Του π. Ηλία Μάκου
Μέσα σε συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα, αλλά ταυτόχρονα και χαρούμενη, εορτάστηκαν με θεία λειτουργία, στις 24 ιουνίου 2022, τα τριάντα χρόνια από την εκλογή του κ. Αναστασίου ως Αρχιεπισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Ήταν 24 ιουνίου του 1992 όταν η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον ανέδειξε ως Προκαθήμενο, για να δικαιωθεί απολύτως αυτή η επιλογή στη συνέχεια των εξελίξεων.
Λίγο νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1991, είχε διοριστεί Πατριαρχικός Έξαρχος στην Αλβανία, όπου κατά την πρώτη επίσκεψή του, παρότι αντίκρισε τα θλιβερά αποτελέσματα της απαγόρευσης της θρησκευτικής ελευθερίας επί πολλά έτη, έστειλε, άφοβα και με σιγουριά, το μήνυμα της Ανάστασης.
Για την υπέροχη, αλλά και ακανθώδη (ήταν υπέροχη, γιατί ήταν ακανθώδης), αυτή πορεία των 30 χρόνων μίλησε ο Επίσκοπος Βίλιδος Άστιος, που είναι στενός του συνεργάτης, και αναφέρθηκε στο σπουδαίο και πολύπλευρο έργο του, που αναγέννησε και αναζωογόνησε όχι μόνο την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και την αλβανική κοινωνία.
Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος, απευθυνόμενος στους πιστούς, θυμήθηκε στιγμές από την τριαντακονταετή αυτή ιεραποστολική οδοιπορία και προσφορά, που δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, αλλά είχε σταυρώσιμα ίχνη, ωστόσο η αγάπη, πίστη και ελπίδα, ήταν τρία από τα βασικά της γνωρίσματα.
Ο Αρχιεπίσκοπος δέχθηκε από μικρά παιδιά του σχολείου «Πρωταγωνιστές», που αυτή την περίοδο συμμετέχουν στις χριστιανικές κατασκηνώσεις, λουλούδια, δηλωτικά των αισθημάτων της καρδιάς τους.
Μάλιστα τραγούδησαν και χριστιανικά τραγούδια και η μελωδία τους, που έβγαινε με ζεστασιά από μέσα τους, ήταν ένας αγνός ύμνος για την προσφορά του πνευματικού τους πατέρα και ηγέτη.
Η Εκκλησία στην Αλβανία χλευάστηκε τα χρόνια του διωγμού και οι εν Χριστώ αδελφοί μας εξευτελίστηκαν, κακοποιήθηκαν και κάποιοι εκτελέστηκαν. Η Ορθοδοξία ωστόσο επέζησε. Το αίμα δεν χύθηκε μάταια και οι προσευχές, που ανέβηκαν από τους πιστούς προς τον Κύριο, εισακούστηκαν.
Το 1991 οι θρησκείες αναδύθηκε δειλά δειλά από την παρανομία. Δεν είχε απομέινει ούτε ένας Ορθόδοξος Επίσκοπος, ενώ λιγότεροι από 20 ιερείς βρίσκονταν ακόμη στη ζωή, από τους οποίους οι μισοί και πλέον δεν μπορούσαν να ιερουργήσουν, λόγω προβλημάτων υγείας.
Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο οποίος εργαζόταν ως Επίσκοπος στην ιεραποστολή της Ανατολικής Αφρικής και ήταν καθηγητής της Θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναστήλωσε με σταθερές και ειρηνικές κινήσεις εκ θεμελίων την Ορθόδοξη Εκκλησία της ΑΛβανίας.
Στην αρχή ως Πατριαρχικός Έξαρχος (1991) και στη συνέχεια ως Αρχιεπίσκοπος Τιράννων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας (1992).
Το “αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν”, αποτελεί το χαρακτηριστικό στοιχείο της διακονίας του.
Ο Χριστός αποτελεί το Α και το Ω της ζωής του. Η αληθινή και τέλεια αφιέρωσή του προς τον Θεό, που τον φλογίζει και τον διαπερνά, φανερώνεται και από το ολικό άνοιγμα της αγκαλιάς του στου Αλβανούς, ανεξαρτήτου θρησκεύματος και γλώσσας και κυρίως προς τους φτωχούς, τους πονεμένους και τους ταπεινωμένους, καθώς και προς τους νέους.
Επειδή είναι Χριστο-κίνητος μπορεί και λαμβάνει τις πλατιές διαστάσεις, που του χαρίζει η παρουσία του Χριστού μέσα του.
Στη βάση της δράσης του βρίσκεται η απάρνηση του εαυτού του και στην κορυφή της η ολοκληρωτική παράδοσή του στο Θεό και στους άλλους.
Και πιστεύουμε ότι το μεγάλο του μυστικό είναι ότι λαμβάνει πείρα της δύναμης του Σταυρού, καθώς ο Σταυρός είναι το μόνο διάσωσμα στον αγώνα της ζωής και της πίστης.
Παρακολουθώντας κανείς την μεγαλειώδη, ας μη θεωρηθεί υπερβολική η λέξη, αναμφισβήτητα, διαδρομή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, αντικρίζει με τα μάτια της ψυχής του τη φρόνηση του Θεού μέσα στην ιστορία, όπως εκφράζεται από τους ακολούθους Του και αναφωνεί μυστικά: “Μέγας, ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου”.