Του π. Ηλία Μάκου
Κάποτε είχαμε εκφράσει την άποψη σε σεβαστό εκκλησιαστικό πρόσωπο ότι θα ήταν ποιμαντικά καλό, αλλά και πρακτικά αποδοτικό, οι ίδιοι ιερείς να μην παραμένουν ως εφημέριοι στην ίδια ενορία για πάρα πολλά χρόνια, γιατί κάποια στιγμή τα πράγματα, ούτως ή άλλως, οδηγούνται σε τέλμα και δίνεται η εντύπωση ότι νέμονται ή καταχρώνται εξουσία.
Τον είδαμε αρχικά πολύ επιφυλακτικό και μάλλον φάνηκε να αντιδρά. Αφού του αναπτύξαμε το σκεπτικό μας με περίσκεψη μας είπε στο τέλος: ” Ενδεχομένως, να έχεις και δίκαιο”.
Καθαρά προσωπική άποψη, διατηρώντας το δικαίωμα της γνώμης μας, εκφράζουμε, που πιστεύουμε ότι έχει εκκλησιολογικές βάσεις, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και ορθή, ούτε ζητάμε από κανέναν να την αποδεχτεί, απλά την καταγράφουμε.
Οι κληρικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι με την κλασική και κλειστή έννοια του όρου, αλλά λειτουργοί, που εκπληρώνουν πνευματικές υποχρεώσεις.
Ο υφιστάμενος καταστατικός χάρτης, αλλά και ο ισχύων κανονισμός περί εφημερίων και διακόνων προβλέπει τη μονιμότητα της ενοριακής θέσης, εκτός από τις ρητώς προβλεπόμενες νόμιμες ή κανονικές εξαιρέσεις.
Δεν δίνεται η δυνατότητα μετάθεσης ιερέων σε άλλη ενορία αν έχουν συμπληρώσει πενταετία στην οργανική θέση, εφόσον δεν το επιθυμούν οι ίδιοι, εκτός αν παραιτηθούν από την ενορία και διοριστούν αλλού ή προκύψουν διαδικασίες πειθαρχικές ή άλλες, αλλά χρειάζεται τελεσίδικη απόφαση συνοδικών δικαστηρίων, ή – σε μη πειθαρχικές υποθέσεις- έγκριση της Ιεράς Συνόδου.
Μόνο η απόσπαση προβλέπεται και όχι πέρα του τριμήνου, αλλά μπορεί να είναι επαναλαμβανόμενη.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το στελεχιακό δυναμικό της Εκκλησίας, που σκοπός του είναι να καλλιεργεί το φρόνημα των Αγίων στο σώμα της Εκκλησίας, όπου όλοι μοιράζονται από κοινού την πίστη, και να συμβάλλει στην αρμονία του σωματοψυχικού οργανισμού με τον πνευματικό προσανατολισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, έχει δημοσιοϋπαλληλική διαχείριση, που συνήθως δεν εμφανίζει εξέλιξη, αλλά παρουσιάζει δυσκαμψία.
Απαιτείται στην εποχή μας ποιμαντική φαντασία και δημιουργική πρόσληψη. Η εκκλησιαστική παρουσία και μαρτυρία, πρέπει να είναι και “κάθετη” και “οριζόντια” , ξεπερνώντας το “βόλεμα” της μονιμότητας και της προσωπικής ασφάλειας.
Η προσφορά στην Εκκλησία δεν είναι εγκλωβισμός, αλλά αξιοποίηση της πιστότητας, της γνώσης και της πείρας με προσφυή τρόπο.
Απαραίτητη, βέβαια, είναι η προϋπόθεση ύπαρξης διασφαλισμένων και έγκριτων μηχανισμών αξιολόγησης προσώπων, συμπεριφορών και πρακτικών και όχι εξυπηρετήσεις ημετέρων και κολάκων.
Εκτιμούμε ότι, αν υποκειμενικά, γιατί αντικειμενική κρίση δεν μπορεί να υπάρξει, θεωρείται σωστός ο ιερέας στα καθήκοντά του, βέβαια το τι είναι σωστό και τι λάθος είναι πολλές φορές δυσδιάκριτο και έχει καθαρά υποκειμενική ερμηνεία, ωστόσο η προσέγγιση γίνεται με βάση την κοινή λογική, ένα κατάλληλο χρονικό διάστημα στην ίδια ενορία, ας αναφέρουμε ενδεικτικά τα 10 χρόνια, που μπορεί να είναι, ανάλογα με τις περιστάσεις και περισσότερα ή και λιγότερα, είναι αρκετό να του δώσει τη δυνατότητα να προσφέρει σημαντικό έργο, το οποίο θα εκτιμηθεί δεόντως από τους ενορίτες.
Από εκεί και μετά και ο ίδιος θα ανακυκλώνεται όσον αφορά τις εμπνεύσεις και τις πρωτοβουλίες του, αλλά και σύννεφα θα αρχίσουν να διαφαίνονται, γιατί οι τριβές στις ανθρώπινες σχέσεις με την πάροδο του χρόνου, όλο και αυξάνονται εκ των πραγμάτων, και δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Εξάλλου το αίσθημα υπεροχής, που καμιά φορά, κυριαρχεί στον ιερέα με την αίσθηση της επιτυχίας, κατά την κρίση τη δική του και ίσως και κάποιας μερίδας του κόσμου, γιατί η κρίση του Θεού βασίζεται σε διαφορετικά κριτήρια, σε συνδυασμό με την βεβαιότητα της θέσης, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε εκτροπές και παρεκτροπές κάθε είδους.
Επί πλέον η μετακίνησή του σε άλλη ενορία θα είναι μια ευκαιρία να ωφελήσει με την αξιοσύνη του και άλλο ποίμνιο.
Αν από την άλλη ο ιερέας, που δεν δεν μπορεί , υποθετικά πάντα μιλάμε, να προσαρμοστεί στις ανάγκες και στις απαιτήσεις του ποιμνίου του. και δυσφορία θα εισπράττει και ” μουρμούρες” θα ακούει και ψυχολογικά πιεσμένος θα νιώθει, με αποτέλεσμα να μην αντιδρά πάντα ψύχραιμα και ενσυνείδητα και έτσι να διαταράσσεται ο δεσμός- σύνδεσμος ποιμένα- ποιμαινόμενου, που οφείλει να είναι πάντα αρμονικός.
Μα θα αναρωτηθεί κανείς ότι στη νέα ενορία δεν θα αναδυθούν τα ίδια ζητήματα, όπως στην προηγούμενη, αφού ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη;
Υφίσταται αυτή η περίπτωση, ωστόσο θα είναι διαφορετικά τα δεδομένα, διαφορετικές οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις και το κυριότερο ο κληρικός θα έχει την εμπειρία της προηγούμενης εξέλιξης της κατάστασης και είναι πολύ πιθανό τα παθήματα να του γίνουν μαθήματα και η ίδια η ζωή να τον κάνει πιο προσεκτικό.
Ο ιερέας, στη σύγχρονη κοινωνία, με τις τόσες αναταράξεις και ανακατατάξεις, δεν είναι μόνο διεκπεραιωτής τυπικών ζητημάτων, στάσιμος και διασφαλισμένος σε μια “θεσούλα”, αλλά οφείλει πάντα να είναι διαθέσιμος και ικανός να βοηθάει στο να ξεδιαλυνθεί και να αποσαφηνιστεί το ομιχλώδες τοπίο της ψυχής, με μια, σε βάθος και ολοκληρωμένη χαρτογράφηση της ψυχοκρηπίδας (κατά το υφαλοκρηπίδα) του κάθε ανθρώπου.
Χρειάζεται ανανέωση, μέσα πάντα στο πλαίσιο της πιστότητας της παράδοσης , την οποία διασφαλίζει η ισορροπημένη σχέση κλήρου και λαού.
Μιλάμε για ανανέωση όχι επιφανειακή και τυπική, όχι ανανέωση λόγων και φιλοφρονήσεων.
Αλλά για μια ανανέωση βαθιά και εσωτερική, πνευματική, ουσιαστική, ψυχών, καρδιών ανανέωση, ώστε οι πολλοί να παρουσιάζονται με μια μια θέληση πίστης.
Το θέλει ο Θεός, να το θελήσουμε και οι Χριστιανοί. Να θελήσουμε οι Χριστιανοί να βάλουμε κάτω τους εγωισμούς μας, τις αρχομανίες μας και τα πείσματά μας. Και να είμαστε όχι εξυπηρετούμενοι, αλλά διαρκώς αγωνιστές και εξυπηρετητές.
Ο ιερέας, δεν είναι μόνο διεκπεραιωτής τυπικών ζητημάτων, αλλά οφείλει πάντοτε να είναι διαθέσιμος και ικανός να βοηθήσει, πέρα από οποιαδήποτε ατομική διασφάλιση, στο ξεδιάλυμα και στην αποσαφήνιση του ομιχλώδες τοπίου της ψυχής των πιστών, με μια, σε βάθος και ολοκληρωμένη χαρτογράφηση της ψυχοκρηπίδας (κατά το υφαλοκρηπίδα) της ψυχής του κάθε ανθρώπου.