Του π. Ηλία Μάκου
Παραμονή, αλλά και ανήμερα της εορτής, έγιναν λατρευτικές εκδηλώσεις, εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας και θεία λειτουργία, από τη συνοδεία της Μονής Γηρομερίου.
Οι πιστοί ανέβηκαν, κάποιοι μάλιστα και γονατιστοί, τα πολλά σκαλοπάτια, για να φτάσουν στο ναό, που είναι κολλημένος πάνω στο βράχο.
Ο ηγούμενος της Μονής Γηρομερίου και η συνοδεία του τέλεσε τη θεία λειτουργία.
Το Μοναστήρι αποτελεί ένα από τα πλέον γραφικά θρησκευτικά αξιοθέατα του νομού Θεσπρωτίας.
Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων και καλύπτεται με πλήθος θρύλων και παραδόσεων, που διατηρήθηκαν από γενεά σε γενεά ως τις ημέρες μας.
Μεγαλύτερη έμφαση στις διηγήσεις αυτές δίδεται στην ίδρυση του ναού.
Αναφέρεται, δηλαδή, ότι η αρχική ονομασία ήταν Εικονολιθάρι, επειδή κάποτε – άδηλο πότε – βρέθηκε η εικόνα του αγίου Μηνά στον βράχο και κατόπιν κτίστηκε ο ναός στο όνομα του αγίου.
Άλλη παράδοση λέγει ότι ο βράχος, όπου βρίσκεται ο ναός του αγίου Μηνά, βρισκόταν σε υψηλότερο σημείο.
Κάποτε αποκολλήθηκε από την αρχική του θέση και θαυματουργικώς στάθηκε στο μέρος όπου είναι τώρα, με τα κτίσματα επάνω του, χωρίς να πάθουν τίποτε.
Διαφορετική εκδοχή αυτής της παραδόσεως αναφέρει, ότι όλος ο τόπος γύρω από τον άγιο Μηνά βούλιαξε κάποτε και έμεινε μόνον ο βράχος να ορθώνεται, με τον ναό στην κορυφή του.
Τα σωζόμενα ιστορικά στοιχεία μας πληροφορούν, ότι ο άγιος Μηνάς ανήκε ως μετόχι στη Μονή Γηρομερίου, τουλάχιστον από το 1667, όπως βεβαιώνει το έτος εκείνο με σιγίλιο του ο Πατριάρχης Παρθένιος.
Λέγεται ακόμη ότι, πριν από την κατασκευή του σημερινού κωδωνοστασίου το έτος 1888 και της πέτρινης σκάλας, η πρόσβαση στην κορυφή του βράχου γινόταν με καλάθι προσαρτημένο σε τροχαλία με σχοινί.
Ο ταπεινός ναός του Μοναστηριού, γαντζωμένος στο βράχο, μας θυμίζει ότι οι επίγειες δόξες, τα μάταια και φθαρτά είναι ανάξια του ανθρώπου.
Και ότι καθήκον μας είναι φανερό. Οφείλουμε να συνδεόμαστε στενότερα με το Σωτήρα μας Χριστό. Οφείλουμε να μοιάζουμε του Χριστού. Τότε ασφαλώς θα ελκύουμε κοντά μας και θα μας ελκύουν, όσοι αγαπούν τον Χριστό.
Μαζί τους θα ζούμε ζωή σύμφωνη προς τη νοσταλγία και το αίτημα της ψυχής μας, ζωή, η οποία θα αναπαύει, θα στηρίζει, θα προάγει και θα ευφραίνει.