Τήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἠλία, ὁ κόσμος εἶχε γεμίσει ψέμα, πλάνη καί ἀτιμία. Ὁ πατέρας μίαινε τήν συζυγική κλίνη τοῦ παιδιοῦ του. Καί τό παιδί, τοῦ πατέρα του! Ἀδελφός παρέδιδε σέ θάνατο τόν ἀδελφό του. Μάγια καί μαγεῖες παντοῦ. Ὁ οὐρανός εἶχε γεμίσει τσίκνες ἀπό ἀνθρωποθυσίες. Καί ἡ γῆ εἶχε μολυνθῆ ἀπό τό αἷμα τους.
Ὅλοι ἀπό τό κακό στό χειρότερο! Ναυάγιο. Ναυάγιο γενικό. Ναυάγιο οἰκουμενικό. Ὄχι ἀπό νερά. Ὄχι ἀπό τρικυμίες. Ὄχι ἀπό τσουνάμι!
Ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ λαοῦ ὅλο καί προχωρεῖ. Ἡ ἀρετή σέ διωγμό. Βουνά, πεδιάδες, δρόμοι, ὁ ἀέρας, ὅλα γεμᾶτα βρώμα! Ἡ γῆ ὅλη εἶχε μολυνθῆ. Ὁ κόσμος εἶχε γεμίσει μάγια καί εἴδωλα!..
Ἡ ἀποστασία γοήτευε. Καί ἔγινε τῆς μόδας. Γιά λόγους «πρακτικούς». Ὁ Βάαλ, Θεός τῶν Φοινίκων, ἦταν «πιό ἀνθρώπινος», ἀφοῦ «ἔντωνε τό σκοινί».
-Βάαλ καί πάλι Βάαλ! Θεός τῆς χειραφέτησης! Καί τῆς ἐλευθερίας! Ἄλλωστε ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴσες· καί ὁ Θεός σέ ὅλες ὁ ἴδιος!
Ἡ δήλωση, ὅτι σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ὁ ἴδιος πάντοτε, εἶναι μιά πολύ πρόχειρη ἀνοητολογία. Μπορεῖ ποτέ ὁ εὔσπλαγχνος Θεός, νά μᾶς ἀφήνει στό χάος καί στό σκοτάδι; Ἄν τό ἔκανε, ἄν μᾶς ἄφηνε, δέν θά ἦταν Θεός τῆς ἀληθείας! Ἀλλά δέν μᾶς ἄφησε. Μέσα στίς ἅγιες Γραφές Του μᾶς τό ἐδήλωσε ξεκάθαρα. Ἄλλο ὁ Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός, πού μίλησε στόν Ἀβραάμ καί στόν Μωϋσῆ, ὁ Χριστός, -καί ἄλλοι οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν, πού ζητᾶνε, ὄχι μόνο ἱερή πορνεία, ἀλλά καί ἀνθρωποθυσίες. Ἄλλο τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο! Ἄλλος ὁ ἀληθινός Θεός Ἰησοῦς Χριστός, ἄλλο ὁ Δίας, ἄλλο τό Ἰσλάμ.
Ὁ προφήτης Ἠλίας, μπροστά σέ αὐτό τό οἰκουμενικό ναυάγιο τῆς ὁλοκληρωτικής ἀλλοτρίωσης διαμαρτύρεται. Φωνάζει. Κηρύττει. Μά κανείς δέν τοῦ δίνει σημασία.
Καί βλέποντας, ὅτι τά λόγια του δέν εἰσακούονται, τό συνειδητοποιεῖ, ὅτι χρειάζονται μέτρα αὐστηρά καί δυναμικά. Καί παρεμβαίνει. Κάνοντας χρήση τῆς ἱερωσύνης του.
* * *
Σκέφθηκε λοιπόν, νά τούς βάλει στόν δρόμο τόν σωστό μέ τό ζόρι. Γιατί, τό ἔβλεπε, μόνο τότε, μόνο ἄν τά ἔβρισκαν ὅλα στενά, θά μποροῦσαν νά πάρουν τόν ἄλλο δρόμο, τόν σωστό, πού ὁδηγεῖ στόν Θεό.
Καί λοιπόν; Τί ἔκαμε;
Εἶπε:
-Ζῆ Κύριος! Σταγόνα νερό στήν γῆ νά μήν πέσει, ἄν δέν τό εἰπῶ ἐγώ!…
Καί μόλις πού τό εἶπε, ἄλλαξε ὁ καιρός. Ὁ οὐρανός ἔγινε χάκλινος. Καί ὅλα στήν γῆ ξεράθηκαν. Ὅλα ἐρήμωσαν. Τά ζῶα ψόφοῦσαν. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν!…
Μά πῶς, τό ἔκαμε αὐτό ὁ προφήτης; Δέν τό ἔβλεπε, ὅτι δέν τό ἤθελε ὁ Θεός;
Ἀπαντάει ὁ ἅγιος Βασίλειος ἐπίσκοπος Σελευκείας.
– Καί βέβαια τό ἔβλεπε. Καί γι᾿ αὐτό ἔκαμε ὅρκο. Γιά νά δέσει τόν Θεό. Γιά νά κλειδώσει μέ τό Ὄνομά Του τά σύννεφα! Γι᾿ αὐτό εἶπε: Ζῆ Κύριος! Θά περάσουν χρόνια. Στήν γῆ δέν θά πέσει σταγόνα βροχή, ἄν δέν τό εἰπῶ ἐγώ!
Τί νά πρωτοθαυμάσει κανείς ἐδῶ στόν Ἠλία; Τόν θυμό του, ἤ τήν ἀγάπη καί τόν ζῆλο του γιά τόν Θεό; Τό θράσος τοῦ δούλου, πού μέ τήν γλώσσα του δένει τόν οὐρανό; ἤ τήν ταπείνωση τοῦ Δεσπότη πού ἀφήνει τόν δοῦλο Του νά τοῦ κυβερνάει τό σπίτι Του;
● Ζῇ Κύριος! Ὁρκίσθηκε στό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὁ Ἠλίας! Γιατί; Γιά νά σεβασθῆ ἡ κτίση τό Ὄνομα τοῦ Κτίστη· καί ἀναστείλει τίς φυσικές ἐνέργειες της!
● Ζῇ Κύριος! Ἄφησαν τόν Θεό, τόν ζῶντα καί ζωοποιό, καί στράφηκαν σέ λάθος θρησκεία. Ἄς μάθουν λοιπόν ἀπό αὐτά πού θά πάθουν, ποῖος εἶναι ὁ ἕνας καί μόνος ζῶν Θεός· καί πόσο νεκρός καί ἀνύπαρκτος εἶναι ὁ Βάαλ. Ἄς τούς γίνει τό στένεμα τῆς κοιλιᾶς, ὁδηγός στήν πίστη. Ἄς καταλάβουν ἀπό τήν ἀνομβρία, ποῖος δίνει τήν βροχή!
● Ζῇ Κύριος! Πρέπει, ἐπί τέλους, νά τό καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, γιά ποῦ τραβᾶνε! Καί γιά νά τό καταλάβουν, (ἐγώ τό ξέρω. Ἐγώ τό εἶπα. Καί τό λέω), πρέπει νά τούς σφίξει ἡ κοιλιά τους! Ἀλλά καί φοβοῦμαι!
-Τί φοβεῖσαι, Ἠλία;
– Τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φοβοῦμαι! Καί τήν φιλανθρωπία Του! Ὤ πόσο εὔκολα Τόν κάμπτουν, τόν Κύριό μας, δύο σταγόνες δάκρυα! Πόσο εὔκολα λυγίζει, ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας, σέ δυό παρακάλια! Πόσο εὔκολα τίς παίρνει πίσω τίς ἀποφάσεις Του γιά τιμωρία, «μετανοῶν ἐπί κακίαις» (Ἰωήλ 2,13), ὅταν ἰδεῖ μιά ἐλάχιστη σκέψη μεταστροφῆς! Καί Τόν φοβοῦμαι! Ναί, Τόν φοβοῦμαι! Θά μοῦ τήν χαλάσει τήν δουλειά! Θά μοῦ τήν κόψει πρόωρα τήν ἀνομβρία! Πρίν προφθάσει τό φάρμακο νά πιάσει! Καί ἀδιόρθωτος, θά ξαναγυρίσει στά ἴδια ὁ λαός μας!
– Τί νά κάμω; Τί πρέπει νά κάμω;
– Θά Τόν δέσω! Μέ ὅρκο! Θά Τοῦ βάλω χαλινάρι! Ὄχι σέ ὅλα! Στήν φιλανθρωπία Του! Βέβαια τό ξέρω. Δέν θά μέ ἀφήσει. Θά μέ ἐρωτήσει.
– Τί λές, Ἠλία; Νά ρίξω λίγο νεράκι;
Θά Τοῦ ἀπαντήσω:
-Ὄχι, Κύριε. Ὄχι! Νερό στή γῆ θά πέσει, μόνο ὅταν τό εἰπῶ ἐγώ!
Μιλοῦσε καί ἐνεργοῦσε μέ βάση τίς δικές του σκέψεις! Καί τά δικά του συναισθήματα!
Θά τό ἀποτολμούσαμε νά εἰποῦμε:
– Καλά, ρέ Ἠλία! Ἔδεσες τόν οὐρανό· τά σύννεφα! Ἦταν ἀνάγκη νά δέσεις καί τόν Θεό; Καταδικάζεις τούς συνδούλους σου! Πῶς τολμᾶς καί μπαίνεις μπροστά στόν Θεό; Ἔδεσες τόν οὐρανό! Ἄφησε ἐλεύθερο τόν Δημιουργό Του!
Ἀπαντάει ὁ Ἠλίας:
-Ὄχι. Ζῆ Κύριος! Νερό δέν θά πέσει, παρά μόνον ὅταν θά τό εἰπῶ ἐγώ!
-Δέν Μοῦ τά λές καλά, Ἠλία!
-Ὄχι, Κύριε. Ἐγώ σωστά ἐνεργῶ! Μέ ἔστειλες, σάν ἱερέα Σου καί προφήτη Σου, νά διδάξω τήν εὐσέβεια στόν λαό Σου. Μέ ἔβαλες νά τόν ποδηγετῶ. Ἄφησέ με νά κάμω τήν δουλειά μου! Μή μοῦ δένεις τά χέρια! Ἐγώ τό ξέρω. Ἀπό πεῖρα. Μόνο μιά τέτοια τιμωρία, μπορεῖ νά εἶναι ἀποδοτική! Λοιπόν. Κουβέντες-τέρμα! Νερό θά πέσει στήν γῆ, μόνο ὅταν τό εἰπῶ ἐγώ!
Αὐτά ὁ Ἠλίας!
Καί ὁ Θεός; Τί ἔκαμε ὁ Θεός;
Ἄφησε τόν Ἠλία νά κάνει ὅ,τι ἤθελε! Σεβάσθηκε τόν ζῆλο του. Γιατί ἦταν δοῦλος Του ἀληθινός· καί προφήτης Του.
Χωρίς ὅμως νά ξεχάσει καί τήν δική Του φιλανθρωπία.
Καί λοιπόν; Τί ἔκαμε;
Δεμένος καί ἀπό τίς δύο πλευρές ὁ πάνσοφος Θεός, ζύγιασε τά πράγματα καλά. Καί εὑρῆκε λύση. Τί λύση;
Νά φέρει τόν προφήτη Του κοντά Του. Νά πραΰνει τόν θυμό του. Νά γλυκάνει τήν πικραμένη καρδιά του. Νά τόν κάμει νά γίνει καλόψυχος καί σπλαγχνικός. Νά τόν κάμει, νά πονέσει τόν φτωχό λαό!
Πῶς; Μέ τί τρόπο; Μέ «μηχανές»! Μέ τεχνάσματα! Κάνοντας ὅτι μποροῦσε, γιά νά τόν φέρει στήν θέση Του! Νά κάμει, τόν ὀργισμένο δοῦλο Του, νά ρθεῖ στά μέτρα τῆς δικῆς Του φιλανθρωπίας.
Τί σπλαγχνικός πού εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ καί τοῦ Ἠλία, ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Οἱ ζηλωτές Του, θυμοῦνται μόνο τήν δόξα Του. Καί ἀγωνίζονται γιά τήν δόξα Του. Νά μή ξεπέσει! Αὐτός ὅμως, πατέρας ἀληθινός, δέν ξεχνάει οὔτε στιγμή τόν πόνο τῶν παιδιῶν Του.
Ὁ Θεός εἶναι πιό σπλαγχνικός ἀπό ὅλους τούς ἁγίους Του. Καί ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του.
Κύριος οἰκτίρμων· καί ἐλεήμων· μακρόθυμος καί πολυέλεος· καί ἀληθινός· καί δικαιοσύνην διατηρῶν· καί ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας· ἀφαιρῶν ἀνομίας καί ἀδικίας καί ἁμαρτίας.
Καί ταπεινώθηκε καί σταυρώθηκε γιά μᾶς.
Ὁ Κύριος, λοιπόν,θέλοντας νά διορθώσει τόν δοῦλο Του Ἠλία, τοῦ ἔστειλε τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, νά τόν καλέσει σέ ὑπακοή, καί νά τόν μεταπείσει.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ:
Ἡ ἐμμονή τοῦ προφήτη Ἠλία στίς θέσεις του, γιά τιμωρία τοῦ Ἰσραήλ, παρά τίς ὑποδείξεις τοῦ Κυρίου, τσάντισε τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, πού δέν ἤξερε καί δέν ἀνεχόταν ἀντιλογία στόν Κύριο!
Καί πρῶτα τά ἔβαλε μέ τά σύννεφα: Καί τούς εἶπε:
-Ἀφοῦ τό ξέρετε, ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ μας εἶναι, νά πέφτει βροχή στήν γῆ Ἰσραήλ. Γιατί δέν πᾶτε ἐκεῖ; Γιατί ἀλλάζετε δρόμο;
Ἐκεῖνα τοῦ ἔδειξαν τόν Ἠλία καί τοῦ εἶπαν:
-Νά, αὐτός δέν μᾶς ἀφήνει. Μᾶς ἀγριοκυτάζει τόσο αὐστηρά, πού παραλύομε! Τόν φοβόμαστε!
Καί ὁ ἀρχάγγελος κατέβηκε καί ἐπῆγε στόν Ἠλία. Καί τοῦ εἶπε:
-Μέ ἔστειλε ὁ Κύριος, νά σοῦ εἰπῶ. Ἄφησε τά σύννεφα νά ρίξουν βροχή στόν Ἰσραήλ!
Ἀπάντησε ὁ Ἠλίας:
-Τό εἶπα. Ὄχι. Καί ὁρκίστηκα. Καί λόγο πού εἶπα στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου καί μέ ὅρκο, δέν ἔχω δικαίωμα νά τόν πάρω πίσω. Ὄχι. Γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπάντησε ὁ ἀρχάγγελος.
-Τό βλέπω, εἶσαι καθαρός· μά ἐγώ δέν σέ φοβοῦμαι. Εἶσαι χῶμα! Δέν τό ξέρεις; Εἶσαι φιλοξενούμενος στήν γῆ. Δέν εἶναι δική σου ἡ πλάση. Δέν εἶσαι ὁ νοικοκύρης της. Ἄλλαξε γνώμη! Ὑπάκουσε στόν Κύριο! Ταύτισε τό θέλημά σου μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Ὑπῆρξαν καί ἄλλοι καλοί σάν καί ἐσένα· καί καλύτεροί σου. Τέτοιο πρᾶγμα κανείς δέν τό τόλμησε μέχρι τώρα. Μετανόησε. Σύνελθε, Ἠλία! Σοῦ εἶπα τόσα. Γιατί δέν μοῦ ἀπαντᾶς; Εἰπέ μου: Ἁμάρτησε ὁ Ἀχαάβ; Ναί. Τά δένδρα, τί φταῖνε; Οἱ προβατίνες, τί φταῖνε; Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ Ἰσραήλ, τά μικρά παιδιά πού πεθαίνουν, τί φταῖνε; Ὅσο καί ἄν σέ στενοχωρεῖ ὁ Ἀχαάβ, λυπήσου γέρους, γριές, φτωχούς, ἀνήμπορους, παιδιά!
Μά ὁ Ἠλίας σημασία δέν τοῦ ἔδωκε καμμία. Καί ἀπό ὅλα τά λόγια του, τίποτε δέν μπῆκε στήν καρδιά του!
Καί ὁ ἀρχάγγελος συνέχισε:
-Πρόσεξε, Ἠλία. Ἐγώ καί σύ εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος ἀκούει καί τά δικά μου λόγια καί τά δικά σου. Σοῦ τό λέω. Μά δέν μέ ἀκοῦς. Σέ λίγο θά ἀνεβῶ ἐπάνω καί θά σταθῶ δίπλα στόν θρόνο Του. Καί θά Τοῦ εἰπῶ γιά σένα λόγια βαριά. Ὅτι ξέχασες τήν τάξη τοῦ Θεοῦ. Καί κάνεις ὅ,τι θέλεις! Καί βάλθηκες νά καταστρέψεις τήν πλάση Του. Συνετίσου. Βάλε μυαλό. Ἄκουσέ Τον. Μιμήσου τήν καλωσύνη Του.
Σ᾿ αὐτά ὁ προφήτης τοῦ ἀπάντησε:
-Εἶπες πολλά! Σέ ἄκουσα μέ τό στόμα κλειστό. Μά τώρα ἄκου καί σύ, ἄν θέλεις. Εἶσαι ἄγγελος. Ἄνοιξε τά φτερά σου καί πέτα στόν οὐρανό! Μπορεῖ στά σύννεφα νά ἔχεις λόγο. Σέ μένα δέν ἔχεις. Τά λόγια σου δέν μοῦ ἀρέσουν καθόλου! Δέν σέ νευριάζει ἡ ἀποστασία; Εἰπέ μου! Δέν σέ σκάνε τόσες ἁμαρτίες; Δέν αἰσθάνεσαι τίποτε γιά τόν Θεό; Ἐμένα μέ καίει ὁ ζῆλος γιά τήν δόξα Του. Καί σύ, ἄγγελος τοῦ Κυρίου, κατέβης νά μοῦ ἐπιτεθῆς καί νά μέ βρίσεις; Πίστεψέ με, ἄν δέν εἶχα αἴσθηση ὅτι δέν πρέπει νά κάνω κάτι τό ἀντίθετο στό θέλημα τοῦ Κυρίου, θά εἶχα ζητήσει νά πέσει στή γῆ φωτιά καί νά τήν κάψει ὁλόκληρη! -Κάθεσαι στόν οὐρανό. Καί δέν ξέρεις, τί γίνεται ἐδῶ κάτω! Ἄν τά ἔβλεπες τά ἔργα τους, ἄν τά ἤξερες, δέν θά μέ παρακαλοῦσες γιά χάρη τους!- Δέν εἶναι ἄξιοι!
Εἶπε ὁ ἀρχάγγελος:
-Καί τό βρίσκεις σωστό, ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀχαάβ, νά πεθαίνουν ἀπό πεῖνα τόσες χιλιάδες δίκαιοι καί ἅγιοι καί ἀθῶοι; Ποτέ ἄνθρωπος, δέν ἔκαμε κάτι τέτοιο. Πές μου, ἄνθρωπε! Σάν τί τόν βλέπεις τόν ἑαυτούλη σου; Εἶσαι ἀπό τόν οὐρανό; Γιατί, μπαίνεις μπροστά καί χαλᾶς τήν τάξη τῆς γῆς; Εἶσαι ἀπό τήν γῆ; Τί δουλειά ἔχεις μέ τόν οὐρανό, καί τόν ἔδεσες;
Ἀπάντησε ὁ Ἠλίας:
-Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φόβο Θεοῦ, εἶναι χίλιες φορές ἀνώτερος καί ἀπό τήν γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό. Καί γι᾿ αὐτό ἔχω καί ἐγώ τήν δύναμη, καί νά χτυπήσω τήν γῆ· καί νά δέσω τούς οὐρανούς. Πάψε λοιπόν νά μοῦ λές ὅτι εἶσαι πιό πάνω ἀπό ἐμένα, ἀφοῦ σύ εἶσαι ἄγγελος καί ἐγώ ἄνθρωπος! Καί μή μοῦ ξαναειπεῖς ὅτι εἶσαι ἀνώτερός μου. Γιατί ἐμένα ὁ Κύριος μέ ἔκαμε ἱερέα Του. Καί μοῦ ἔδωκε ἐξουσία νά δένω καί νά λύνω ἐπίγεια καί ἐπουράνια. Λοιπόν σάν δοῦλος Του καί σύ, τρέξε! Ἀνέβα στόν Οὐρανό καί ἔκθεσέ Του τα ὅλα αὐτά πού σοῦ εἶπα. Καί ἐγώ περιμένω μέ ἐμπιστοσύνη. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης. Καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό ἀνθρώπους· ἀπό κανέναν. Καί κυβερνάει τόν κόσμο μέ εὐσπλαγχνία· καί μέ τήν καλωσύνη Του.
Καί ὁ ἀρχάγγελος ἀνέβηκε στόν Οὐρανό. Καί προσκύνησε τόν Κύριο. Καί Τοῦ εἶπε:
-Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, εἶναι πολύ σκληρός καί φοβερά ἐπίμονος στήν γνώμη του. Δέν μέ ἄκουσε. Τοῦ εἶπα πολλά. Ὅλα ἤρεμα καί μέ τρόπο. Μέ ἄκουε καί ἔβραζε! Καί μοῦ εἶπε: Μακάρι, νά μποροῦσε νά κατάστρεφε τόν κόσμο ὅλον! Τόν κόσμο αὐτό, πού Σύ τόν ἔπλασες! Εἰπέ μου, Κύριε: Ποιός εἶναι αὐτός; Καί πῶς τοῦ ἔδωκες τέτοια ἐξουσία; νά μήν ἀφήνει τίποτε ὄρθιο στόν κόσμο Σου; Καί ἄν πράγματι τόν ἔχεις πάνω ἀπό ὅλους μας, πές το μας νά τό ξέρουμε!…
Καί ὁ πανάγαθος καί ἡμερώτατος καί ταπεινότατος Κύριος, ἐστάθη καί ἄρχισε νά δίνει ἐξηγήσεις στόν ἄγγελο δοῦλο Του.
-Ποτέ δέν θά κάμω κάτι πού θά λυπήσει τόν δοῦλο Μου τόν Ἠλία. Θά τόν κάμω (μέ τό καλό!), νά λύσει μόνος του τό ἐπιτίμιο πού ἔβαλε. Εἶναι ἄνθρωπος πιστός! Τά κρατάει καλά τά κλειδιά. Ἔτσι, ὅταν αὐτός κλειδώνει, ἐγώ δέν ἀνοίγω! Δέν θέλω νά μοῦ εἰπεῖ ὅτι τόν καταπιέζω! Θά τόν φέρω μέ τόν δικό μου τρόπο στά νερά μου, στό σωστό. Καί ἐκεῖνα πού ἔδεσε ἀπό ὀργή, θά τά λύσει, αὐτός, μόνος του, ἀπό ἐπίγνωση καί καλωσύνη.
Καί ἔβαλε ὁ Κύριος σέ ἐνέργεια τρεῖς «μηχανές», τρία «τεχνάσματα» δικά Του, μέ τά ὁποῖα ἤρεμα καί ταπεινά δίδαξε τόν δοῦλο Του, νά φροντίσει νά ἔχει ἀγάπη καί συμπόνια.
Καί ποῖο τό συμπέρασμα;
Μᾶς τό δίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Λέγει:
«Θεός μέν ἠθέλησε φιλανθρωπεύσασθαι· Ἠλίας δέ οὐκ ἐφιλανθρωπεύσατο».
Καί ὁ Θεός ἄρχισε νά δουλεύει ταπεινά, νά κάμει τόν δοῦλο Του, νά λύσει μόνος του τό ἐπιτίμιο πού ἔβαλε, ἀπό ἀγάπη καί καλωσύνη.