You are currently viewing Εὐγνώμων Μνεία

Εὐγνώμων Μνεία

  • Reading time:2 mins read

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ ΝΕ­ΑΣ ΣΜΥΡ­ΝΗΣ ΣΥ­ΜΕ­ΩΝ

Ἀ­πο­τε­λεῖ χρέ­ος μας κα­τά τήν ἀ­πο­στο­λι­κή προ­τρο­πή (Ἑ­βρ. 13,7) νά «μνη­μο­νεύ­ου­με» ἐ­κεί­νους πού προ­η­γή­θη­καν ἀ­πό μᾶς· πού μᾶς με­τέ­δω­σαν τόν ζων­τα­νό λό­γο τοῦ Θε­οῦ· πού μᾶς ἐ­νέ­πνευ­σαν διά τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος τῆς συ­νε­ποῦς χρι­στι­α­νι­κῆς τους ζω­ῆς· πού μᾶς εὐ­ερ­γέ­τη­σαν μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τρό­πο· πού συ­νείρ­γη­σαν κατ᾽ ἄν­θρω­πον στήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δι­α­κο­νί­ας ἡμῶν τῶν ἱερωμένων. Καί γιά μέ­να ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­δρας ὑ­πῆρ­ξε ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς Καλ­λί­νι­κος (+29 Φε­βρου­α­ρί­ου 2020).

Γιά τόν ἐ­κλι­πόν­τα Ἱ­ε­ράρ­χη ἐ­λέ­χθη­σαν καί ἐ­γρά­φη­σαν πολ­λά. Καί εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι θά γρα­φοῦν καί πολ­λά ἄλ­λα. Οἱ γραμ­μές πού ἀ­κο­λου­θοῦν μέ ἀ­φορ­μή τή συμ­πλή­ρω­ση σα­ράν­τα ἡ­με­ρῶν ἀ­πό τήν εἰς Κύ­ριον ἐκ­δη­μί­α του δι­ερ­μη­νεύ­ουν τά αἰ­σθή­μα­τα εὐ­γνω­μο­σύ­νης καί τι­μῆς τοῦ γρά­φον­τος πρός τόν κε­κοι­μη­μέ­νο πο­λιό Ἐ­πί­σκο­πο.

* * *

Τόν πρω­το­εῖ­δα πε­ρί τά μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ᾽60, φοι­τη­τής τῆς θε­ο­λο­γί­ας τό­τε καί κα­τη­χη­τής τοῦ Κα­τω­τέ­ρου Κα­τη­χη­τι­κοῦ Σχο­λεί­ου στήν Ἐ­νο­ρί­α τοῦ Προ­φή­του Ἠ­λί­α Παγ­κρα­τί­ου. Ἐ­κεῖ­νος νέ­ος κλη­ρι­κός, ἐ­φη­μέ­ριος καί ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ τοῦ Να­οῦ. Κα­τά τίς φοι­τη­τι­κές ἀ­να­στρο­φές καί συ­ζη­τή­σεις μας, τό­τε, εἶ­χα ἀ­κού­σει γιά τήν προ­σπά­θεια πού εἶ­χε ἐ­πι­χει­ρή­σει νά συγ­κρο­τή­σει μί­α νέ­α μο­να­στι­κή ἀ­δελ­φό­τη­τα στά Με­τέ­ω­ρα, ἡ ὁ­ποί­α δέν τε­λε­σφό­ρη­σε, καί γιά τήν ποι­μαν­τι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τές του στό Παγ­κρά­τι με­τά τήν κά­θο­δό του στήν Ἀ­θή­να. Τό­τε συ­νάν­τη­σα καί μιά-δυ­ό φο­ρές τόν δι­ά­κο­νο (τό­τε) Χρι­στό­δου­λο Πα­ρα­σκευ­α­ΐ­δη, πού ἀ­να­πλή­ρω­νε ἑ­νί­ο­τε τόν π. Καλ­λί­νι­κο στό Ἀ­νώ­τε­ρο Κα­τη­χη­τι­κό Σχο­λεῖο τοῦ Προ­φή­του Ἠ­λί­α, νά πε­ρι­μέ­νει ἔ­ξω ἀ­πό τήν αἴ­θου­σα τήν ἔ­λευ­ση τῶν μεγάλων παι­δι­ῶν. Ὀ­πτι­κά μοῦ ἦ­ταν γνω­στός ἀ­πό τή συν­δι­δα­σκα­λί­α τοῦ μα­θή­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή —ἐκ­εῖ­νος με­γα­λύ­τε­ρος κα­τά ἕ­να ἔ­τος (φυ­σι­κά, πτυ­χι­οῦ­χος ἤ­δη τῆς Νο­μι­κῆς Σχο­λῆς). Μιά ἄλ­λη φο­ρά πού τούς εἶ­δα ἦ­ταν στόν αὔ­λει­ο χῶ­ρο τοῦ κεν­τρι­κοῦ κτη­ρί­ου τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, ὅ­ταν ὁ π. Καλ­λί­νι­κος συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πό τόν π. Χρι­στό­δου­λο εἶ­χαν ἔρ­θει γιά κά­ποι­α ἐ­ξέ­τα­ση μα­θή­μα­τος, κα­θώς εἶ­χα ἀ­κού­σει. Ποῦ νά φαν­τα­ζό­μουν τό­τε ὅ­λα ὅ­σα ἀ­κο­λού­θη­σαν με­τά ἀ­πό πολ­λά χρό­νια.­..

* * *

Κλη­ρι­κός πλέ­ον καί Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, με­τα­τέ­θη­κα τό 1979 στήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Νέ­ας Σμύρ­νης. Τό­τε ἦ­ταν πού γνω­ρί­στη­κα κα­λύ­τε­ρα μέ τούς Μη­τρο­πο­λί­τες Δη­μη­τριά­δος Χρι­στό­δου­λο, Κα­λα­βρύ­των Ἀμ­βρό­σιο, κα­θώς καί μέ τόν π. Ἰ­γνά­τιο Γε­ωρ­γα­κό­που­λο, ση­με­ρι­νό Μη­τρο­πο­λί­τη Δη­μη­τριά­δος καί τό­τε πρω­το­σύγ­κελ­λο τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Πει­ραι­ῶς. Προ­σκλή­θη­κα τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη με­ρι­κές φο­ρές ὡς ὁ­μι­λη­τής στούς φοι­τη­τές στόν Πει­ραι­ᾶ καί σέ Κα­τα­νυ­κτι­κούς Ἑ­σπε­ρι­νούς στό Αἴ­γιο. Ἔ­τσι γνω­ρί­στη­κα κα­λύ­τε­ρα μα­ζί τους καί φυ­σι­κά μέ τόν ἀ­οί­δι­μο Μη­τρο­πο­λί­τη Καλ­λί­νι­κο. Ἀ­πό τό­τε —δέν ξέ­ρω για­τί— ἥλ­κυ­σα τήν ἐ­κτί­μη­ση καί τή στορ­γι­κή ἀ­γά­πη του. Ἐ­πι­θυ­μί­α του ἦ­ταν νά γί­νω ἐ­πί­σκο­πος, πράγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­δί­ω­ξε μέ σθέ­νος με­τά τήν ἀ­νάρ­ρη­ση στόν ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου. Δέν ἐ­πε­τεύ­χθη κατ᾽ ἀρ­χήν γιά τή Μη­τρό­πο­λη Κο­ζά­νης. Τόν Μάρ­τιο τοῦ 2001, ἐ­κοι­μή­θη ὁ μα­κα­ρι­στός Μη­τρο­πο­λί­της Νέ­ας Σμύρ­νης Ἀ­γα­θάγ­γε­λος. Πολ­λοί, πρω­το­στα­τοῦν­τος τοῦ ἀ­οι­δί­μου γέ­ρον­τος Καλ­λι­νί­κου, ἀ­πέ­βλε­ψαν στό τα­πει­νό μου πρό­σω­πο. Ἀν­τέ­στη στή δι­χο­τό­μη­ση τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως πού ἐ­πε­δί­ω­ξε ὁ μα­κα­ρι­στός Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος, καί ἐ­πέ­μει­νε σθε­να­ρῶς μέ­χρι τέ­λους στήν ὑ­πο­ψη­φι­ό­τη­τά μου γιά τή Μη­τρό­πο­λη Νέ­ας Σμύρ­νης.

Δέν μοῦ ὄ­φει­λε κά­τι τό ἰ­δι­αί­τε­ρο. Δέν εἶ­χα ὑ­πη­ρε­τή­σει κον­τά του. Ἐν τού­τοις ἔ­σπευ­σε μέ τήν ἐ­κλο­γή μου νά ἐκ­δη­λώ­σει πλη­θω­ρι­κά τήν ἀ­γά­πη του. Στο­λές, ἐγ­κόλ­πια, ποι­μαν­το­ρι­κή ρά­βδος, μαν­δύ­ας, δῶ­ρα ὅ­λα τῆς πολ­λῆς ἀ­γά­πης του. Ἴ­σως καί για­τί γνώ­ρι­ζε ὅ­τι δέν εἶ­χα .­..ἀ­γα­θές σχέ­σεις μέ τά ἀ­ναγ­καῖ­α τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς ἀμ­φί­ε­σης.

Ἀ­πό τό­τε δέν ἔ­παυ­σε νά μέ πε­ρι­βάλ­ει μέ ἐ­κτί­μη­ση καί πολ­λή πα­τρι­κή ἀ­γά­πη. Ἄν καί δέν ἀ­νῆ­κα στόν κύ­κλο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν του παι­δι­ῶν, μοῦ ἔ­δει­χνε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Ἐ­κτι­μοῦ­σε τήν κρί­ση μου καί συ­ζη­τοῦ­σε μα­ζί μου μέ ἄ­νε­ση κρί­σι­μα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα. Πο­τέ δέν μοῦ ζή­τη­σε ἐ­πι­τα­κτι­κά κά­τι. Πάν­το­τε μέ ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε μέ εὐ­γέ­νεια καί λε­πτό­τη­τα. Εἶ­χε ἀ­κού­σει, φαί­νε­ται, ἀ­πό κά­ποι­ους πώς ὡς νέ­ος ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πο­τρα­βοῦ­σα τό χέ­ρι μου, ὅ­ταν ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά τό ἀ­σπα­στοῦν. «Νά ἀ­φή­νε­τε, ἅ­γι­ε Νέ­ας Σμύρ­νης, νά ἀ­σπά­ζον­ται οἱ ἄν­θρω­ποι τό χέ­ρι σας», ἦ­ταν ἡ λε­πτή πα­τρι­κή πα­ρα­τή­ρη­σή του.

Ἦ­ταν φυ­σι­κό ὡς ἐκ τού­του νά τρέ­φω κι ἐ­γώ πρός τό σε­πτό πρό­σω­πό του αἰ­σθή­μα­τα εἰ­λι­κρι­νοῦς σε­βα­σμοῦ, βα­θειᾶς τι­μῆς καί πολ­λῆς ἀ­γά­πης. Μέ θε­ω­ροῦ­σε ἀ­νά­στη­μά του, ὅ­πως κι ἐ­γώ στό πρό­σω­πό του ἔ­βλε­πα τόν Ἱ­ε­ράρ­χη ἐ­κεῖ­νο πού ὁ Θε­ός θέ­λη­σε νά διαδραματίσει ση­μαί­νον­τα ρό­λο στήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη μου.

Τά αἰ­σθή­μα­τα αὐ­τά ἐ­ξε­δή­λω­να ὄ­χι μό­νο ὅ­σο βρι­σκό­ταν στήν ἐ­νερ­γό δι­α­κο­νί­α καί ἀ­σκοῦ­σε ἐ­πιρ­ρο­ή στά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά καί με­τά τήν πα­ραί­τη­ση καί τήν ἀ­πο­χώρησή του ἀ­πό τό προ­σκή­νιο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς. Καί ἦ­ταν κά­τι πού, ὅ­πως τό δι­αι­σθα­νό­μουν, τό ἐ­κτι­μοῦ­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα. Τε­λευ­ταί­α μας συ­νάν­τη­ση, μέ πολ­λή καί γό­νι­μη συ­ζή­τη­ση, αὐ­τή τῆς 28ης Ἰ­α­νου­α­ρί­ου στήν Παι­α­νί­α ὅ­που ἐ­φη­σύ­χα­ζε. Ὁ ζων­τα­νός ἐ­πί­λο­γος τῆς ἐ­πί γῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μας…

* * *

Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Καλ­λί­νι­κος ὑ­πῆρ­ξε κο­ρυ­φαί­α ἱ­ε­ραρ­χι­κή μορ­φή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος στήν ἐ­πο­χή μας. Δι­έ­θε­τε πολ­λά καί σπά­νια χα­ρί­σμα­τα. Καλ­λι­έρ­γεια πνευ­μα­τι­κή, κα­τάρ­τι­ση ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή, χά­ρι­σμα λό­γου, συγ­γρα­φι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα, εὔ­στρο­φο νοῦ, πα­ρα­δο­σια­κό ἦ­θος, ἀ­νοι­χτούς ποι­μαν­τι­κούς ὁ­ρί­ζον­τες, ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα καί ζῆ­λο. Ἡ ἱ­ε­ρα­τι­κή του συ­νεί­δη­ση ἦ­ταν δο­μη­μέ­νη μέ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή προ­ο­πτι­κή. Καί δέν με­τα­βλή­θη­κε στά χρό­νια τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς δι­α­κο­νί­ας του. Ἡ μα­θη­τεί­α του σέ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κά πε­ρι­βάλ­λον­τα κα­τά τά νε­α­νι­κά του χρό­νια ὁ­ρι­ο­θέ­τη­σαν τίς ἀν­τι­λή­ψεις του καί προσ­δι­ό­ρι­ζαν τίς ποι­μαν­τι­κές ἐ­­πι­δι­ώ­ξεις του. Τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αὐ­τά ὑ­πῆρ­ξαν ἔκ­δη­λα τό­σο κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ἱ­ε­ρ­α­τι­κῆς δι­α­κο­νί­ας του ὅ­σο —πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο— κα­τά τά ἔ­τη τῆς ἀρχιερατεί­ας του στόν Πει­ραι­ᾶ μέ ἕ­να ἐ­ντυ­πω­σια­κά πο­λυ­σχι­δές ποι­μαν­τι­κό ἔρ­γο.

Ἀ­φή­νον­τας σέ ἄλ­λους πού τόν ἔ­ζη­σαν ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς καί συ­νερ­γά­στη­καν μα­ζί του τήν ἀ­πο­τί­μη­ση τῆς ποι­μαν­τι­κῆς προ­σφο­ρᾶς του ὡς ἐ­πι­σκό­που, θά ἤ­θε­λα νά ἐ­πι­ση­μά­νω δύ­ο ἰ­δι­αί­τε­ρης ση­μα­σί­ας στοι­χεῖ­α τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τός του.

Τό πρῶ­το εἶ­ναι ὁ ὁ­ρα­μα­τι­σμός πού εἶ­χε καί ἡ προ­σπά­θεια πού κα­τέ­βα­λε, ἀρ­χι­κά στά Με­τέ­ω­ρα καί στή συ­νέ­χεια μέ τήν ἵ­δρυ­ση τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Χρυ­σο­πη­γῆς, νά συν­δυά­σει τήν ἄ­σκη­ση τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου καί τήν ποι­μαν­τι­κή ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση. Οἱ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κές Ἀ­δελ­φό­τη­τες τοῦ και­ροῦ του, κον­τά στίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­μα­θή­τευ­σε, συν­δύ­α­ζαν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο-ἄ­γα­μο βί­ο καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση. Ὁ μα­κα­ρι­στός Καλ­λί­νι­κος θέ­λη­σε νά συν­δυά­σει μο­να­χι­κή ζω­ή σέ μο­να­στή­ρι καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή (κη­ρυ­κτι­κή, δι­δα­κτι­κή, ἐ­ξο­μο­λο­γη­τι­κή) δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἡ προ­σπά­θειά του ἀ­πο­τέ­λε­σε μιά ση­μαν­τι­κή στρο­φή γιά τήν ἐ­πο­χή του καί μιά ἀ­πό­πει­ρα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τε­ρης κα­τεύ­θυν­σης μέ­σα στό λε­γό­με­νο χρι­στι­α­νι­κό κί­νη­μα. Πό­σο εὔ­κο­λος εἶ­ναι αὐ­τός ὁ συν­δυα­σμός καί πό­σο ἀ­πέ­δω­σαν οἱ προ­σπά­θει­ες τοῦ ἀ­οι­δί­μου Ἱ­ε­ράρ­χου ὁ χρό­νος θά δεί­ξει καί ἡ ἱ­στο­ρί­α θά τό ἐ­κτι­μή­σει.

Τό δεύ­τε­ρο πού θά ἤ­θε­λα νά ὑ­πο­γραμ­μί­σω εἶ­ναι τό χά­ρι­σμα πού δι­έ­θε­τε ὁ μα­κα­ρι­στός γέ­ρον­τας νά προ­σελ­κύ­ει καί νά ἀ­να­παύ­ει κον­τά του ἄλ­λους καί μά­λι­στα νέ­ους καί τα­λαν­τού­χους ἀν­θρώ­πους. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ξε­χω­ρι­στό χά­ρι­σμα. Δέν τό δί­νει σέ ὅ­λους μας ὁ Θε­ός. Ὁ Καλ­λί­νι­κος τό δι­έ­θε­τε. Εἶ­χε τή δύ­να­μη νά ἐμ­πνέ­ει. Νά ἐν­θου­σιά­ζει. Νά δί­νει ἀ­φει­δώ­λευ­τα ἀ­γά­πη. Νά στη­ρί­ζει χω­ρίς νά κα­τα­πι­έ­ζει. Νά προ­σφέ­ρει ἐν ἐ­λευ­θε­ρί­α δυ­να­τό­τη­τες καί εὐ­και­ρί­ες στούς ἀν­θρώ­πους, πού εἶχαν ἔρθει κον­τά του καί συν­δέ­θη­καν μα­ζί του, νά καλ­λι­ερ­γοῦν καί νά ἀ­ξι­ο­ποι­οῦν τά χα­ρί­σμα­τά τους. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται πῶς ἕ­νας Χρι­στό­δου­λος Πα­ρα­σκευ­α­ΐ­δης, ξε­χω­ρι­στός καί πο­λυ­τά­λαν­τος, ἑλ­κύ­στη­κε ἀ­πό τόν Καλ­λί­νι­κο, συμ­βί­ω­σε μα­ζί του, πα­ρέ­μει­νε κον­τά του καί ἐ­ξε­λί­χθη­κε σέ μιά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα πρώ­του με­γέ­θους. Τό ἴ­διο συ­νέ­βη καί μέ τά ἄλ­λα μέ­λη τῆς Ἀ­δελ­φό­τη­τός του.

Τό χά­ρι­σμά του αὐ­τό λει­τούρ­γη­σε καί στόν Πει­ραι­ᾶ, ὅ­ταν ἀ­νέ­λα­βε τή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς με­γά­λης Μη­τρο­πό­λε­ως τοῦ ἐ­πι­νεί­ου. Κι ἐ­δῶ προ­σείλ­κυ­σε καί ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων. Ἐ­νέ­πνευ­σε καί καλ­λι­έρ­γη­σε ἱ­ε­ρα­τι­κές κλί­σεις. Ἀ­νέ­δει­ξε κα­λούς καί ἱ­κα­νούς κλη­ρι­κούς. Συγ­κρό­τη­σε ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο ἐ­πι­τε­λεῖ­ο συ­νερ­γα­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι στρα­τεύ­θη­καν στή δι­α­κο­νία τῶν ἐ­πι­μέ­ρους δρα­στη­ρι­ο­τή­των τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

* * *

Ὁ μα­κα­ρι­στός Ἱ­ε­ράρ­χης Καλ­λί­νι­κος ἔ­φυ­γε ἀ­πό κον­τά μας. Αὐ­λί­ζε­ται ἐν οὐ­ρα­νοῖς. Προ­σῆλ­θε «Κρι­τῇ Θε­ῷ πάν­των καί πνεύ­μα­σι δι­καί­ων τε­τε­λει­ω­μέ­νων» (Ἑ­βρ. 12,23). Ἐ­μεῖς θά τόν θυ­μό­μα­στε μέ σε­βα­σμό καί ἀ­γά­πη καί θά προ­σευ­χό­μα­στε γιά τήν ἀ­νά­παυ­ση τῆς ψυ­χῆς του μέ τήν ἐλ­πί­δα ὅ­τι κι ἐ­κεῖ­νος θά εὔ­χε­ται ἐν οὐ­ρα­νοῖς γιά ὅ­λους ἐ­μᾶς «τούς πε­ρι­λει­πο­μέ­νους».

Καλ­λι­νί­κου ἀρ­χι­ε­ρέ­ως, σε­βα­σμί­ου καί προ­σφι­λε­στά­του πα­τρός καί με­γά­λου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἀνδρός, αἰωνία ἡ μνήμη!