🔹Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος
8 Δεκεμβρίου 2019-8 Δεκεμβρίου 2020. Ένας χρόνος από την κοίμηση του φωτισμένου σεμνού γέροντα της Αριζόνας Εφραίμ, ο οποίος αποτέλεσε για πολλά χρόνια πυλώνα του μοναχισμού στην Ελλάδα, αλλά και στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου ίδρυσε 20 Μοναστήρια, .
Στη σύσταση των Μονών τον ώθησαν αφ’ ενός οι ανακαψίλες των μοναχικών ασκητικών του πόθων, που κατέφλεγαν την ψυχή του.
Και αφ’ ετέρου ο πόθος να γίνουν ορμητήρια ορθής πνευματικής καθοδήγησης των ανθρώπων, στο πνεύμα των αρχών και των εμπνεύσεων της Ελληνορθοδοξίας.
Και οι δύο αυτές πτυχές-πλεονεκτήματά του ήταν ορατές από τα χρόνια, που ανέλαβε ηγούμενος στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, έως την κοίμησή του στη βάση του, το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου (αφιερωμένο και στον Άγιο Νεκτάριο) στην Αριζόνα.
Στ’ αλήθεια πόσα και πόσα άτομα δεν βρήκαν τον προσανατολισμό τους και δεν στηρίχθηκαν και δεν ενισχύθηκαν ποικιλότροποα με την εσωτερική καθαρότητα, με την ηρεμία, με τη γαλήνη, με την απλότητα, με την αγάπη του γέροντα Εφραίμ.
Και προπαντός με την απόλυτη προσήλωσή του στις παραδόσεις της πίστης.
Ένιωθε τη σαπίλα και η μυρωδιά του σύγχρονου πολύβιου κόσμου και υπέβαλε συνεχώς τον εαυτό του στο χαριτωμένο μαρτύριο της αντίστασης και της αποκοπής στα γήιινα.
Οι ουράνιες πτήσεις του νου και της καρδιάς τον συνένωναν με τους χορούς των αγγέλων και δεν κρατούνταν αιχμάλωτος των χωμάτινων σκέψεων και συμφερόντων.
Είχε ξεπεράσει τα σχήματα του κόσμου, είχε ξεπεράσει το θάνατο και τα έβλεπε όλα κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητας.
Αυτό προέτρεπε και στους άλλους να κάνουν.
Η αναφορά του χαρακτηριστική: “Χριστέ μου:Σε τι μέρες ζούμε; Χάνονται ψυχές; Χριστέ μου, πού πάμε; Πού πάμε; Πού πάμε; Ούτε πίστη, ούτε Θεός, ούτε αγάπη, ούτε έλεος προς τον πλησίον, ούτε συμμετοχή στα Άγια Μυστήρια, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοια, ούτε δάκρυα. Πώς θα σώσουμε την ψυχή μας, Χριστέ μου; Πώς;”.
Με τη ζεστασιά της αγάπης του της αληθινής, που τη διατηρούσε άσβηστη ο Χριστός, συσπείρωνε γύρω του ανθρώπους, που τους βοηθούσε, και«γκρέμιζαν», χωρίς και ίδιος πολλές φορές να το καταλαβαίνει πως συνέβαινε αυτό, τα τείχη της πίκρας μέσα τους, την απομόνωση και τη μοναξιά τους και το κενό τους.
Πρώτο απ’ όλα, και αυτό ήταν το σημαντικότερο, τους έβγαζε από τη”φυλακή” του εαυτού τους.
Βαρύ το έργο του, αλλά δεν εν σταματούσε στις διαπιστώσεις, προχωρούσε στο πλησίασμα του συνανθρώπου και ειδικά του πονεμένου, ρίχνοντας του βλέμμα καλοσυνάτο και απροσποίητο, που τον μαγνήτιζε, ακούγοντας τους καημούς του και στηρίζοντάς τον με κάθε τρόπο.
Η στάση ζωής του, λελογισμένη νηστεία, αγρυπνία, κακοπάθεια σωματική, μετάνοια, προσευχή, δεν ήταν καθόλου εύκολη!
Με αυτή, όμως, μπορούσε να νιώθει τη χαρά, την πρόοδο, την ευτυχία των άλλων, ως δική του χαρά, ως δική του πρόοδο, ως δική του ευτυχία. Να αισθάνεται τα προβλήματα, τις θλίψεις τις δοκιμασίες, τους πόνους των άλλων, ως δικά του προβλήματα, ως δικές του θλίψεις, ως δικές του δοκιμασίες, ως δικούς του πόνους.
Έδειχνε προς όλους, αυτό, που ήταν: Μία αγαπώσα καρδία, ένα χαμόγελο, μία καλοσύνη, η οποία συγκινούσε πρωτίστως εκείνους τους ανθρώπους, που αναζητούσαν στην Ορθοδοξία την καταφυγή, τις αξίες, την καρδιακή πίστη.
Χάιδευε, χωρίς να διστάζει να δείχνει διακριτικά τα μελανά σημεία, τιςκαρδιές των ανθρώπων με ζεστασιά, με τρυφερότητα, που αποτύπωναν ομορφιά…
Έδινε μεγάλη βαρύτητα στην εξομολόγηση, γιατί τη θεωρούσε το μοναδικό δρόμο για την αναίρεση της αμαρτίας και την ένωση με το Θεό.
Μέσα από τη ζωή του έδειξε ότι το καλό είναι καλό, όταν γίνεται καλώς.Και η αρετή είναι αρετή, όταν ενεργείται θεαρέστως.
Έτσι ζούσε… Με ταπεινοφροσύνη, ακενόδοξος, αδιάβλητος, μεριμνώντας διαρκώς να παραμείνει απρόσβλητος από πάθη.
Πολεμούσε διαρκώς, σε κάθε βήμα του, κρύβοντας επιμελώς τα χαρίσματά του, τους λογισμούς της φιλαυτίας και της κενοδοξίας.
Και φρόντιζε να μην τους τρέφει, να μην τους πολλαπλασιάζει. Ήξερε να συνδυάζει τη δράση του με την αφάνεια.
Με τις διδαχές του, που αποκάλυπταν και το πόσο μακριά έβλεπαν τα πνευματικά του μάτια, προείδε και προείπε πολλά γεγονότα, μιλούσε πρακτικά, κατ΄ ευθείαν στη λογική, αλλά στόχευε στην καρδιά, στη θέληση, στη μεταμόρφωση.
Σε ποια μεταμόρφωση, όμως; όχι στη συναισθηματική, που εύκολα, πολύ εύκολα ξεραίνεται και δεν αποδίδει, αλλά σε μια μεταμόρφωση, που είναι χρέος, που είναι “πρέπει”…
Και δεν πήγε χαμένη η σπορά του. Αγωνίστηκε, μόχθησε, υπέφερε, για να κάνει τους ανθρώπους εικόνα του Θεού και να αναπλάσει μέσατους το «καθ’ ομοίωσιν».
Τον επικαλούμαστε, τον ευγνωμονούμε, τον ικετεύουμε, τον προβάλλουμε ως πρότυπο.
“Ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων».