ΣΑΡΛΟΤ. ΒΟΡΕΙΑ ΚΟΡΟΛΙΝΑ. Ο Πιτ Πολίτης έφτασε στο Σάρλοτ το 1952 σε ηλικία 22 ετών, αφήνοντας τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του στην Ελλάδα, η οποία είχε πληγεί ανεπανόρθωτα από τους συνεχείς πολέμους. «Η Ελλάδα είχε παραλύσει», δηλώνει. «Ο πατέρας μου, μου είχε πει τότε, ‘θα πας στην καλύτερη χώρα του κόσμου’».
Όταν έφτασε στο Σάρλοτ, έπιασε μία δουλειά αντίστοιχη με αυτές που έκαναν εκατοντάδες Έλληνες μετανάστες. Ξεκίνησε πλένοντας πιάτα, επτά ημέρες την εβδομάδα με μεροκάματο ένα δολάριο, ενώ κοιμόταν στο πάτωμα του σπιτιού ενός θείου του. Μετά από ένα μήνα, κατάφερε να πάρει αύξηση, φτάνοντας τα δύο δολάρια την ημέρα.
Ο Πολίτης, 87 ετών πλέον, υπήρξε ιδιοκτήτης μιας σειράς ιστορικών εστιατορίων της πόλης, πολλά από τα οποία έχουν κλείσει εδώ και χρόνια: το «The Little White House» στη South Boulevard, το «Eat More Lunch» στην Central Avenue, το «The Town & Country Drive-In», το «Tanner’s Snack Bar», το «Matthews Family House», το «The Sandpiper», το «Plantation Family Restaurant», το οποίο ήταν και ο προπομπός του «Skyland Diner». Όλα ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας, αλλά το φαγητό που σέρβιραν ήταν αμιγώς αμερικάνικο.
«Την εποχή εκείνη, ο κόσμος δεν στήριζε τις παραδοσιακές κουζίνες», δηλώνει σε δημοσιογράφο του «Charlotte Observer» καθώς επιβλέπει την κουζίνα του εστιατορίου «Old Pineville Premium Pub», το οποίο ανήκει στην εγγονό του Πιτ. Στο μενού του συγκεκριμένου εστιατορίου, το πάντρεμα διαφορετικών εθνικών κουζινών είναι εμφανές, αμερικάνικα μπέργκερ και μεξικάνικα τάκος γαρνιρισμένα με γύρο αλλά και χωριάτικη σαλάτα με τζατζίκι.
«Η επένδυση πάντα είναι ρίσκο»
Γεννάται όμως ένα ερώτημα σε όποιον μπει στην διαδικασία να αναλύσει τον γαστρονομικό χάρτη του Σάρλοτ. Πως γίνεται μια πόλη με τόσο έντονο το ελληνικό στοιχείο – με ελληνικό σχολείο, ελληνορθόδοξες εκκλησίες, ακόμα και ελληνικό τμήμα στο νεκροταφείο του Έβεργκριν- να μην έχει σχεδόν καθόλου εστιατόρια με ελληνικό φαγητό;
Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσες να βρεις εάν ήξερες που να απευθυνθείς. Υπήρχαν εστιατόρια με μπακλαβά, ή ιταλικά εστιατόρια που σέρβιραν ελληνικές σαλάτες, ακόμα και ντάινερ με μουσακά και κεφτεδάκια.
Ωστόσο, η ελληνική κουζίνα ξαναπαίρνει τα πάνω της στην πόλη, χάρη στην νέα μόδα που ακούει στο όνομα «μεσογειακή διατροφή». Έφτασε όμως το πλήρωμα του χρόνου για την αναβίωση των ελληνικών εστιατορίων;
«Νομίζω πως οι συνθήκες πλέον είναι οι κατάλληλες», λέει ο 64χρονος γιος του Πιτ Πολίτη, Λούης. «Το θέμα είναι ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση». «Αν ήμουν 20 χρόνια νεότερος σίγουρα θα το τολμούσα».
Ενας κόσμος ξεχωριστός…
Το να μεγαλώνει ένα παιδί στην ελληνική κοινότητα της πόλης είναι ξεχωριστό. Υπάρχουν δύο εκκλησίες, η Αγία Τριάδα και ο Άγιος Νεκτάριος, οι ελληνικές εθνικές επέτειοι γιορτάζονται κανονικά και το ελληνικό σπιτικό φαγητό βρίσκεται σε κάθε τραπέζι. Μετά το σχολείο, τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας, τα παιδιά έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν μαθήματα ελληνικών στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας.
Η Ελαίν Τάτση Χάσκελ είναι υπεύθυνη πρόσληψης γιατρών στο «Atrium Health», μια δουλεία η οποία την κρατάει συνεχώς σε κίνηση. Γεννήθηκε στην Αμερική, αλλά δεν έμαθε αγγλικά, μέχρις ότου οι γονείς της, αποφάσισαν ότι είναι αρκετά μεγάλη και της επέτρεψαν να βγει και να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς, στο πατρικό της στο Ντίλγουορθ.
Οι γονείς της μιλούσαν μόνο ελληνικά στο σπίτι. Το ίδιο συνέβαινε και με τα ξαδέρφια της τα οποία ήρθαν από την Ελλάδα με σκοπό να βρουν δουλειά στις ΗΠΑ και τον πρώτο καιρό κοιμόντουσαν στο πάτωμα του σπιτιού της.
Δεν δυσκολεύτηκε να βρει την δουλειά της. Η οικογένειά της ήταν γνωστή στην πόλη, μιας και είχε χτίσει ένα καλό όνομα στον χώρο της εστίασης. Ο πατέρας της, Τζον Τάτσης και ο θείος της, Τόμμι Κοφίνας, ήταν οι ιδιοκτήτες του πρώτου «sports bar» της πόλης, του «Kofinas’ Snack Bar», το οποίο μάλιστα είχε επισκεφθεί και ο Ελβις Πρίσλεϊ το 1956. Μέχρι το οριστικό του κλείσιμο, το 1981, το κατάστημα είχε πολλή δουλειά. Οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι με φωτογραφίες διάσημων μποξέρ και παιχτών του μπέιζμπολ, ενώ οι δήμαρχοι της πόλης Σταν Μπρούκσαϊρ και Τζον Μπελ, ήταν τακτικοί θαμώνες.
Η Ελαίν μεγάλωσε παίζοντας ανάμεσα στο σνακ μπαρ του πατέρα της και το στεγνοκαθαριστήριο του θείου της Νικ, το οποίο βρίσκονταν λίγα μέτρα πιο πάνω, στον ίδιο δρόμο. Μερικοί ισχυρίζονται πως τις δεκαετίες του 50 και του 60, όλα τα εστιατόρια στις οδούς Tryon και Trade ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας.
«Στα παιδικά μου χρόνια, όλοι ήμασταν μία οικογένεια», λέει η Ελαίν. «Οι περισσότεροι Έλληνες, έρχονταν στην πόλη, μάθαιναν την γλώσσα, έβγαζαν δίπλωμα οδήγησης και πήγαιναν στην δουλεία».
Ο Άντι Κατσάνας, ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Diamond and Soul Gastrolounge» ήταν από τους τελευταίους Ελληνες που έφτασαν στην πόλη. Οι γονείς του μετανάστευσαν στην Αμερική το 50, επιλέγοντας αρχικά το Σικάγο, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 60 μετακόμισαν στο Σάρλοτ, για να βρίσκονται κοντά στους συγγενείς τους. Η γειτονία του Σέντγκεφιλντ που μεγάλωσε ήταν εκατό τοις εκατό ελληνική. «Εάν δεν δούλευες σε εστιατόριο, η μόνη εναλλακτική ήταν να δουλεύεις στην εταιρεία μπισκότων «Lance», αλλά τα εστιατόρια ήταν η πρώτη επιλογή» δήλωσε.
«Το μοναδικό πράγμα που θυμάμαι να με ρωτάνε όταν ήμουνα μικρός είναι ‘ποιο εστιατόριο έχουν οι δικοί σου’»;
Φιλοξενία
Γιατί ασχολήθηκαν τόσο πολύ οι Έλληνες με τα εστιατόρια; Εν μέρει, ήταν μια εύκολη δουλειά να μάθεις και δεν απαιτούσε γνώση αγγλικών.
«Πολλοί από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες δεν μιλούσαν καθόλου την γλώσσα, ήρθαν με πρόσκληση από τους συγγενείς τους», δηλώνει ο Γκάρι Άντερσον, ο γιος του Τζίμι Άντερσον (το κανονικό του όνομα είναι Ανδριτσάνος), ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του ντάινερ «Anderson’s». ΟΓκάρι αποφάσισε να κλείσει το εστιατόριό το 2006 και έκτοτε δραστηριοποιείται στον τομέα της τροφοδοσίας (catering).
Καθόσον μάθαιναν την γλώσσα, έπιαναν απλές δουλειές, όπως αυτή του λαντζέρη. Στα διαλείμματά τους, παρατηρούσαν του μάγειρες, μαθαίνοντας έτσι την τέχνη. Από την στιγμή όμως που οι μάγειρες ήταν Αμερικάνοι και το φαγητό που έφτιαχναν ήταν αμερικανικό, δεν είχαν το περιθώριο να μάθουν τα μυστικά της ελληνικής κουζίνας.
«Ο κόσμος τότε δεν έτρωγε ελληνικό φαγητό, δεν ήξεραν καν τι είναι», λέει ο Άντερσον.
Υπάρχει όμως και ακόμη ένας λόγος που οι Ελληνες ασχολήθηκαν τόσο πολύ με τα εστιατόρια, και αυτός δεν είναι άλλος από την έννοια της «φιλοξενίας». Φιλοξενία σημαίνει το να είσαι «φίλος με τους ξένους» επισημαίνει η δημοσιογράφος και συνεχίζει, «στην Ελλάδα, σημαίνει πως κάποιος είναι υποχρεωμένος να βοηθήσει όποιον έχει ανάγκη, ειδικά όσον αφορά το μοίρασμα του φαγητού».
Ο π. Βασίλειος Τσουρλής, ο ηγούμενος της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, δηλώνει πως η φιλοξενία είναι το κλειδί για την διαιώνιση του ελληνισμού, τόσο στις ανθρώπινες σχέσεις όσο και στον πολιτισμό.
«Οι Ελληνες θα αγκαλιάσουν τους πάντες» λέει. «Εάν επισκεφθείς την Ελλάδα σήμερα, ιδίως εάν είσαι ξένος και χρειάζεσαι φαγητό και στέγη, δεν θα δυσκολευτείς να τα βρεις. Θα σε προσεγγίσουν σα να σε γνώριζαν από πάντα, Μοιραζόμαστε την αγάπη μας, το φαγητό μας, τον πολιτισμό και την γλώσσα μας. Ήμασταν ανέκαθεν φιλόξενος λαός».
Μένοντας ενωμένοι
Που μπορεί κανείς να βρει ελληνικό φαγητό στο Σάρλοτ; Εδώ και 40 χρόνια, το σαββατοκύριακο μετά την «Labor Day», μπορεί κάποιος να απολαύσει την ελληνική κουζίνα στην East Boulevard, στο ετήσιο φεστιβάλ της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, το «Yiasou».
Χτισμένη το 1923, η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, ήταν το σημείο συνάντησης της ελληνικής κοινότητας του Σάρλοτ. Μέχρι και την δημιουργία της εκκλησίας του Αγίου Νεκταρίου το 1988, η Αγία Τριάδα, ήταν η μοναδική Ελληνορθόδοξη εκκλησία της περιοχής και ακόμα παραμένει η μεγαλύτερη.
Για όλους τους Έλληνες, η Αγία Τριάδα δεν ήταν απλώς μια εκκλησία. Ήταν μέρος κοινωνικοποίησης, σχολείο, τόπος ανταλλαγής πολιτικών ιδεών. Η Αγία Τριάδα ήταν τόσο μεγάλη που κάλυπτε τέσσερις πολιτείες, την Φλόριδα, την Τζόρτζια, την Βόρεια και την Νότια Καρολίνα.
Ο π. Φαέθων Κωνσταντινίδης, γνωστός στην κοινότητα και ως Father C., λειτουργούσε στην εκκλησία για 30 χρόνια, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα της ελληνικής κοινότητας του Σάρλοτ. Ήταν αυτός που έπεισε τους Έλληνες να αγοράσουν οικογενειακούς τάφους στο νεκροταφείο του Έβεργκριν και ήταν αυτός που έφερε κοντά τα μέλη της εκκλησίας, διοργανώνοντας το πρώτο φεστιβάλ.
Η Τάτση θυμάται τις απαρχές του φεστιβάλ, το οποίο ξεκίνησε με αφορμή την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και έκτοτε συνεχώς μεγαλώνει.
Ακόμα και σήμερα, βρίσκεται στο ταμείο τις ημέρες των εκδηλώσεων, πόστο το οποίο κατείχε η μητέρα της, Κέι Τάτση, πριν από αυτή.
«Ακόμη η κοινότητα παραμένει δεμένη», δηλώνει η Τάτση, «Ξέρεις πόσος κόπος χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί το φεστιβάλ; Οι δυσκολίες είναι πολλές».
Το φεστιβάλ ωστόσο είναι κάτι περισσότερο από έναν χώρο όπου οι επισκέπτες βγάζουν φωτογραφίες και απολαμβάνουν ελληνικά εδέσματα. Ενσαρκώνει την έννοια της φιλοξενίας. Έτσι, οι επισκέπτες γίνονται ένα με τον ελληνικό πολιτισμό και την μουσική. Μέσω του φεστιβάλ διατηρούνται ζωντανές οι παραδόσεις και ο ελληνισμός.
«Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις ανθρώπους να περιμένουν για ώρες σε μία ουρά για μια μερίδα γύρο», λέει ο Άγγελος Κατσούνης, συνέταιρος του Στράτου Λάμπου, στο εστιατόριο «Ilios Noche», ένα από τα μοναδικά γκουρμέ εστιατόρια του Σάρλοτ, με μενού επηρεασμένο από τις ελληνικές γεύσεις.
«Είναι καλό για τον πολιτισμός μας, αλλά και καλό για τις επιχειρήσεις μας», δηλώνει ο Κατσούνης. Και ίσως είναι καλό για όσα πρόκειται να συμβούν.
Έτοιμοι για ελληνικό φαγητό;
Η πλειονότητα των ελληνικών εστιατορίων του Σάρλοτ, είναι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις με απλά και οικονομικά μενού. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες τους παλεύουν να τα κρατήσουν ανοιχτά είτε λόγω συνταξιοδότησης, είτε λόγω αυξημένων δαπανών συντήρησης. Πολλά από τα παλιά στέκια έχουν κλείσει, όπως το «The Athens», το «Knife & Fork», το «Stassinos» και πιο πρόσφατα το «Philadelphia Deli».
«Η νέα γενιά δεν είναι διατεθειμένη να δουλεύει πρωί, μεσημέρι, βράδυ» λέει ο Γκάρι Άντερσον. «Πολύ λίγα νέα παιδιά δραστηριοποιούνται στον χώρο στης εστίασης. Ο μόνος τρόπος για να βγάλεις λεφτά από την εστίαση είναι να ανοίξεις μία αλυσίδα εστιατορίων, η οποία θα έχει και άδεια για πώληση αλκοόλ. Αν δεν το καταφέρεις παραμένεις στάσιμος».
Αυτό που πρέπει να βελτιωθεί, σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες των εστιατορίων, είναι η ποιότητα του ελληνικού φαγητού. Μιας και η μεσογειακή διατροφή γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, είναι καιρός πια τα ελληνικά εστιατόρια να ανεβάσουν την ποιότητά τους και οι Αμερικάνοι να σταματήσουν να τα αντιμετωπίζουν ως ένα μέρος με φτηνό φαγητό.
Το πρόβλημα είναι ότι κρατούσαμε τις τιμές χαμηλά, λέει ο Γκάρι Αντερσον, με αποτέλεσμα οι πελάτες να περιμένουν πως αυτό θα συνεχιστεί. Αυτός είναι και ο λόγος που έκλεισε το εστιατόριο και στράφηκε στο «catering».
«Οι πελάτες έκαναν παράπονα όταν ανεβάζαμε τις τιμές, έστω και λίγο», δηλώνει. «Και τότε, όταν κλείναμε, μας έλεγαν ‘κρίμα που κλείσατε, που θα βρούμε αλλού τέτοια αναλογία τιμής και ποσότητας’. Όταν μου το έλεγαν αυτό γέλαγα, αλλά όταν τους έβλεπα να φεύγουν έκλαιγα».
Το μενού στα εστιατόρια του Κατσάρα είχαν πάντοτε ελληνικές πινελιές. Από το πρώτο του εστιατόριο, το «Cosmos Café» μέχρι και το πιο πρόσφατο, το πολύ δημοφιλές «Soul Gastrolounge». Κρατάει κλειστά τα χαρτιά του σχετικά με τα μελλοντικά του σχέδια. «Δεν έχω αποφασίσει εάν θα στο μενού θα υπάρχουν αποκλειστικά ελληνικές σπεσιαλιτέ», δηλώνει. «Κάποιος όμως πρέπει να το κάνει, λέει, είναι το χρέος μας προς τους παππούδες μας».
Κάποιοι έχουν κάνει τα πρώτα βήματα. Για παράδειγμα, ο Γκας Γεωργουλιάς άνοιξε το «Open Kitchen» και στη συνέχεια διάφορα άλλα μαγαζιά στην περιοχή του Σάρλοτ, με πιο πρόσφατο, το αμιγώς ελληνικό «Estia’s Kouzina» στο Μπελμόντ. Το μότο της επιχείρησης είναι «Authentic – Greek – Modern» (Αυθεντικό- Ελληνικό Μοντέρνο) και υπάρχει μόνο ένα ιταλικό πιάτο στο μαγαζί, η μακαρονάδα μπολονέζ, όλα τα υπόλοιπα είναι ελληνικά.
Επίσης ο Άγγελος Καλτσούνης και ο Στράτος Λάμπος επεκτείνουν την αλυσίδα εστιατορίων τους, «Xenia Hospitality». Ετοιμάζουν παράλληλα και το «Ilios Crafted Greek», στη συμβολή των οδών Summit και Church, το οποίο και προβλέπεται να ανοίξει στα τέλη του Δεκέμβρη.
Το μενού του νέου τους εστιατορίου θα είναι αποκλειστικά ελληνικό. Θα υπάρχουν παραδοσιακές συνταγές από Ελλάδα και Κύπρο, ενώ οι πελάτες θα μπορούν να απολαύσουν και παραλλαγές γνωστών φαγητών, όπως η σπανακόπιτα.
Όταν άνοιξαν το «Ilios Noche» το 2003, έκαναν μία μίξη ελληνικής με ιταλικής κουζίνας για λόγους πρακτικής, λέει ο Καλτσούνης. «Οι πελάτες ζητούσαν μακαρονάδες και έτσι τις κρατήσαμε στο μενού για να μπορούμε να συντηρούμαστε. Τώρα ήρθε η ώρα για κάτι πιο ελληνικό».
Τα γούστα στο φαγητό αλλάζουν, δηλώνει στην εφημερίδα. Το Σάρλοτ είναι μια πολυπολιτισμική πόλη και οι κάτοικοί του έχουν διαφορετικές καταβολές, αλλά η ανάγκη για καλό φαγητό παραμένει η ίδια σε όλους.
«Νομίζω πως η αγορά είναι έτοιμη» λέει ο Καλτσούνης, «Ηρθε η ώρα της ελληνικής κουζίνας να αναδειχθεί. Αρκετά περιμέναμε».
ΠΗΓΗ: ekirikas.com