Του Σεβ. Μητροπολίτου Βρεσθένης κ. Θεόκλητου
Τους τελευταίους μήνες, με αφορμή την επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα και την αναζωπύρωση του “Σκοπιανού” η κοινή γνώμη κατακλύστηκε από αναλύσεις και αναφορές, άλλοτε φοβικές και υπερεθνικιστικές, άλλοτε ψύχραιμες και νηφάλιες, για τον Τουρκικό και Σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό, για την μουσουλμανική και την αποκαλούμενη “σλαβομακεδονική” η με βάση την επίσημη ορολογία του γειτονικού κράτους “Μακεδονική μειονότητα”.
Αναπόφευκτα το ενδιαφέρον περιστράφηκε γύρω από τα εν λόγω ζητήματα τα οποία ενέχουν μια τεράστια συναισθηματική φόρτιση για την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Φυσική απόρροια ήταν να περιέλθει, έστω και προσωρινά, στη συλλογική λήθη το πολύπλευρο και ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα των Τσάμηδων και η εν γένει αλυτρωτική ιδεολογία περί επανασύστασης της Τσαμουριάς.
Κατά την εκτίμησή μας ωστόσο, η Ελληνική κοινή γνώμη θα αναγκαστεί να ασχοληθεί και μάλιστα και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα με το ζήτημα αυτό, αν και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει αν θα γίνει μεευνοϊκούς ή δυσμενείς όρους.
Το θέμα των Τσάμηδων, κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στην Αλβανική πολιτική σκηνή, λόγω της πίεσης που ασκεί το κόμμα αλλά και οι λεγόμενες Τσάμικες οργανώσεις, δημιουργώντας αλυτρωτικές αντιλήψεις στην Αλβανική κοινωνία, αλλά και μια αναθεωρητική διάθεση της Αλβανίας, με πιθανή στήριξη και υποστήριξη και της Τουρκίας.
Θα πρέπει μάλιστα να θεωρείται παραπάνω από βέβαιο ότι αν η Αλβανία δεν διεκδικούσε την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στο ΝΑΤΟ έχει εισέλθει ήδη με τη συγκατάθεση της Ελληνικής κυβέρνησης), η ανακίνηση του ζητήματος θα είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, αφού για διαφόρους οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς λόγους το θέμα αυτό φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα την_αλβανική κοινή γνώμη και ως εκ τούτου να αναδεικνύεται σε προνομιακό πεδίο λαϊκισμού και άσκησης πατριδοκαπηλείας από τα αλβανικά πολιτικά κόμματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα αυτό ανακινείται σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής ανωμαλίας, αποκάλυψης σκανδάλων και της ενδημικής διαφθοράς που κατατρύχει τη γειτονική μας χώρα.
Ο όρος Τσαμουριά είναι πρωτογενώς γεωγραφικός όρος και είθισται να ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα και μέχρι το Βουθρωτό και ανατολικά μέχρι τους πρόποδες του όρους Ολύτσικας (Τόμαρος).
Η περιοχή ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και ένα μικρό της τμήμα ανήκει σήμερα στην Αλβανία με κέντρο την κωμόπολη Κονίσπολη. Οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν παλιότερα Τσάμηδες, για την καταγωγή των οποίων οι επιστήμονες ερίζουν μέχρι σήμερα.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι πρόκειται για έναν παραδοσιακό αγροτικό, μουσουλμανικό πληθυσμό, που για συγκυριακούς λόγους εξαιρέθηκε της ανταλλαγής του 1922. Η συμβίωσή τους με το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής υπήρξε γενικά προβληματική.
Το Ελληνικό κράτος πάλι δεν υπήρξε πάντοτε φιλικό απέναντι τους και αυτό σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές εξέθρεψε τη δράση εξτρεμιστικών αλυτρωτικών στοιχείων στην Αλβανία.
Οι ηγέτες των Τσάμηδων με την ελπίδα, ότι θα αποσπάσουν την συγκατάθεση της Ιταλικής Κυβερνήσεως για ενσωμάτωση της Θεσπρωτίας στο Αλβανικό Κράτος, ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές, καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής και συμμετείχαν σε διώξεις, λεηλασίες, εκτελέσεις και άλλες βιαιότητες, ενισχύοντας τη διάσταση με το Ελληνοχριστιανικό γηγενές στοιχείο και προκαλώντας ένα αβυσαλέο μίσος που έμελλε να αποδειχθεί μοιραίο μετά την αποχώρηση των Ιταλών κατακτητών.
Ακριβώς αυτό το μίσος και την απέχθεια του τοπικού πληθυσμού εκμεταλλεύτηκαν οι τοπικοί ηγέτες του ΕΔΕΣ, καταγόμενοι από την ευρύτερη περιοχή, οργανώνοντας την εκδίωξή τους τον Σεπτέμβριο του 1944.
Ένα γεγονός που αποκλήθηκε «τελική λύση» του τσαμικού ζητήματος στην περιοχή της Θεσπρωτίας δημιουργώντας λανθασμένους συνειρμούς με την εξόντωση των Εβραίων, ενώ πρόκειται για εντελώς διαφορετικού τύπου γεγονός.
Με την εκδίωξη των Τσάμηδων από την περιοχή της Θεσπρωτίας, οι περιουσίες των διαμοιράστηκαν δια κλήρου στους Έλληνες κατοίκους. Τα επίσημα δικαστήρια Δωσίλογων Ιωαννίνων μετά τον πόλεμο με αμετάκλητες αποφάσεις τους καταδίκασαν πολλούς Τσάμηδες ως προδότες και δήμευσαν την περιουσία τους.
Τα όσα ακολούθησαν μετά τον πόλεμο έχουν τεράστιο ενδιαφέρον, αποδεικνύοντας ότι το θέμα των Τσάμηδων δεν έχει τελειώσει και συνεχίζεται σε διεθνές επίπεδο.
Στις 30 Ιουνίου 1994 η Αλβανική βουλή καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου ως ημέρα “γενοκτονίας” των Τσάμηδων, επιχειρώντας να παραλληλίσει το ζήτημα με το ολοκαύτωμα, όπως αναφέρθηκε ήδη.
Τον Φεβρουάριο του 2016, οργανώσεις Τσάμηδων προσέφυγαν στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης με αίτημα να εξεταστούν οι παρακάτω περιπτώσεις:
Α) την αναγνώριση της συντελεσθείσας Γενοκτονίας κατά των Τσάμηδων, βάσει των διατάξεων της Σύμβασης της Γενοκτονίας του 1948.
Β) τον επαναπατρισμό όλων των εκδιωχθέντων-εκτοπισμένων Τσάμηδων.
Γ) την επιστροφή όλων των ακινήτων.
Δ) τη διερεύνηση διάπραξης εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας, από τις ελληνικές κυβερνήσεις τις περιόδου 1913-1945.
Το εν λόγω δικαστήριο, εντούτοις, που δεν πρέπει να συγχέεται με το διαιτητικό δικαστήριο της Χάγης, λειτουργεί από το 2002 και φυσικά είναι αναρμόδιο να επιληφθεί υποθέσεων που έλαβαν χώρα πριν από την ίδρυσή του. Η κίνηση αυτή καθ’ αυτή, ωστόσο, έχει τεράστιο συμβολισμό και προδιαγράφει μελλοντικές διεκδικήσεις, ενδεχομένως και εδαφικές.
Η Αλβανία είναι στο δρόμο της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που θα σηματοδοτήσει τη μετάβαση της από μια καθυστερημένη σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα και η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να είναι μαζί της σε αυτή την εξέλιξη.
Το μέλλον της, ωστόσο, συνδέεται με τις καλές σχέσεις με τον νότια γείτονά της και η Ελληνική Κυβέρνηση έχει χρέος να διασφαλίσει αυτή την υποχρέωση καθώς και την ευημερία της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, που εγκαταβιώνει στη Βόρειο Ήπειρο, προτού έρθει αυτό το “μέλλον”