Του π. Ηλία Μάκου
Η πόλη της Φωτικής, βρισκόταν, όπως προέκυψε από την ανακάλυψη δύο επιγραφών στα ερείπια του ναού της Παναγίας της Λαμποβίδρας, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά Θεσπρωτίας και συγκεκριμένα στα Σαμέτια και ιδρύθηκε το 167 π.χ., ενώ το 925 μ.Χ. ορίστηκε κέντρο της διοίκησης της Ηπείρου και ολόκληρη η Ήπειρος μετονομάστηκε σε Φωτική.
Είναι σύγχρονη της Επισκοπής Ευροίας, αλλά και της Επισκοπής Βουθρωτού και λανθασμένα κάποιοι την τοποθετούν είτε στη Μονή Βελλάς, είτε στη Μονή της Τσούκας, είτε αλλού.
Η Φωτική μετετράπη από ειδωλολατρική σε χριστιανική πόλη πιθανότατα τον α΄ αιώνα, αλλά έδρα Επισκοπής, σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, έγινε στις αρχές του ε΄ αιώνα και από τότε Επίσκοποί της αναφέρονται ως μέλη Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Υπάγονταν αρχικά στη Μητρόπολη Νικοπόλεως και ακολούθως, μετά από αυτοκρατορικά διατάγματα, στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αιτωλίας και στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
Η δικαιοδοσία της επισκοπής Φωτικής εκτεινόταν, κατά τον ι’ αιώνα, στην τωρινή επαρχία Παραμυθιάς και μέχρι την Βελλά και την Δωδώνη και ακόμη πιο πέρα.
Μάλλον, δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα στοιχεία, εξέλιπε η Επισκοπή, όταν καταστράφηκε η πόλη τον ιγ’ αιώνα από βαρβαρικές επιδρομές των Σλαύων ή Νορμανδών, αλλά και πέθαναν πολλοί κάτοικοί της από την ελονοσία, οπότε οι εναπομείναντες μετοίκησαν στην διπλανή Παραμυθιά.
Σύμφωνα με καταγραφή του Μητροπολίτη Παραμυθιάς Αθηναγόρα, μετά την καταστροφή της Φωτικής, ο επίσκοπός της μετέφερε για λίγο στην Οσδίνα την έδρα της Επισκοπής, όπου σώζονται ναοί, καθώς και ερείπια Βυζαντινών φρουρίων. Τελικά η Επισκοπή Φωτικής συγχωνεύτηκε στο τέλος του 18ου αιώνα στην Επισκοπή Παραμυθιάς.
Από τους πιο γνωστούς ναούς της επισκοπής Φωτικής, είναι αυτοί της Αγίας Φωτεινής, ο ναός της Παναγίας της Κυράς, ο ναός της Παναγίας της Λαμποβίθρας (σήμερα δίπλα στα ερείπια βρίσκεται η καινούργια εκκλησία της Παναγίας της Λαμποβίθρας), ο καθεδρικός ναός Κοντίνας, το Παλαιοκκλήσι, ο ναός του Αγίου Βασιλείου, ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Δονάτος της Φωτικής (από το 1454 έως το 1456 παρέμεινε το ιερό λείψανο του Άγιου Σπυρίδωνα απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, αργότερα χρησιμοποιήθηκε για σχολείο που ίδρυσε ο άγιος Κοσμάς το 1771 και σήμερα υπάρχει καινούργια εκκλησία στην μνήμη του Αγίου Δονάτου), ο Άγιος Δονάτος του Ιουστινιανού, και τέλος, ο Άγιος Κωνσταντίνος και ο Άγιος Μηνάς.
Εξέχοντες Επίσκοποι, που διασώζονται τα ονόματά τους, είναι ο Ιωάννης, ο Διάδοχος, ο Ιλλάριος, ο Φλωρέντιος και ο Εμμανουήλ.
Μάλιστα ο άγιος Διάδοχος ήταν περισπούδαστος θεολόγος, που άφησε θεολογικό έργο και ο λόγος του επίκαιρος, παρά ποτέ, αφού μας προτρέπει να δείξουμε θάρρος απέναντι στη θλίψη
Με τα συγγράμματά του, αλλά κυρίως με τη ζωή του, πιστοποίησε πως δεν βίωνε επιδερμικά το Χριστό. Γι’ αυτό άφησε πνευματικές παρακαταθήκες.
Έγραψε πολλά βιβλία, αλλά σώθηκαν μόνο τρία: «Η όρασις» (διάλογος σε όνειρο με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο), όπου αναφέρονται τα ζητήματα της ουσίας του Θεού. «Λόγος εις την Ανάληψιν», όπου τονίζεται το ασύγχυτο της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού (καταπολεμείται ο μονοφυσιτισμός).
«Κεφάλαια γνωστικά εκατόν», όπου περιγράφεται ο τρόπος της μοναχικής τελείωσης. Αυτός ήταν ο τρόπος, που, μέσω της πίστης, της υπομονής, της ελπίδας, της αφιλαργυρίας, της επίγνωσης, της ταπεινοφροσύνης, της αοργισίας, της αγνότητας και της αγάπης, τον ίδιο τον οδήγησε στην αγιότητα και του έδωσε τη δυνατότητα να κινηθεί πέρα από την κτιστότητα και τη χρονικότητα.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήταν η ασκητικότητα και οσιότητά του. Ένιωθε εσωτερικά την πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, διαλογίζονταν έντονα, αλλά σταθερά ηχούσε μέσα του η σκέψη: Αν κάποιος δεν έχει το πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει στο Χριστό.