Του π. Ηλία Μάκου
Σε ηλικία 71 ετών εκοιμήθη ένας υποδειγματικός κληρικός, ο πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Λ. Βασιλείου, προϊστάμενος του ιερού ναού Αγίου Νικολάου Σιατίστης.
Στα 40 περίπου χρόνια ιεροσύνης του (χειροτονήθηκε το 1982 από τον μακαριστό Αντώνιο, στα ίχνη του οποίου βάδισε), με την αφοσιωμένη πρεσβυτέρα Σταυρούλα σταθερά και με συνέπεια δίπλα του, στα εύκολα και στα δύσκολα, με την οποία απέκτησε επτά τέκνα, ήταν πλούσια και ευεργετική η δράση του σε πολλούς τομείς (κατηχητικά, εκδηλώσεις, ενοριακή βιβλιοθήκη, εκδρομές, ραδιοφωνικός σταθμός, έργα κ. ά).
Ωστόσο, εκεί, που ξεχώρισε ήταν η ελεημοσύνη.
Αρκεί να αναφερθεί ότι όχι μόνο πρόσφερε τρόφιμα, κρέατα και φρούτα σε αναγκεμένες οικογένειες, όχι μόνο βοηθούσε οικονομικά φτωχούς, και από το υστέρημά του ακόμη, αλλά πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει και “Δανεσιτικό Ταμείο”, απ’ όπου δίνονταν χρήματα στους ενορίτες, που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, και τα επέστρεφαν όταν και αν μπορούσαν!
Όσο περισσότερη ήταν η ανάγκη, τόσο ταχύτερη ήταν και η ανταπόκριση της αγάπης του.
Δεν περίμενε μόνο να έρθει ο συνάνθρωπός του και να του χτυπήσει την πόρτα και να του ζητήσει στήριξη.
Αλλά και εκείνος πρώτος, ο σεμνός κληρικός, τον αναζητούσε και ανακάλυπτε τον ταπεινωμένο.
Γιατί ήξερε ότι υπάρχουν πληγές, που δεν φαίνονται, που αυτός, ο οποίος τις έχει διστάζει, ντρέπεται να τις δείξει.
Και ο καλός παπούλης με τη μεγάλη φαμίλια, έτρεχε καταπάνω του για να του δώσει ανάπαυση, να τον βγάλει από την τραγική κατάσταση.
Εκδήλωνε ολοκληρωμένα και άφοβα την αγάπη του, που ήταν πηγαία, έντονη και εξαντλούσε κάθε δυνατότητα.
Μεταχειριζόταν ότι μέσα είχε στη διάθεσή του για το καλό και έτσι η προσφορά του δεν ήταν μπάλωμα, αλλά πραγματική δημιουργία.
Επειδή ήταν αληθινός, γινόταν και δυνατός. Αψηφούσε τα εμπόδια και προχωρούσε με οδηγό και βοηθό το Θεό.
Δεν μετρούσε τους ανθρώπους και τη ζωή τους με τα μικρά μέτρα της ύλης, αλλά με τα μεγάλα μέτρα της καρδιάς.
Δεν τους έβλεπε ως ασήμαντες μονάδες μέσα στο γήινο χρόνο, αλλά ως σημαντικά πρόσωπα μέσα στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό συνεχώς τους προστάτευε και τους καθοδηγούσε.
Κάθε στιγμή, κάθε γεγονός της ζωής του, κάθε πράξη του, κάθε λόγος του, είχε τη βαρύτητά του.
Έκανε δική του τη λύτρωση και λύτρωνε και άλλους με την ομολογιακή πίστη του, με τη θέλησή του, τον αγώνα του, την ελευθερία της ψυχής του μέσα στο χωροχρόνο του προσωρινού βίου.
Γι’ αυτό είχε αρχή η ύπαρξή του, αλλά δεν έχει τέρμα, παρά το θάνατό του. Η πνευματικότητά του είναι ένα αδιάκοπο παρόν. Ένα γεγονός, που δεν περιορίζεται από καμία διάσταση. Είναι μια συνεχής ανατολή.
Ένα φως η ιερατική του διακονία, που ξεπηδούσε από μέσα του και φαινόταν στο καθάριο βλέμμα του και στην ολόδροση αναπνοή του.
Όλα πάνω του είχαν νόημα… Όλα πάνω του εξακολουθούν να έχουν νόημα…
Όλα πάνω του μιλούσαν για το Θεό… Όλα πάνω του εξακολουθούν να μιλάνε για το Θεό…
Όλα πάνω του έψαλλαν τον αρμονικό ύμνο της αγάπης στον υπερύμνητο Χριστό… Όλα πάνω του εξακολουθούν να ψάλουν τον αρμονικό ύμνο της αγάπης στον υπερύμνητο Χριστό.
Έφτασε όχι στο τέλος, αλλά στο “πλήρωμα”…