Του Andreja Bogdanovski*
Στα τέλη Φεβρουαρίου, η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος σύστησε μία επιτροπή για να εξετάσει δύο κρίσιμες πτυχές της προσπάθειάς της για την αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της: το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας και την ονομασία της Εκκλησίας. Η απόφαση εξέπληξε πολλούς επειδή υπαινισσόταν μια πιθανή αλλαγή κατεύθυνσης, μια απόκλιση από τη παντελή απόρριψη της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας και τις προσπάθειες για έναν πιθανό συμβιβασμό για το όνομα της εκκλησίας.
Δυόμισι μήνες αργότερα, αμέσως μετά από τη νίκη του VMRO-DPMNE στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, ο προκαθήμενος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος Αρχιεπίσκοπος Στέφανος γκρέμισε τις ελπίδες για στενότερους δεσμούς με το Φανάρι. Ανακοίνωσε ότι οι όροι της αυτοκεφαλίας για την Αρχιεπισκοπή που έθεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι πλέον αποδεκτοί. Μίλησε ξεκάθαρα για τρία «όχι»: όχι στην αλλαγή ονόματος, όχι στη μεταφορά των ενοριών της διασποράς και όχι στην αναγνώριση της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Αντίστοιχη ήταν και η συμπεριφορά και άλλων Ιεραρχών και μελών της Συνόδου, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την κατάσταση ως ευκαιρία για να επιτεθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κάποιοι μάλλον ιδιαίτερα ανησυχητικά συνέχιζαν να χρησιμοποιούν την ίδια διατύπωση με τη ρωσική προπαγάνδα, υποδηλώνοντας ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης θέλει να γίνει ο Ορθόδοξος Πάπας, με απώτερο στόχο την υποταγή στο Βατικανό.
Η δημόσια δήλωση του Αρχιεπισκόπου Στεφάνου, ότι καμία από τις προϋποθέσεις δεν είναι αποδεκτή, μπορεί να θεωρηθεί ως παρέμβαση στο έργο της επιτροπής. Γνωρίζει ο Προκαθήμενος τις απαντήσεις της επιτροπής πριν καν ολοκληρώσει το έργο της; Ή η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της τάχιστα και ο Αρχιεπίσκοπος Στέφανος απλώς ανακοίνωσε τα συμπεράσματά της; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ωστόσο, η χρονική στιγμή της ανακοίνωσης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά τις εκλογές υποδηλώνει ότι ο Προκαθήμενος της εκκλησίας και η Αρχιεπισκοπή προσαρμόζονται στις νέες πολιτικές πραγματικότητες στη Βόρεια Μακεδονία – δηλαδή, την υποστήριξη της πολιτικής του VMRO-DPMNE,βάζοντας την Εκκλησία στη σφαίρα επιρροής των Ρωσίας-Σερβίας.
Δεν πρόκειται για κάτι καινούριο. Η Αρχιεπισκοπή ακολούθησε το ίδιο παράδειγμα όταν η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του SDSM αποφάσισε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Σόφια και την Αθήνα το 2017 και 2018. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ζήτησε αρχικά από την Εκκλησία της Βουλγαρίας να είναι η «Μητέρα Εκκλησία» της και σύντομα υιοθέτησε μια νέα προσέγγιση όταν η επίλυση για τη διαφωνία του ονόματος μεταξύ Σκοπίων και Αθήνας ήταν στον ορίζοντα. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος αναγνώρισε τις δυνατότητες που προσέφερε η συμφωνία των Πρεσπών και συνεργάστηκε με το κράτος με τρόπο συντονισμένο (πράγμα που θυμίζει την κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο του Ποροσένκο στην Ουκρανία), προσεγγίζοντας τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο με την επιθυμία να επιλύσει τελικά το κανονικό της καθεστώς. Η εκκλησιαστική ηγεσία στα Σκόπια εκείνη την περίοδο ήταν πρόθυμη να ακολουθήσει τα βήματα των πολιτικών ελίτ και να δείξει ευελιξία και κατανόηση των ανησυχιών που εκφράζονταν από την ελληνική πλευρά. Μεταξύ άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος Στέφανος υποσχέθηκε, γραπτώς, την ετοιμότητά του για το γεγονός να ονομαστεί τελικά η “εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας” Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
Ενώ η στρατηγική-χαμαιλέοντα της Αρχιεπισκοπής -ανάλογα με το ποιος βρίσκεται στην εξουσία- δεν είναι νέα, η ευρύτερη κατάσταση σήμερα υποδηλώνει ότι η Αρχιεπισκοπή δεν είναι στο ίδιο μήκος κύματος όπως ήταν το 2017. Η απόφαση του Οικ. Πατριαρχείου να επαναφέρει σε κοινωνία με την υπόλοιπη Ορθοδοξία την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και η χορήγηση του Τόμου Αυτοκεφαλίας που εξέδωσε το Πατριαρχείο Σερβίας,το 2022, αποτελούν μια ουσιαστική αλλαγή. Σήμερα, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (δικαίως) απολαμβάνει τους καρπούς της κανονικής εκκλησίας. Τα νέα για διάφορες Εκκλησίες που είναι θετικές σε μελλοντικά συλλείτουργα, είναι σημαντική εξέλιξη, με βάση το γεγονός ότι για πολλές δεκαετίες “οι πόρτες ήταν κλειστές” για τους πιστούς της Βόρειας Μακεδονίας.
Ωστόσο, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Στέφανο αποφάσισε να κάνει μια επικίνδυνη στροφή 180 μοιρών, ίσως ακούσια και από αφέλεια, υποκύπτοντας στα ρωσικά συμφέροντα και απομακρύνοντας την Αρχιεπισκοπή από το να συμφωνήσει μια τελική λύση μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όλα αυτά δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι αρκεί μια μέση λύση και η “νίκη” που που επετεύχθη με τον σερβικό Τόμο της Αυτοκεφαλίας. Στην πράξη, η στρατηγική της Αρχιεπισκοπής σημαίνει φιλικές σχέσεις με το VMRO-DPMNE εγκάρδιες σχέσεις με τον Πατριάρχη Κύριλλο, αδελφική αγάπη με τους Σέρβους και διατήρηση ίσως αποστάσεων με τον Βαρθολομαίο. Η προοπτική για την τελική διευθέτηση της αυτοκεφαλίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος απομακρύνεται και ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ της.
Η επιστροφή του VMRO-DPMNE στην εξουσία, με τον ηγέτη του Hristijan Mickovski να έχει επενδύσει μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στην επίθεση κατά της συμφωνίας των Πρεσπών και της φιλίας με τη Βουλγαρία, καθιστά πολύ δύσκολο για την Αρχιεπισκοπή να υιοθετήσει και να εφαρμόσει οποιεσδήποτε πολιτικές που θα ερμηνεύονταν ως «πώληση του ονόματος της Εκκλησίας».
Εκπρόσωποι της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος έχουν επανειλημμένως εκφράσει την υπερηφάνεια τους για το όνομα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και για τη συμβολική της σημασία, αναγνωρίζοντάς την ως διάδοχο της ιστορικής Αρχιεπισκοπής Αχριδών.
Οι ιεράρχες της Αρχιεπισκοπής εξήγησαν και στο ποίμνιο ότι η χρήση του εκκλησιολογικού ονόματος (Αρχιεπισκοπή Αχρίδος) είναι φυσιολογική στις εκκλησιαστικές υποθέσεις και ότι δεν διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη τοπική εκκλησία.
Το πρόβλημα έγκειται στο εύρος της χρήσης του ή στο κατά πόσον το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητά ρητά τη χρήση της νέας ονομασίας «erga omnes» (για όλες τις χρήσεις και για όλους τους σκοπούς). Εάν αυτό ισχύει, αυτό συνεπάγεται ότι θα απαιτηθούν και διοικητικές αλλαγές εντός της εκκλησίας για να αντικατοπτρίζει το νέο αυτό όνομα (π.χ. επικαιροποίηση του καταστατικού της και διαγραφή της λέξης Μακεδονία από το κείμενο). Οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση τώρα, είναι απίθανο να συμβεί, διότι θα είχε πολιτικό κόστος στον Mickovski, κάτι που δεν μπορεί να αντέξει, τουλάχιστον όχι τώρα, στην αρχή της θητείας του.
Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έσπευσε να μεγιστοποιήσει το συναισθηματικά φορτισμένο θέμα της ονομασίας και αναγνώρισε γρήγορα την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος με «την πλήρη ονομασία της (Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία-Αρχιεπισκοπή Αχρίδος») χωρίς επιφυλάξεις για τη διασπορά της, περιορίζοντας το περιθώριο κινήσεών της και κερδίζοντας τη συμπάθεια ορισμένων στη Σύνοδο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και του κοινού. Με τη γρήγορη κίνησή της η Μόσχα κατόρθωσε να “αιχμαλωτίσει” τους φιλικούς προς εκείνη Ιεράρχες της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος στη ρωσική σφαίρα επιρροής, με ελάχιστα περιθώρια διαφυγής.
Το ζήτημα της διασποράς παραμένει ακανθώδες, καθώς, στην ουσία, είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Η διατύπωση που χρησιμοποίησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας αντικατοπτρίζει το κείμενο του ουκρανικού Τόμου αυτοκεφαλίας από το 2019, το οποίο απαγορεύει την τοποθέτηση επισκόπων και ενοριών εκτός Ουκρανίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρεί τον εαυτό του φορέα των αποκλειστικών δικαιωμάτων της διασποράς. Εξ όσων γνωρίζω, σε καμία άλλη εκκλησία δεν έχει ζητηθεί κάτι τέτοιο σε προηγούμενες περιπτώσεις. Το παράδειγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας ήταν ίσως λιγότερο προβληματικό, καθώς αυτή κληρονόμησε μια περιορισμένη διασπορά που αποτελείται κυρίως από τις κοινότητες της διασποράς του πρώην Πατριαρχείου Κιέβου, ζήτημα το οποίο δεν έχει ακόμη επιλυθεί πλήρως σε ορισμένα μέρη. Οποιαδήποτε συζήτηση η οποία θα επηρεάσει ουσιαστικά τη διασπορά μπορεί να προκαλέσει μεγάλο ξεσηκωμό κατά της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και ενδεχομένως να αποτελέσει πηγή αστάθειας.
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ο Αρχιεπίσκοπος Στέφανος έχει δείξει ελάχιστη κατανόηση και συμπόνια για τον ουκρανικό λαό. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ήταν από τις τελευταίες ορθόδοξες εκκλησίες που καταδίκασαν τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Η δοθείσα χείρα βοηθείας από τον Μητροπολίτη Επιφάνιο για κοινό συλλείτουργο με την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος το 2023 απορρίφθηκε αμέσως, και η ρητορική σχετικά με τη μη αναγνώριση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος έγινε πιο έντονη, αντικατοπτρίζοντας τη ρωσική θέση.
Το πρόβλημα εδώ είναι διττό. Μέρος της στάσης της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος προέρχεται από το φόβο της Μόσχας και την απειρία στην εκκλησιαστική διπλωματία. Η ανησυχία στη Σύνοδο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος έγκειται στο ακριβές σενάριο που εκτυλίχθηκε την περασμένη εβδομάδα σχετικά με το συλλείτουργο των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Βουλγαρίας και των εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας στην Κωνσταντινούπολη. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσική Εκκλησία διέκοψε τις σχέσεις με όσους συμμετείχαν στο συλλείτουργο.
Με τον τρόπο αυτό, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έστειλε ένα μήνυμα στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος να μην τολμήσει να κάνει κάτι παρόμοιο. Εάν η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος δεχθεί οποιαδήποτε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, ακόμη και το συλλείτουργο χωρίς αναγνώριση, όπως συνέβη με την Εκκλησία της Βουλγαρίας, αυτό σίγουρα θα επηρεάσει τη σχέση με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και, ακόμη χειρότερα, μπορεί να δημιουργήσει χάος στο εσωτερικό της ίδιας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Σε αντίθεση με την Εκκλησία της Ελλάδας και της Κύπρου, όπου η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία έκανε το ίδιο κόλπο, η ευελιξία της Αρχιεπισκοπή Αχρίδος να ξεπεράσει μια τέτοια εξέλιξη είναι χαμηλή.
Το δεύτερο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ακόμα και με μια πιθανή αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, η Αρχιεπισκοπής Αχρίδος δεν έχει καμία εγγύηση ότι θα ακολουθήσει ένας Τόμος Αυτοκεφαλίας, καθώς οι υπόλοιπες προϋποθέσεις έχουν, με τον καιρό, γίνει δύσκολα αποδεκτές. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος τώρα βρίσκεται σε μια βολική θέση, καθιστώντας δύσκολη την έξοδο από αυτήν. Οι λίγες αναγνωρίσεις που έχει αποκτήσει από τον σλαβικό κόσμο και η επιστροφή στην κανονικότητα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2022 δεν είναι κάτι που είναι πρόθυμη να ρισκάρει λόγω της αβεβαιότητας που κρύβουν οι απαιτήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου για αυτοκεφαλία.
Το παρελθόν της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος έχει δείξει ότι μια ουσιαστική συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την ενεργή συμμετοχή του κράτους. Ο Mickovski και το κόμμα του επαναλαμβάνουν ότι η αυτοκεφαλία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ο πραγματικά νόμιμος στόχος, κάτι που υποδηλώνει ότι θα γίνει προσπάθεια να επαναληφθούν οι συνομιλίες στο Φανάρι με την υποστήριξη του κράτους αργά ή γρήγορα.
Αν η τελετή ορκωμοσίας της προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας, Gordana Siljanovska-Davkova (επίσης από το VMRO-DPMNE), είναι κάποιο σημάδι των καιρών που έρχονται, η επιδείνωση των σχέσεων με την Αθήνα θα αντικατοπτρίζεται και στον εκκλησιαστικό τομέα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ΟΑ θα κλίνει όλο και περισσότερο προς το Βελιγράδι και τη Μόσχα, όπου αισθάνεται ασφαλής και εκτιμημένη, μέχρι ο Mickovski να βρει τρόπο να εκμεταλλευτεί το θέμα για τα δικά του πολιτικά οφέλη.
* Ο Δρ Andreja Bogdanovski είναι freelance συγγραφέας που καλύπτει θέματα θρησκείας και πολιτικής, με ειδίκευση στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
ΠΗΓΗ: Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο orthodoxtimes.gr