὐρανό.
Μία ἀπό τίς σημαντικότερες προφητεῖες τοῦ εἴδους εἶναι αὐτή τοῦ Μωϋσέως πού ἀναφέρεται στό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν (24,17) καί διακηρύσσει ὅτι «ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστή-σεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ καί θραύσει τούς ἀρχηγούς Μωάβ…». Ἤδη ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος (2ος αι.) συσχέτισε τό κείμενο μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἔμελλε νά ἀνατείλει ὡς ἄστρο. Αὐτόν θά ἀκο-λουθήσει τόν 4ο αἰώνα ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Εὐσέβιος καί ἀργότερα ὁ ὑμνογράφος Ρωμανός ὁ Μελωδός.
Ἄν στούς ἀγράμματους βοσκούς τό μυστήριο ἀποκαλύ-φθηκε ἀπευθείας ἀπό ἕναν Ἄγγελο, oἱ Μάγοι, ἄνθρωποι τῆς γνώσεως, πρέπει νά κάνουν ἕνα μακρύ δρόμο πού θά τούς φέ-ρει ἀπό τήν γνώση τοῦ σχετικοῦ στήν γνώση τοῦ Απόλυτου. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει πώς oἱ Χαλδαῖοι ἀστρολόγοι δέχονταν
ἀπό γενεά σέ γενεά τήν σχετική μέ τό ἄστρο προφητεία τοῦ Βαλαάμ. Στόν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων ἀκοῦμε: «Τοῦ μάντε-ως πάλαι Βαλαάμ τῶν λόγων μυητάς, σοφούς ἀστεροσκόπους, χαρᾶς ἔπλησας». Ἔτσι, ὁ Ἀστήρ εἶναι συνάμα ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καί τό κοσμικό φαινόμενο, πού ἡ παρατήρησή του ὁδήγησε τούς σοφούς «νά προσκυνήσουν τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύ-νης». Εἶναι τό φῶς πού, κατά τόν Ἅγιo Λέοντα τόν Μέγα, ἔλαμψε στούς ἐθνικούς καί ἔμεινε κρυμμένο γιά τούς Ἰουδαί-ους. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει στούς ποιμένες -στά πρῶτα αὐτά τέκνα τοῦ Ἰσραήλ πού προσκύνησαν τό Παιδίον- τίς ἀπαρχές τῆς ἐξ Ἰουδαίων Ἐκκλησίας, καί στούς μάγους τήν «ἀπαρχήν τῶν ἐθνῶν», τήν «ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίαν».
Προσφέροντας οἱ Μάγοι στόν Χριστό τά δῶρα τους, τό καθαρό χρυσάφι πρός τόν Βασιλέα πάντων τῶν αἰώνων, τόν λίβανο πρός τόν Θεό τῶν ὅλων, καί τήν σμύρνα στόν Ἀθάνατο, πού ἐπρόκειτο νά ταφεῖ τριήμερος, προσημαίνουν τόν θάνατό Του καί τήν ἀνάστασή Του3.
Mιά ἀκόμη λεπτομέρεια δείχνει πώς μέ τήν Γέννηση «ἥττηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Πρόκειται γιά τόν μνήστορα Ἰωσήφ. Δέν ἔχει θέση στό κεντρικό μέρος τῆς εἰκόνας, ἀλλ’ ἀπεναντίας βρίσκεται χωρισμένος ἀπό τό Παιδίον καί τήν Παναγία. Δέν εἶναι ὁ πατέρας. Μπροστά του, ὑπό τό φαινόμενο ἑνός βοσκοῦ σκυμμέ-νου ἀπό τά χρόνια, στέκεται ὁ διάβολος
πού τόν πειράζει. Ἡ παρουσία τοῦ Ἀρχεκάκου καί τό μέρος πού παίζει ὡς πειραστής ἔχουν μιά ὅλως ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἑορτή τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου, στά Χριστούγεννα. Ἡ εἰκόνα, βασιζόμενη στήν Παράδοση, μεταδίδει τό νόημα ὁρισμένων λειτουργικῶν κειμέ-νων (Πρώτη καί Ἐνάτη Ὥρα), πού μιλοῦν γιά τίς ἀμφιβολίες τοῦ Ἰωσήφ καί τήν φοβερή ψυχική του ἀναστάτωση. Ἡ εἰκόνα τά ἐκφράζει ὅλα αὐτά μέ τήν περίλυπη στάση τοῦ Ἰωσήφ, πού ἔχει πίσω του τήν ἄβυσσο τοῦ σπηλαίου.
Κάτω, στή μιά γωνία τῆς εικόνας, δύο γυναῖκες λούζουν τό Παιδίον. Αὐτή ἡ σκηνή εἶναι ἀπό τήν Παράδοση. Eἶναι μιά σκηνή ἀπό τήν καθημερινή ζωή, πού δείχνει καθαρά πώς ὁ Τεχθείς ἦταν σάν ὁποιοδήποτε ἄλλο νεογέννητο κάτω ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἀλλά, ἀπό τό ἄλλο μέρος, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Νικολάου Μεζαρίτη, οἱ δύο γυναῖκες εἶναι συνάμα μάρτυρες τῆς θείας προελεύσεως τοῦ Παιδίου. Πράγματι, ἔχοντας ἔλθει ἀργά καί μήν ἔχοντας παραστεῖ κατά τήν γέννηση, ἡ μία ἀπ’ αὐτές, ἡ Σαλώμη, δέν πίστεψε πώς μιά Παρθένος μποροῦσε νἀ παιδοποιήσει καί τιμωρήθηκε γιά τήν ἀπιστία της αὐτή· τό χέρι της, πού εἶχε τολμήσει νά ἱκανο-ποιήσει τήν ἁμαρτωλή περιέργεια, ἔμεινε παράλυτο. Ἀφοῦ μετανόησε καί ἄγγιξε τό Παιδίον, θεραπεύθηκε.
Μέσα στό σπήλαιο, δίπλα στόν Σωτήρα, βλέπουμε τόν βοῦ καί τόν ὄνο. Τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν αὐτά τά ζῶα· ἐν
τούτοις, σ’ ὅλες τίς εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τά συναντάμε πλάϊ στό Παιδίον. Ἡ θέση πού κατέχουν στό ἴδιο τό κέντρο τῆς εἰκόνας φανερώνει τήν σπουδαιότητα πού ἡ Εκκλησία ἀποδίδει σέ αὐτή τήν λεπτομέρεια. Ἡ παρουσία τῶν ζώων αὐτῶν ἐξηγεῖται, ἀναμφίβολα, ἀπό τήν πρακτική ἀνάγκη, ὅπως τήν δείχνει ἡ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων: ἡ Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη ἐπάνω σ’ ἕνα γαϊδουράκι· ὅσο γιά τό βόδι, το εἶχε ὁδηγήσει ἐκεῖ ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ πού ἤθελε νά τό πουλήσει, γιά νά ἀνταποκριθεῖ στά ἔξοδά τοῦ ταξιδίου. Ἀλλ’ αὐτή ἡ πρακτική ἀνάγκη δέν εἶναι ἀρκετή γιά νά δικαιολογήσει τήν παρουσία τῶν ζώων τόσο κοντά στόν Λυτρωτή. Τήν ἐξηγεῖ ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα: «Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον, καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός με οὐ συνῆκεν». Παριστάνοντας τόν βοῦ καί τόν ὄνο, ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα καί μᾶς καλεί στήν γνώση καί στήν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας πού ἐκπληρώ-θηκε μέ τήν Γέννηση.
Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως φωτίζεται ἀπό ἕνα ἀνέσπερο, ἐσχατολογικό, μυστικό φῶς, πού λάμπει σέ κάθε μορφή4. Προ-μηνύει ἤδη τήν κάθοδο στόν Ἅδη, ἐμπεριέχει τήν ὁλοκληρωτι-κή κένωση. Ὁ Σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ «Ἥλιος τῶν ἡλίων, ἡ «Νέα Ἀνατολή», σχίζει τήν ἐπιτάφια νύχτα τοῦ Ἅδη νικώντας τόν θάνατο καί τήν ἀνυπαρξία. Μόνο ἔτσι «ἡ ζωή πολιτεύεται».
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Γι’ αυτό μπορεῖ νά προσεγγίζεται εὐχαριστιακά καί νά παρουσιάζεται εἰκονογραφικά. Καί «σήμερον ὁ Χρι-στός…γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ ἄναρχος ἄρχεται καί ὁ Λόγος σαρκοῦται». Γεννιέται κάθε φορά στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων πού Τόν δέχονται. Και αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως στήν ὁποία καλούμαστε νά ἐμβαθύνουμε μελετώντας τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἀτενίζοντας εὐλαβικά τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.