Του π. Ηλία Μάκου
Δύο Ηπειρώτες, ο Γιώργος Μακρίδης και ο Δημήτρης Ξαξίρης, έψαλαν, την Παρασκευή 15 Απριλίου, με παραδοσιακό τρόπο, όπως κάνουν κάθε χρόνο, τα κάλαντα του Λαζάρου.
Με επιμονή αναβιώνουν το έθιμο επί πολλά χρόνια, με σκοπό να μη σβήσουν τα ίχνη των στοιχείων, που μας κρατάνε δεμένους με τις ρίζες μας και μας ανατροφοδοτούν.
Ντυμένοι με ντόπιες φορεσιές, κρατώντας στα χέρια ένα στολισμένο καλάθι με λουλούδια και δάφνες, αλλά και κουδούνια, τα είπαν τόσο στον περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέκο Καχριμάνη, όσο και στο δήμαρχο Ιωαννιτών Μωυσή Ελισάφ, ο οποίος τους περίμενε στην είσοδο του Δημαρχείου.
Και διαλάλησαν, μέσα από το “λαζοτράγουδο” ότι η ανάσταση του Λαζάρου, που συμβαδίζει με την ανάσταση της φύσης, είναι σύμβολο και προμήνυμα και της ανάστασης όλων μας.
Αλλά και μας θύμισαν ότι τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου είναι ο πνεύμονάς του. Είναι ένα ψυχικό βίωμα, που ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι απαραίτητο ως μια ηθική αναβάπτιση και ως μια επιστροφή στις ρίζες μας.
Την παραμονή της γιορτής, τα παιδιά, τα παλαιά χρόνια στην Ήπειρο, στόλιζαν το καλαθάκι, με λουλούδια, που μάζευαν στα χωράφια.
Ανήμερα γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας τον Λάζαρο, παίρνοντας, σαν απολαβή, χρήματα, αυγά ή ό,τι άλλο είχαν.
Μάλιστα, επειδή η περιοχή ήταν κυρίως κτηνοτροφική, λέγοντας τα κάλαντα, χτυπούσαν και κουδούνια και συνήθως μεγαλοκουδούνια.
Τα αυγά, που μάζευαν τα παιδιά, την ημέρα του Λαζάρου, βάφονταν την Μεγάλη Πέμπτη κόκκινα και δίνονταν, προς ένδειξη φιλοξενίας, σε επισκέπτες του σπιτιού.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες, σε κάποιες περιοχές της Ηπείρου, ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια».
Και έλεγαν: «Λάζαρο αν δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις».
Όσο δύσκολη και αν είναι η τωρινή περίοδος, οι παραδόσεις του τόπου μας, όταν μας αγγίζουν εσωτερικά, μας θωρακίζουν, γιατί ενισχύουν την ανθρωπιστική και την πολιτιστική μας ταυτότητα.
Και να μην ξεχνάμε ότι η ζωή μας θα ήταν ένα συνεχές πένθος κι ένα συνεχές σκοτάδι, αν δεν υπήρχε η ελπίδα της ανάστασης.
Να μη φοβόμαστε το δάκρυ και τον στεναγμό, που είναι καρπός της μυστικής πάλης με τον κατώτερο εαυτό μας.
Πρέπει να αφήνουμε την ψυχή μας με ταπείνωση ανοικτή στο ασύλληπτοι μυστήριο της ανάστασης, για να μπορέσει να απαλλαγεί οπωσδήποτε από την πλάνη, που καλλιεργούν γύρω μας οι δουλωμένοι στα πάθη, ότι τάχα αληθινό είναι μονάχα, αυτό, που βλέπουμε.