Του Γιώργου Βήτα*
Οι έχοντες κάποιοι σχέση με την πολιτική της Διπλωματίας, το Φανάρι και τα Εκκλησιαστικά,παρακολουθούμε με απορία, όσα εκτυλίσσονται από την προηγούμενη Δευτέρα, με την παρουσία του αρχιεπισκόπου Αμερικής σε εκδήλωση της Τουρκικήςκυβέρνησης. Έχουν γραφεί δεκάδες άρθρα και προσεγγίσεις για το θέμα, αλλά δεν έχουν και πολύ σημασία. Σημασία έχει η αντίδραση της ΕλληνικήςΚυβέρνησης. Επέλεξε να κάνει μια επίθεση στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής και εμμέσως στο Φανάρι, σήκωσε το θέμα όσο ψηλότερα γίνεται πολιτικά και προσωπικώς απορώ το γιατί. Ας δούμε προσεκτικά τα γεγονότα, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τις δράσεις,αλλά και τις αντιδράσεις.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, δέχθηκε μια πρόσκληση από την Τουρκική κυβέρνησή. Για είκοσι λόγους θα την έκανε αποδεκτή και δεν θα αρνούνταν να προσέλθει. Ενημερώνοντας ή όχι το Πατριαρχείο, δεν γνωρίζω, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να του το απαγορεύσαν.
Στην εκδήλωση, ήταν ο πρόεδρος του μη αναγνωρισμένου κράτους στην Κύπρο. Μια ιδιαίτερη συνθήκη, δυσάρεστη για το λαό και το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας, όπου ας δούμε όμως τις επιλογές του Αρχιεπισκόπου σε διαχείριση. Αυτές φαίνεται να ήταν τρείς. Η μια ήταν να παραμείνει στην εκδήλωση, ενώ η δεύτερη να φύγει από αυτή. Η τρίτη δε, ήταν να φύγει από την εικόνα της κορδέλας των εγκαινίων. Με ποια αιτιολογία θα γινόταν αυτό, (οι επιλογές δύο και τρία δηλαδή), όταν ήταν στους είκοσι υψηλόβαθμους καλεσμένους για την κοπή της κορδέλας; Εγώ δεν μπορώ να βρω δικαιολογία, εκτός και αν…λιποθυμούσε.
Τι ζητά η Αθήνα λοιπόν με την επίθεση που έκανε;Να φύγει λέγοντας ότι δεν μπορώ να είμαι μαζί με το εν λόγω πρόσωπο, κάνοντας πολιτική ουσιαστικά. Κάνει όμως τέτοια πολιτική, για πολιτικά θέματα, η Εκκλησίακαι όσοι τη διακονούν; Αναγνωρίζει κράτη και οντότητες και καταστάσεις; ΟΧΙ.
Όπως λοιπόν δεν δύναται να αναγνωρίζει πολιτικές καταστάσεις, έτσι και δεν θα έχει δυνατότητα να μη αναγνωρίζει. Παραμένει ουδέτερη. Η επόμενη σκέψη ήταν, τι θα έχανε και τι θα κέρδιζε αν έφευγε. Για τους γνώστες της πραγματικότητας του Φαναρίου και της καταστάσεως εκεί, δεν υπάρχει δίλημμα εδώ. Το ζύγι της λογικής ήταν υπέρ της παραμονής.
Οι γραβάτες ή τα τζιν του Μαξίμου είχαν άλλη γνώμη. Επέλεξαν αυτό το θέμα να το πουλήσουν πολιτικά για εσωτερική κατανάλωση. Η εύλογη ενόχληση του κόσμου στην εικόνα αυτή του Ελπιδοφόρου με τον Τουρκοκύπριο, έγινε πολιτική αντιπαράθεση και ξέφυγε από τη λογική τόσο της πολιτικής όσο και της διπλωματίας. Η επίθεση στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής και ως σήμερα μάλλον και στο Φανάρι (δεν υπάρχει επίσημη η ανεπίσημη αντίδρασηαπό εκεί), δεν έχει λογική. Επίσημα δήλωσε η Ελληνική κυβέρνηση τη δυσαρέσκεια της, για το ό,τι ήταν παρών ο Αρχιεπίσκοπος στην εκδήλωση που ήταν και το πρόσωπο από την κατεχόμενη Κύπρο. Σκέφτηκαν άραγε τις ανωτέρω παραμέτρους; Αν τις σκέφτηκα γιατί τον έστησαν στον τοιχο; Γιατί ακύρωσαν την επίσημη συνάντηση;
Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα προχειρότητας και φυσικά άγνοιας σοβαρών διπλωματικών χειρισμών. Είναι η υποταγή της πολιτικής στην πρόσκαιρη επικοινωνιακή διαχείριση. Η πολιτική στην Ελλάδα δυστυχώς δείχνει να είναι για εσωτερική κατανάλωση. Αναζητά το μπράβο του ενός λεπτού. Η επίσημη Ελλάδαδεν έχει ξεκαθαρίσει τόσα χρόνια τι θέλει από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής ή από το Πατριαρχείο. Δεν έχει στόχο και κατεύθυνση. Αυτό οδηγεί σε επιπολαιότητεςπου δεν έχουν καμμιά λογική και ειρμό πολιτικό.
Ο Ελπιδοφόρος από τη μεριά του, υποχρεώθηκε σε απάντηση συγνώμης λόγω των αντιδράσεων περισσότερο από τον κόσμο. Απάντησε με ένα προσεκτικό κείμενο με δύο όμως τεράστιας σημασίας «λάθη». Δεν θα τα αναλύσω εδώ, αλλά το κείμενο όσο προσεκτικά και αν διαβάστηκε, δεν μπόρεσε να κρατήσει όλα τις ισορροπίες. Δεν γνωρίζω αν το κείμενο της «συγνώμης δεν το ήθελα», ήταν αρκετό για να γαληνέψει τις αντιδράσεις του κόσμου, που δεν γνωρίζουν από πολιτική και βλέπουν μόνο δύο χρώματα , το άσπρο και το μαύρο, στις διεθνείς σχέσεις. Ξέρωόμως ό,τι ήταν αρκετό για να κάνει μια ολόκληρη κυβέρνηση να αλλάξει άποψη σε λίγες ώρες, να συναντήσει ο Πρωθυπουργός τον Αρχιεπίσκοπο και να μας πούνε, όλα καλά…..