You are currently viewing Η ανθρωπιά της διπλανής πόρτας

Η ανθρωπιά της διπλανής πόρτας

  • Reading time:1 mins read
Την λενε Ολίβια και είναι φαρμακοποιός. Στους Αμπελόκηπους, δίπλα στον Σκλαβενίτη, οδός Αιτωλίας. Τον λένε Βύρωνα και είναι χημικός, συνταξιούχος τωρα. Γνωριζόμαστε 45 χρόνια. Από τότε που άνοιξαν το φαρμακείο στο ισογειο της διπλανής πολυκατοικίας. 1980. Είναι δυο άνθρωποι που ήρθαν στη ζωή για να βρουν ο ένας τον άλλον. Ο ένας το άλλο του μισο. Πιο  αγαπημένοι δε γίνεται. Σταθερά, όλα αυτά τα χρόνια –  δυο περιστεράκια.
Και όπως συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν στερούνται την αγάπη είναι επίσης καλοσυνάτοι, αμφότεροι. Σαν από άλλο  κόσμο. Όσιοι. Ποτέ δεν θυμάμαι να τους έχω δει κάπως αλλιώς. Χρυσάφι.
Φυσικά το κορίτσι που έχει πάρει για βοηθό η Ολίβια δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Η Σοφία. Δεν υπάρχει αυτό το τριο. Ο Βύρων και η Ολίβια έχουν ένα γιο που σπούδασε ιατρική στη Νέα Υόρκη και έμεινε εκεί. Έπαθε κατάθλιψη ο Βύρων αλλά ποτέ δεν το έδειξε στο παιδί. Ούτε η Ολίβια. Ποτέ δεν το πίεσαν να έρθει να μεινει εδώ.
Πάντα με ρωτάει τι κάνω η Ολίβια και χαίρεται με τις χαρές και λυπάται με τις λύπες μου. Είχε έρθει και στην κηδεία της μάνας μου. Αφότου χώρισα με ρωτάει διακριτικά αν είμαι μόνος μου ακόμα. Δεν θέλει να είμαι μόνος.
Ήμουν λοιπόν εκεί πριν μια ώρα. Πιάσαμε κουβέντα και πέντε λεπτά πριν κλείσουν έφυγα. Στα διακόσια μέτρα διαπίστωσα οτι το πορτοφόλι μου έλειπε. Πήρα τηλέφωνο επειδή πίστευα ότι θα το ειχα άφησει εκεί. Λάθος.
Αναστατώθηκαν και οι δύο. Ο Βύρων μου είπε να έρθει μαζί μου στη διαδρομή που πήρα, να το αναζητήσουμε. Η Ολίβια κόντεψε να σκάσει. Εγώ ψύχραιμος, με το πυροσβεστικό μου χαμόγελο, που έχω κερδίσει από τις αναποδιές που ποτέ δεν μου έλειψαν, απολάμβανα πιο πολύ το νοιάξιμό τους αντί να κλαίω το πορτοφόλι, κι ας είχε μέσα ένα σωρό πράγματα.
Και ξαφνικά μπούκαραν με φούρια στο φαρμακείο δύο νεαροί, μελαμψοί. Ινδοί ήταν. Λαχανιασμενοι. Είχαν έρθει σχεδόν τρέχοντας.
Είχαν βρει το πορτοφόλι που μέσα είχα την απόδειξη από τα φάρμακα που ψώνισα.
Δεν ξέρω ποιος χάρηκε περισσότερο. Εγώ, οι Ινδοί, ο Βύρων ή η Ολίβια;
Ήταν μια έκρηξη φωτός και καλοσύνης κι ανατρίχιασα. «Κοίτα!» είπα στην Όλιβια. Κάγκελο η τρίχα.
«Κοίτα κι εσύ», μου είπε τότε αυτή. Κάγκελο και η δική της τρίχα.
Ανατριχιασαμε κι οι δυο.
Τα παιδιά έφυγαν πολύ ευχαριστημένα. Λες και ήταν δικό τους το χαμένο πορτοφόλι.
Έφυγα κι εγώ. Ο Βύρων βοήθησε την Ολίβια να κατεβάσουν τα ρολά.
__
🔺Κείμενο: Petros Birbilis