Του π. Ηλία Μάκου
Η γνωστή λαϊκή τραγουδίστρια της Αλβανίας Ντρίτα Παπαγιάννη, που ήταν ακλόνητα πιστή και κατά τα σκληρά χρόνια της αθεΐας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών.
Από το 1991 και μετά, που επανήλθε η θρησκευτική ελευθερία, υπήρξε ενεργό μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας και δραστηριοποιήθηκε δυναμικά και δημιουργικά, συμβάλλοντας στην ανασύστασή της από τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο.
Τα τρία τελευταία χρόνια είχε βρει καταφυγή και θαλπωρή και στοργή και φροντίδα στο γηροκομείο “Οικογένεια Αγάπης – Η Θεοτόκος”, που λειτουργεί η Εκκλησία της Αλβανίας στα Τίρανα.
Ήταν διάσημη από τη δεκαετία του 1960, όταν την ανακάλυψε ο μεγάλος συνθέτης Παουλίν Παλί από τη Σκόδρα και αναδείχθηκε στο τραγούδι, ανάμεσα στις καλύτερες αλβανικές φωνές, με ευρεία απήχηση στο κοινό, ενώ υπήρξε για πολλά χρόνια μέλος του Εθνικού Συνόλου Λαϊκών Τραγουδιών και Χορών της Αλβανίας.
Ό,τι και αν επέτυχε, όμως, ως καλλιτέχνης, τα Ορθόδοξα βιώματά της, που τα έσπειρε και τα καλλιέργησε ο ιερέας πατέρας της Μάρκος Πασπαγιάννης και η ευσεβής μητέρα της, ήταν αυτά, που όχι μόνο την ενδυνάμωναν, αλλά και της είχαν διαμορφώσει το χριστιανικό ήθος της προσωπικότητάς της, πάνω στο οποίο βασίστηκε και μεγαλούργησε.
Δεν ματαιοπονούσε. Ήξερε ότι τα χειροκροτήματα του κόσμου δεν αρκούσαν να της δώσουν την εσωτερική χαρά, που έψαχνε. Ήταν πάντοτε προσγειωμένη και σεμνή.
Αυτή τη χαρά, όμως, την γευόταν όλο και περισσότερο στον ανήφορο της αρετής.
Και σαν κατόρθωσε να πατήσει την κορυφή, που λέγεται εσωτερική αναγέννηση, κατάλαβε τι θα πει η διαβεβαίωση του Κυρίου “τη χαρά σας δεν θα μπορεί κανείς πια να σας την αφαιρέσει, αλλά θα είναι παντοτινή και διαρκής”.
Από την πρώτη στιγμή, που ξαναλειτούργησαν οι εκκλησιές της γειτονικής χώρας, συμμετείχε στην μεικτή χορωδία του ναού “Ευαγγελισμού της Θεοτόκου” Τιράνων” και στη συνέχεια του καθεδρικού ναού “Ανάσταση”.
Ως στέλεχος της Ένωσης Ορθοδόξων Γυναικών Τιράνων συνέβαλε σε πολλές ανθρωπιστική δράσεις για την ανακούφιση πονεμένων και φτωχών συνανθρώπων.
Δεν την παρέσυραν η φιγούρα και το χρήμα και δεν ξεστράτισε από το στενό μονοπάτι της πίστης και δεν μπλέχτηκε σε δρομάκια, που στο τέλος δίνουν πίκρα και θρήνο.
Έτσι τη ζωή της κατάφερε και τη χάρηκε, αγνοώντας τις εξωτερικές συνθήκες και δεν αισθάνθηκε με καμένα και με κομμένα τα φτερά.
Ευγνωμονούσε το Θεό η ταπεινή και ευγενική καρδιά της. Και αυτή η ευγνωμοσύνη της ήταν το πιστωτικό κεφάλαιο, που κατέθετε, έναντι τους χρέους της για τις ευεργεσίες του Θεού στη ζωή της.
Είχε ευχάριστη και προσευχητική διάθεση διαρκώς και έβγαινε, μέχρι, που έκλεισε τα μάτια της και ταξίδεψε από τη γη στον ουρανό, τόσο όμορφο τος φως από τον καθρέφτη της ψυχής της και αντανακλούσε και στους άλλους η βαθιά ευτυχία της.