Του Σωτήρη Μ. Τζούμα
Η κρίση που επικρατούσε στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το 1962 εξαιτίας της εκλογής και της ανόδου στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο του από Αττικής και Μεγαρίδος Ιακώβου Βαβανάτσου, μας δίδαξε πολλά.
Ο σπουδαίος αυτός Ιεράρχης υπέστη τα μύρια όσα αλλά στάθηκε όρθιος για το συμφέρον της Εκκλησίας και την ενότητα της Ιεραρχίας. Πολλά από αυτά που συνέβησαν τότε ήταν κατασκευασμένα και υποβολιμαία από συγκεκριμένα κέντρα που δεν ήθελαν να επικρατήσει ο δυναμικός και ρηξικέλευθος Ιάκωβος.
Ο Ιάκωβος εκτός από τους εχθρούς που είχε εντός της ιεραρχίας δημιούργησε και πολιτικούς εχθρούς γιατί δεν έκρυψε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την Εκκλησία. Έδειχνε και ήταν πραγματικά τολμηρός και πρωτοποριακός .
Έκανε όμως, το λάθος στον ενθρονιστήριο λόγο του να ανοίξει τα χαρτιά του και να εξαγγείλει την δημιουργία Εκκλησιαστικής Τράπεζας που θα διαχειρίζοταν όλοντο ιερό χρήμα. Μόλις το άκουσαν οι κυβερνητικοί τότε τρομοκρατήθηκαν διότι αν τελικώς υλοποιείτο κάτι τέτοιο θα επέφερε την πλήρη κατάρρευση της Εθνικής Τράπεζας.
Αυτό λένε οι έχοντες εσωτερική πληροφόρηση ήταν η αιτία που η Κυβέρνηση Καραμανλή, στηρίχθηκε στις αντιδράσεις που δημιούργησαν οι εκκλησιαστικές οργανώσεις τότε εναντίον του Ιακώβου και οργάνωσαν την πτώση του. Εκμεταλλεύτηκαν τον θόρυβο και τις συκοφαντίες για να απαλλαγούν από την παρουσία του στην Πρώτο θρόνο της Ελλάδος.
Τηρουμένων των αναλογιών κάτι τέτοιο συνέβη και το 2004 εναντίον του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου τον οποίο ήθελαν να εκπαραθυρώσουν οι επιτήδειοι αλλά δεν τα κατάφεραν!
Παρά τον ανήθικο πόλεμο που του έκαναν όχι μόνο δεν τον έριξαν από τον θρόνο του αλλά τον γιγάντωσαν στη συνείδηση του λαού ο οποίος κυριολεκτικά τον λάτρεψε. Και το βλέπουμε και μέχρι σήμερα 11 χρόνια από την Κοίμησή του.
Στις 24 Ιανουαρίου 1962 το όλο θέμα που ταλάνιζε την Εκκλησία αλλά και την κοινωνία πέρασε σε μία νέα φάση που αποδείχθηκε πως ήταν η τελική φάση του όλου δράματος.
Η άρνηση του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου να παραιτηθεί -παρά τις πιέσεις που του ασκούνταν από Ιεράρχες αλλά και από την κυβέρνηση- οδήγησε τον Πρωθυπουργό Κων. Καραμανλή στο να εξαγγείλει κυβερνητική παρέμβαση για να προκαταλάβει την Ιεραρχία.
Συγκροτήθηκε την ίδια μέρα σύσκεψη υπουργών υπό την Προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ακολούθησε μια ανακοίνωση, με την οποία η κυβέρνηση δήλωνε έτοιμη- σχεδόν απειλούσε- οτι θα φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο , το οποίο προέβλεπε, ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας θα εκλέγεται εφεξής από μικτό σώμα κληρικών και λαϊκών- μία επίλεκτη Κληρικολαική Σύνοδο- και σε περίπτωση διχοστασίας ή σοβαρών αντιρρήσεων για το πρόσωπο του εκλεγμένου αρχιεπισκόπου, το σώμα αυτό θα μπορεί να κηρύξει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο σε χηρεία, άνευ άλλης παρεμβάσεως.Και η ισχύς του νόμου θα ήταν από την επομένη της ψήφισής του από την Βουλή και της δημοσίευσής του.
Δηλαδή η τότε Κυβέρνηση απείλησε ευθέως την Εκκλησία και τους Ιεράρχες ότι θα παρέμβει στα εσωτερικά της και θα αποδομήσει το ισχύον καθεστώς εκλογής Ιεραρχών και Αρχιεπισκόπου.
Η κίνηση αυτή λύπησε τον Μακαριστό Ιάκωβο και τον εξανάγκασε σε υποχώρηση.
Συγκάλεσε για την επομένη, στις 25 Ιανουαρίου 1962,την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και υπέβαλε την παραίτησή του. Το κείμενο της παραιτήσεως είναι μνημειώδες. Μάλιστα διατυπώθηκαν αιχμές κατά της κυβέρνησης για τη στάση της και τον ρόλο της σε αυτή την εκκλησιαστική κρίση .
Ιδού το κείμενο της παραιτήσεως:
«Ἐκλεγεὶς ὑπὸ θεόθεν ὁδηγηθέντων ἱεραρχῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προκαθήμενος αὐτῆς καὶ κανονικῶς καὶ νομίμως ἀναλαβὼν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐνθρονίσεώς μου τὴν διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἄγομαι εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἤδη προβαίνω εἰς πραγματοποίησιν τῆς ὑποβολῆς τῆς παραιτήσεώς μου ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοὺ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, οὐ μέντοι γε τῆς Ἀρχιερωσύνης μου, οὐχὶ οἰκεία βουλήσει, ἀλλὰ πολλῇ καὶ καταθλιπτικῇ τῇ Κυβερνητικῇ πιέσει καὶ πρὸς ἀποτροπὴν ἀναμίξεως τῆς Πολιτείας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν σύστασιν καὶ διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀνάμιξιν, ὣς ἐκτὸς τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην, θεωρῶ καταστρεπτικὴν καὶ ὀλέθριον διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν κανονικὴν αὐτοτέλειαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα μέχρι λατρείας καὶ ὑπηρέτησα πιστῶς καὶ ἀφοσιωμένως ἐπὶ 44 συναπτὰ ἔτη. Θυσιάζω καὶ σφαγιάζω ἐμαυτὸν καὶ ῥίπτομαι ὣς ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, χάριν τῆς κανονικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι ἡ Ἱστορία θὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοθυσίαν μου καὶ ὁλοκληρωτικὴν προσφοράν μου, μὲ τὴν διάπυρον εὐχὴν ὅπως ἡ Πολιτεία μὴ τολμήσῃ να ἐπέμβῃ στα ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ τὴν περὶ ἐμοῦ ἀνεξιχνίαστον αὐτοῦ οἰκονομίαν καὶ δέομαι αὐτοῦ ὅπως τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καὶ δὴ καὶ τὴν τῆς Ἑλλάδος τοιαύτην διατηρεῖ ἀνωτέραν πάσης ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν ἐπερχομένης ἐπιβουλῆς».
Ἀθῆναι 25 – 1 -1962 + ο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἰάκωβος |
Όπως αναφέρεται στο κείμενο αυτό , ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος πίστευε σθεναρά, ότι η ανάμιξη της Πολιτείας στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας θα ήταν καταστροφική και ότι η πιθανότητα μίας τέτοιας ανάμιξης τον οδήγησε στην υποβολή της παραίτησής του.
Μετά την παραίτησή του, ο Ιάκωβος αναχώρησε από το παλαιό συνοδικό μέγαρο της οδού Αγίας Φιλοθέης στην Πλάκα, για την Κηφισιά. Το πρωί της ίδιας ημέρας, 300 ιερείς της Αττικής εξέφρασαν την συμπαράστασή τους στον Ιάκωβο.
Η κρίση εκτονώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου1962, μετά την ανθρωποθυσία του Ιακώβου. Εγινε η εκλογή του Γέροντος τότε Φιλίππων Χρυσοστόμου του Χατζησταύρου ως Αρχιεπισκόπου, ο οποίος ενθρονίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε τρεις ημέρες, στις 17 Φεβρουαρίου και συγκάλεσε σε πανηγυρική συνεδρίαση την Ιερά Σύνοδο στις 22 Φεβρουαρίου.
Πάντως το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στις 4 Απριλίου, αθώωσε παμψηφεί τον παραιτηθέντα Ιάκωβο.
Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε «Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος», επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο.Το Συνοδικό Δικαστήριο, ασχολούμενο με τις εναντίον του καταγγελίες και εξετάζοντας 70 μάρτυρες, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, συνοδευόμενη από πόρισμα 135 σελίδων, με την οποία αθώωνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίνδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζήτησε να συναντηθεί με τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε, πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής, διότι οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της “επαναστάσεως”.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος αρνήθηκε την παραίτηση από τον θρόνο της Αττικής, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου προς τον έπαρχο Μόδεστο.
Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67,με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει, αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του.
Μάλιστα θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη, που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του “υπουργικού συμβουλίου”.
Παρά τις προσωπικές διώξεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμπαραστάθηκε ενεργά στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους από τη Χούντα και σε προσωπικότητες της αντίστασης.
Συνάμα στήριξε και τους νέους της οργάνωσης “Ρήγας Φεραίος“, που οδηγήθηκαν σε δίκη το 1971.
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) το 1973, επισκέφθηκε τον Ιάκωβο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκκας) και του ζήτησε τη στήριξή του, προκειμένου να προωθηθεί στην ηγεσία της Εκκλησίας.
Οι δύο τους διατηρούσαν άριστες φιλικές σχέσεις και ο Ιάκωβος τον είχε βοηθήσει να εκλεγεί τόσο Μητροπολίτης Άρτης όσο και Ιωαννίνων αργότερα.
Ο Σεραφείμ ήξερε ότι ο Ιάκωβος διατηρούσε άριστες σχέσεις με την πλειονοψηφία της Ιεραρχίας. Επίσης γνώριζε ότι είχε κοφτερό μυαλό και ο πολλες νέες Ιδέες που θα τον βοηθούσαν στα σχέδιά του.
Ανταποκρινόμενος ο Ιάκωβος στην παράκληση του Σεραφείμ,δέχτηκε να κάνει, ότι ήταν δυνατό από μέρους του και του έδωσε κατευθύνσεις για το τί ακριβώς θα έπρεπε να κάνει για να υπάρξει επιτυχής έξοδος από την εκκλησιαστική κρίση.Σε πολλά θέματα ο Σεραφείμ ακολούθησε τις συμβουλές του Ιακώβου. Μετά όταν έννοιωσε ασφαλής έκανε τα δικά του.
Η άνοδος του Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δημιούργησε στον Ιάκωβο την προσδοκία αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Αττικής. Του το υποσχέθηκε ο Σεραφείμ, λένε οι πληροφορίες της εποχής εκείνης.
Όμως η νέα ηγεσία της Εκκλησίας δεν τον αποκατέστησε εξ αιτίας των αντιδράσεων των στρατιωτικών, οι οποίοι διατηρούσαν ακόμη την πολιτική εξουσία και είχαν άριστες σχέσεις με τον Σεραφείμ.
Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο, αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του (βάσει του Α.Ν. 214/67), δεν επιτράπηκε ποτέ η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής. Είχαν σειρά οι νεότεροι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984 στην Μονή Παναγίας Φανερωμένης, όπου και ετάφη. Η κηδεία του τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ και πολλών Ιεραρχών.
Αυτή είναι η Εκκλησιαστική μας ιστορία, γραμμένη με αίμα και δάκρυα .