Του π. Ηλία Μάκου
Συμπληρώθηκαν 85 χρόνια από τότε, 12 Απριλίου του 1937, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε την Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Αλβανίας.
Και η ημέρα αυτή, έκτοτε, παρότι οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών διήλθαν δια πυρός και σιδήρου, είναι ιστορική για τους Ορθόδοξους της γειτονικής χώρας.
Ο τότε πατριάρχης Βενιαμίν και η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και ο νέος Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Χριστοφόρος υπέγραψαν τον Πατριαρχικό Τόμο για την αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Είχαν προηγηθεί διασπαστικές κινήσεις, με στόχο τον έλεγχο της Εκκλησίας από την κρατική εξουσία του τότε βασιλιά Ζιώγου.
Όμως και τα χρόνια, που ακολούθησαν της Αυτοκεφαλίας ήταν δύσκολα, καθώς το αθεϊστικό καθεστώς του Χότζα, μετά το τέλος του πολέμου, είχε ανέλθει στην εξουσία και από την πρώτη στιγμή στράφηκε κατά της Εκκλησίας, φυλακίζοντας τον Χριστοφόρο, ο οποίος και πέθανε στη φυλακή.
Με διάταγμα του 1949 κρατικοποιήθηκε όλη η περιουσία της Εκκλησίας.
Το ίδιο έτος το καθεστώς αναγόρευεσε Αρχιεπίσκοπο Τιράνων τον μέχρι τότε Επίσκοπο Κορυτσάς Παΐσιο Βοντίτσα, που προχώρησε σε χειροτονίες.
Η νέα Σύνοδος, που θεωρήθηκε αντικανονική, διέκοψε κάθε επαφή με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Το 1966 εκοιμήθη ο Παΐσιος και νέος Αρχιεπίσκοπος αναγορεύτηκε ο από Αργυροκάστρου Δαμιανός.
Το 1967, κατά το Ε΄ Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος διακηρύχτηκε ότι η Αλβανία είναι «το πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο».
Απαγορεύτηκε κάθε εκδήλωση λατρείας και ακολούθησαν αποσχηματισμός των ιερέων, διωγμοί, μετατροπή των ναών σε κέντρα πολιτιστικά ή σε αποθήκες και κορυφώθηκε η αντιθρησκευτική προπαγάνδα.
Όμως, η πίστη, δεν έσβησε. Σφίχτηκε η καρδιά των Ορθοδόξων της Αλβανίας, αλλά δεν τα έχασαν. Δεν απελπίστηκαν.
Έκαναν τον Χριστό ακαταμάχητο προστάτη τους και ασάλευτο βράχο τους. Πάνω του θεμελίωσαν ολόκληρη τη ζωή τους.
Και τη στιγμή, που μανιασμένα τα κύματα τους χτυπούσαν και απειλούσαν να τους καταποντίσουν στο βυθό της απελπισίας, άρπαξαν σαν σωσίβιο το στοργικό χέρι του Θεού.
Το μαραμένο άνθος της ψυχής τους, όταν ύψωναν τη σκέψη τους στο Θεό, ανυψωνόταν.
Ζωογονούνταν από τη δροσιά του ουρανού και τις ακτίνες του Ήλιου της Δικαιοσύνης.
Και όταν το μαρξιστικό καθεστώς κατέπεσε, τον Ιανουάριο του 1991 το Οικουμενικό Πατριαρχείο όρισε τον Επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο Πατριαρχικό Έξαρχο, με σκοπό να φροντίσει για την ανασυγκρότηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας και τον επανεαυγγελισμό των Ορθοδόξων.
Στις 24 Ιουνίου 1992 η Πατριαρχική Σύνοδος εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και Πάσης Αλβανίας τον Αναστάσιο.
Από τότε ξεκίνησε η αναγεννητική πορεία, που κατέληξε σ’ ένα θαύμα.
Κατάφερε η Ορθοδοξία όχι μόνο να ξεπηδήσει μέσα από τα ερείπια, αλλά και να θριαμβεύσει.
Ο Αλβανίας Αναστάσιος με πολλή αγάπη, με πολλή υπομονή, με πολλή καρτερία, με πολλή προσευχή, με πνεύμα συνεργασίας και ενότητας, και παρά την αντίδραση ακραίων κύκλων, κατόρθωσε με δύναμη την ελπίδα στο Θεό, να επιχειρήσει και να ζήσει την ανάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Συντελεί καθοριστικά στο να αποκαλυφθεί σ΄ όλο το μεγαλείο του ο κόσμος του Θεού.
Ἐνας κόσμος, που δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της κοντόθωρης ανθρώπινης λογικής, αλλά ξανοίγεται στο φως της πίστης.
Και η “λογική” της πίστης δείχνει, πως την πορεία της ιστορίας δεν την κανονίζει και δεν την καθορίζει κανένας τύραννος, αλλά μόνο ο Θεός.