Του π. Ηλία Μάκου
Παρότι ο άγιος Πορφύριος, που η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 2 Δεκεμβρίου, ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, βασανίστηκε και από μακροχρόνιες ασθένειες, δεν ήταν ποτέ καταθλιπτικός, αλλά πάντοτε χαρούμενος και το έβλεπε κανείς στο χαμόγελό του.
Όταν τον ρώτησαν ποιο ήταν το μυστικό της χαράς του απάντησε: “Η χαρά είναι ο ίδιος ο Χριστός. Είναι μια χαρά, που σε κάνει άλλον άνθρωπο. Όταν δεν ζεις με τον Χριστό, ζεις μέσα στη θλίψη, στο άγχος…”.
Αν και για πολλά χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στην πολύβουη “Ομόνοια”, ως εφημέριος στο παρεκκλήσι του αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής Αθηνών, όπου τα μάτια του έβλεπαν πολλά και τα αυτιά του άκουγαν διάφορα, εκείνος ήταν σταθερός: “Όπου υπάρχει η αγάπη του Χριστού, εξαφανίζεται η μοναξιά, είσαι ειρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος, ζεις στα άστρα, στο άπειρο, στον ουρανό με τους αγγέλους, με τους αγίους, στη γη με τους ανθρώπους, με τα φυτά με τα ζώα, με όλους με όλα. Όταν έρθει ο Χριστός στην καρδιά, η ζωή αλλάζει, τα πάθη εξαφανίζονται. Ο Χριστός είναι το παν”.
Τον επισκέφθηκαν κάποτε αναρχικοί κι ενώ ήταν αγριεμένοι, το χαμόγελό του και η ταπεινότητά του, τους έκανε να θέλουν να του φιλήσουν τα πόδια.
Θα φανεί ίσως, σε μερικούς παράξενο και ακατόρθωτο το πράγμα αυτό, που βίωνε ο π. Πορφύριος και το μετέδιδε και σε άλλους. Να είσαι χαρούμενος μέσα στη θλίψη, μέσα στα παθήματα.
Μέσα στις ασθένειες και τις πικρίες η ψυχή δυναμώνει, αποκτά υπομονή, καταφεύγει περισσότερο στο Θεό, δέχεται πλουσιότερη τη χάρη του Χριστού, αισθάνεται καθαρότερη τη δύναμή Του, που ενισχύει και τονώνει τον άνθρωπο.
Ας το πιστέψουμε, πως μπορούμε να γίνουμε κι εμείς σαν τον όσιο Πορφύριο. Και χωρίς μεγάλο κόπο. Αρκεί να ενωθούμε με το Θεό. Να τον πιστέψουμε βαθιά. Να τον αγαπήσουμε. Κύμα ειρήνης και θάρρους θα πλημμυρίσει τότε την ψυχή μας. Θα φωτιστεί η ύπαρξή μας. Θα γελάσουν τα χείλη μας.
Οδυνηρός και ματωμένος συνήθως ο δρόμος μας . Και ο άνθρωπος στην πορεία του αυτή συχνά νιώθει τα γόνατά του να λυγίζουν και την ψυχή του να κουράζεται. Τα μάτια θολωμένα στην αρχή από το κλάμα, έρχεται ώρα, που τα αισθάνεται να μην μπορούν να δούνε καθαρά. Σβησμένα τα φώτα της πίστης, κάνουν την ψυχή βαριά και θλιμμένη. Και η ελπίδα τότε γέρνει στο χώμα, ανίκανη να συγκρατήσει τα μάτια υψωμένα, το θάρρος ορθό.
Αυτή είναι η μία εικόνα. Η άλλη εικόνα είναι το χαμόγελο του π. Πορφυρίου, που κάθε δυσκολία δεν την ονόμαζε δυστυχία και κάθε συννεφιά δεν την θεωρούσε καταιγίδα, αλλά ευτυχία. Είχε πίστη στον θεό. Γι’ αυτό είχε αντοχή στον αγώνα. Δεν λιποψυχούσε στην πρώτη αντιξοότητα. Δεν λύγιζε στη φουρτούνα της ζωής. Δεν μαραίνονταν τίποτα μέσα του. Η ελπίδα δεν έγερνε στη γη αποσταμένη.