Του π. Ηλία Μάκου
Δεν είναι γνωστοί στον κόσμο, είναι πασίγνωστοι στο Θεό…
Πρόκειται για έξι Μάρτυρες: Σάκτος διάκονος, Αλέξανδρος ιατρός, Ατταλός, Βλανδίνα, Ματούρος, Ποντικός (ήταν σε παιδική ηλικία), που η Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 25 Ιουλίου.
Υπάρχουν πολλοί δρόμοι σωτηρίας των ανθρώπων. Η κακοπάθεια είναι ένας από αυτούς, που κατά τους πατέρες, τελειοποιεί την πίστη.
Οι έξι Μάρτυρες. που μαρτύρησαν μαζί στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Μάρκου Αντωνίνου, βασανίστηκαν σκληρά.
Και όμως αυτoί απολάμβαναν μεγάλη ωφέλεια και χαρά, γιατί ένιωθε κατάνυξη η ψυχή τους, αναπτερώνονταν ο θείος έρωτάς τους και απομακρύνονταν από το ζοφερό φρόνημα του κόσμου.
Έβλεπαν τον Παράδεισο του Θεού μέσα τους να στολίζεται ποικιλότροπα με τους καρπούς της ψυχής.
Και ας τους πλήγωναν τη σάρκα με κοφτερά μαχαίρια και πυρακτωμένα σίδερα, με χτυπήματα και μαστιγώματα. Ας τους έριχναν βορρά στα άγρια θηρία.
Εκείνοι με δοξολογία και ευχαριστία συμμετείχαν στα παθήματα για το Χριστό, αντέχοντας με γενναιότητα τον πόνο.
Τελικά, όχι μόνο τους απαγχόνισαν οι διώκτες τους, αλλά ήταν τέτοια η μανία εναντίον τους, που θέλησαν να τους εκδικηθούν και μετά το θάνατό τους.
Αφού με ακόντια κατατρύπησαν τα σώματά τους τα έριξαν στη φωτιά και ό,τι απέμεινε στο Ροδανό ποταμό.
Απέδειξαν οι έξι Μάρτυρες ότι ήταν ευρύς ο ορίζοντάς τους. Δεν σταματούσε στα πρόσκαιρα και φθαρτά. Έβλεπαν πολύ μακριά. Η εκτίμησή τους προς τα επίγεια ήταν ανάλογη προς τις συνέπειες, που πρόκειται να έχουν στην αιωνιότητα.
Η υπομονή τους στην οποιαδήποτε δυσκολία, οι ενάρετες αποφάσεις τους, η εγκαρτέρηση, η ανωτερότητα στα ελατήρια και τις ενέργειες, η χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων, και όχι η κοσμική και η υλόφρονη, ήταν τα όπλα τους για να έχουν καθαρά και ευώδη, όχι μόνο το σώμα τους, αλλά και την καρδιά και τους πόθους και τις σκέψεις τους.
Και δεν υπήρχαν γλυκύτερες στιγμές στη ζωή τους, από εκείνες, που ενώ φαινόταν μαρτυρικές, ο Θεός τους προσέφερε τη γεύση της αφειδώλευτης, της απεριόριστης αγάπης Του.
Ζούσαν τις μέρες τους πάνω στη γη μ’ ένα διαφορετικό τρόπο, γιατί όλο και πλησίαζαν το Θεό, όπως ένα μικρό παιδί, ο άγιος Ποντικός ήταν παιδάκι, πλησιάζει τον πατέρα του.
Και δεν ήταν πληγωμένη η καρδιά τους, γιατί ήξερε πως η χάρη του Πατέρα έχει τη δύναμη να κάνει τη θλίψη να συμβαδίζει με την αρετή, ώστε να μην είναι κατάρα, αλλά ευλογία.
Ήταν εφοδιασμένοι με την άγκυρα της πίστης, μέσω της οποίας αντίκρυζαν με διαφορετικό μάτι την πραγματικότητα.
Κατέκτησαν την αγιότητα, γιατί ήταν απελευθερωμένοι από τα στερεότυπα του κόσμου, τις εμμονικές προκαταλήψεις και τις αμαρτωλές συμβατικότητες.
Επέτυχαν κάτι πολύ σπουδαίο: Διαμόρφωσαν “νου Χριστού”, όπου στέριωσαν την πνευματική λογική τους, η οποία δεν κυριαρχούνταν από τα γήινα, αλλά από τα επουράνια.
Έζησαν μέσα στην ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα της πνευματικής ζωής, αποφεύγοντας κάθε μολυσμό.
Δεν έσκισαν το ένδυμα της αγνότητας. Δεν μόλυναν το χιτώνα της ψυχής. Δεν συνέτριψαν το κατοικητήριο του Θεού εντός τους. Δεν έριξαν λάσπη στον ψυχικό μαργαρίτη. Δεν μόλυναν τον ανθρώπινο ναό τους.
Εμείς, οι οποίοι θεωρούμαστε πιστοί, είναι ανάγκη να ζούμε με συνέπεια στην πίστη μας, ώστε αξίως να γευθούμε τους εύχυμους καρπούς της.