Του π. Ηλία Μάκου
Μεταξύ άλλων τονίστηκε ότι “η χριστιανική παραδοσιακή οικογένεια αποτελείται από πατέρα, μητέρα και παιδιά, και σε αυτήν την οικογένεια τα παιδιά αναπτύσσονται, γνωρίζοντας την μητρότητα και την πατρότητα που θα είναι απαραίτητα στοιχεία στην μετέπειτα εξέλιξή τους. Η Εκκλησία βασίζεται σε αυτήν την Παράδοση, που δόθηκε από τον Θεό στους Αγίους, και δεν μπορεί να αποδεχθή κάθε άλλη μορφή Γάμου, πολλώ δε μάλλον τον λεγόμενο «ομοφυλοφιλικό γάμο». Σε ένα ευνομούμενο Κράτος η Πολιτεία με τα συντεταγμένα όργανά της έχει την αρμοδιότητα να καταρτίζη νομοσχέδια και να ψηφίζη νόμους, ώστε στην κοινωνία να υπάρχη ενότητα, ειρήνη και αγάπη”.
Και προστέθηκε: “Επί πλέον, η θέσπιση της «υιοθεσίας παιδιών» «καταδικάζει τα μελλοντικά παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των γονεικών ρόλων», αφήνοντας δε ανοικτό παράθυρο για την λεγόμενη «παρένθετη κύηση», που θα δώση κίνητρα «για την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών» και αλλοίωση του ιερού θεσμού της οικογενείας.”.
Ακόμη διευκρινίσθηκε ότι “η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την οικογένεια, η οποία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του Έθνους. Σε αυτό πρέπει να συντείνη και η Πολιτεία, όπως διαλαμβάνεται στο ισχύον Σύνταγμα ότι «η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο Γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Σύμφωνα δε με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι νόμος του Κράτους (590/1977), «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ως… της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας» (αρ. 2)”.
Σαφέστατα επισημάνθηκε ότι “ενώ η Εκκλησία καταδικάζει την κάθε αμαρτία ως απομάκρυνση του ανθρώπου από το Φως και την αγάπη του Θεού, συγχρόνως αγαπά τον κάθε αμαρτωλό, διότι και αυτός έχει το «κατ’ εικόνα Θεού» και μπορεί να φθάση στο «καθ’ ομοίωσιν», εάν συνεργήση στην Χάρη του Θεού”.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ
Θετικές ήταν όσον αφορά στην ανάγνωση και το περιεχόμενο της εγκυκλίου οι οι αντιδράσεις των πιστών.
Πρώτον, γιατί, ως Ορθόδοξοι, συμφωνούν και αποδέχονται όσα η Βιβλική και η Πατερική Παράδοση διδάσκει και θεσπίζει, της οποίας γνήσιος ερμηνευτής είναι η Εκκλησία.
Δεύτερον, γιατί αναγνωρίζουν τον πολύτιμο ρόλο του θεσμού της οικογένειας, ο οποίος στη χώρα μας περνά παρατεταμένη κρίση, κάτι, που άρδην πρέπει και αξίζει να αλλάξει. Μιλάμε είτε για διαλυμένες οικογένειες είτε γι’ αυτές, οι οποίες διατηρούν μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα της οικογενειακής συνοχής, όπου κανένας δεν είναι στη θέση του. Το αποτέλεσμα τραγικό: Τα παιδιά να μένουν ατροφικά και να αισθάνονται σε όλη τους τη ζωή μια εσωτερική έλλειψη. Και στην πρώτη δυσκολία δεν έχουν τα εφόδια τα πνευματικά για να αντιδράσουν.
Τρίτον, γιατί σε μια εποχή κοσμογονική, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, όσο σε καμία άλλη εποχή, όπου κοινωνικές ανακατατάξεις, ρεύματα ιδεολογικά, νέες αντιλήψεις, ραγδαία ανάπτυξη του ψηφιακού κόσμου, πιστεύματα κενοφανή, αλλοίωση της παραδοσιακής δομής πολλών θεσμών, ήθη διαφορετικά, αλλαγή τρόπου ζωής, συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα, θέλουν η Εκκλησία να μην είναι απλός θεατής.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΗΛΣΙΑΣ
Γενικά και όχι ειδικά ομιλώντας, η Εκκλησία, που δεν είναι τα φθαρτά πρόσωπα, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, αποτελεί, μέσα κυρίως από την ευαγγελική διδασκαλία και από τις αξίες της, τον φύλακα και τον διδάσκαλο της ορθής πίστης στον Θεό, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να αναδειχθεί και να αποδειχθεί ο καθοδηγητής σε μια πορεία ψυχικής ανύψωσης και κοινωνικής αλλαγής.
Αυτό, βέβαια, το αρνούνται οι “χειραφετημένοι” (ανεξάρτητοι, ελεύθεροι) από την πίστη άνθρωποι. Αυτοί πιστεύουν στο αυτοδύναμο του ανθρώπου. Και υποστηρίζουν την άποψη, ότι ο άνθρωπος δικαιούται μόνος του να χαράσσει τη ζωή του και να κανονίζει το βίο του, όπως ο ίδιος το θέλει και όπως αυτός το αντιλαμβάνεται.
Δεν θα διαφωνήσουμε καθόλου μαζί τους. Δικαίωμά τους, “γούστο τους και καπέλο τους”, να ρυθμίζουν τη ζωή τους, όπως αυτοί θέλουν.
Αλλά δεν είναι δυνατόν να επιδιώκουν να επιβάλλουν τις δικές τους αρχές, τη δική τους ζωή σε όλους τους άλλους. Ούτε να παρενοχλούν, ζώντας όπως έχουν επιλέξει (εμάς δεν μας πέφτει λόγος περί αυτού) όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν διαφορετική από αυτούς στάση.
Στη χώρα μας συνέβαινε και συμβαίνει κάτι παράδοξο έως αντιδημοκρατικό: Οι ελάχιστοι προσπαθούν να επιβάλλουν το “πιστεύω” τους στους πολλούς. Γίνεται μια προσπάθεια, συστηματική προσπάθεια, εκτραχηλισμένου ψυχικού επηρεασμού, απόδυσης των ηθών, με σκοπό τον αποχρωματισμό των ανθρώπων και την εξώθησή τους όχι προς το καλύτερο, αλλά προς το χειρότερο.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη της Εκκλησίας σήμερα. Να κρατήσει ή να ξαναζωντανέψει τα ιδανικά στις καρδιές των Ελλήνων. Και το κάνει, βέβαια, αυτό η Εκκλησία πάντοτε. Τώρα, όμως, πρέπει να εντείνει τον αγώνα της. Χωρίς φόβο. Χωρίς δειλία. Να πει προς κάθε κατεύθυνση, την αλήθεια, που κατέχει.