Πριν τις γιορτές θα έχει γίνει η απαραίτητη εξειδίκευση των σημείων από τους νομικούς της Εκκλησίας για μία συμφωνία με το Κράτος, αλλά και η απαραίτητη εφ’ όλης της ύλης συζήτηση από την ιεραρχία, στο πλαίσιο που έθεσαν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, όπως είπε ο διευθυντής του γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου Γιώργος Βασιλείου Στο Κόκκινο και τον Στάθη Σχινά.
Μετά την πρώτη ενημέρωση της Ιεράς Συνόδου για τα συμφωνηθέντα με την κυβέρνηση, ανέφερε ο κ. Βασιλείου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ξεκαθάρισε πως ό,τι γίνει για το μισθολογικό των κληρικών θα γίνει με την σύμφωνη γνώμη του εφημεριακού κλήρου και την δέσμευση της Πολιτείας προς την Εκκλησία σε αυτό το θέμα.
Για το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί για να συνεχιστεί η εξειδίκευση της συμφωνίας, ο κ. Βασιλείου είπε ότι πιστεύει πως «και οι δύο πλευρές θα δώσουν κάποιο χρόνο … να βάλουν ασφαλιστικές δικλίδες. Οι νομικοί που θα ασχοληθούν θα χρειαστούν κάποιο διάστημα. … 15, 20 ημέρες, πιστεύω από πλευρά μας», θυμίζοντας και την προσδοκία του αρχιεπισκόπου «ότι πριν τις γιορτές θα συγκληθεί η Ιεραρχία ώστε να τοποθετηθεί εφ’ όλης της ύλης, επί του προσφυμφώνου ουσιαστικά, που είναι ο σωστός όρος».
Υπογράμμισε επίσης ότι «δεν είναι σωστός όρος ο «χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους» … όταν χωρίζουμε κάτι παύει να υπάρχει διάλογος. Όταν δεν χωρίζουμε κάτι πάμε σε μία συμφωνία, άρα δεχόμαστε ο ένας την γνώμη του άλλου… διακριτοί ρόλοι βάσει του Συντάγματος μπορούν να καθοριστούν, αλλά είναι μία ενέργεια από τα δύο μέρη υπό μία σωστή, καλή συμφωνία».
Υπενθυμίζεται ότι η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου την Τετάρτη, μετά την ενημέρωση από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο σχετικά με όσα ανακοινώθηκαν από κοινού με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ανέφερε τα εξής:
1) Κατά τη συνάντηση δεν επιδιώχθηκε ούτε υπεγράφη κάποια συμφωνία, αλλά εκφράζεται η αμοιβαία «πρόθεση προκειμένου Εκκλησία και Πολιτεία να καταλήξουν σε μία ιστορική συμφωνία που θα πάρει μορφή νομοθετικής ρύθμισης».
2) Περί του θέματος αυτού και των σχετικών προτάσεων, ως αρμόδιο Σώμα, πρόκειται να συγκληθεί η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να λάβει τις τελικές αποφάσεις.
3) Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της τελικής συμφωνίας είναι το κοινό όφελος του Λαού και της Εκκλησίας, με βασική προϋπόθεση την προστασία και πλήρη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κληρικών μας.
4) Εκφράζουμε την ικανοποίησή μας που πλέον ομολογείται από τον Έλληνα Πρωθυπουργό ότι:
(α) «αναγνωρίζεται η προσφορά και ο ιστορικός ρόλος της Εκκλησίας στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του Ελληνικού Κράτους και του Λαού»,
(β) «στόχος είναι να ενισχυθεί η αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους»,
(γ) «αναγνωρίζεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε την μισθοδοσία του Κλήρου, ως αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε»,
(δ) «η αποκαθήλωση των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την Ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα αποτελούν αστεία κωμικοτραγικά πράγματα» και
(ε) «η ύπαρξη της πίστης στην Ελλάδα είναι ένα fact (γεγονός) που δεν μπορεί να παραγραφεί».
5) Με την ευκαιρία αυτή, περιμένουμε από όλον τον πολιτικό κόσμο να συμβάλει καλοπροαίρετα στην προσπάθεια αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού στην παράδοσή μας, ώστε όλοι ενωμένοι να εργαστούμε για το καλό του ελληνικού Λαού.
6) Εκφράζουμε την ελπίδα ότι αυτό το πνεύμα θα επικρατήσει και κατά την επικείμενη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.
Ο κ. Βασιλείου εξάλλου απέφυγε να αναφερθεί στα περιουσιακά θέματα και την έκταση της προεργασίας που έχει γίνει όσον αφορά τον φορέα αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.