Την Κυριακή 6 Οκτωβρίου, το πρωί, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κλειδίου επί τη εορτή του Αποστόλου Θωμά.
Στο τέλος, ο Σεβασμιώτατος χειροθέτησε σε Αναγνώστη τον κ. Ευάγγελο Μπαλατσό, ο οποίος διακονεί στο Ιερό Βήμα και στο Αναλόγιο της Ενορίας.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ:
Τρίτη Κυριακή τοῦ Λουκᾶ καί οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες ὅρισαν νά διαβάζεται σήμερα ὡς εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ἕνα θαῦμα πού εἶναι δύσκολο νά τό συλλάβει καί νά τό κατανοήσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Καί ὅμως ὁ Χριστός ἀπέδειξε ὅτι ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου μπορεῖ νά τό πραγματοποιήσει καί μάλιστα μέ ἕνα μόνο λόγο του.
Ἄν ὅμως ἡ μητέρα τοῦ ἀναστηθέντος νεκροῦ, ἡ χήρα τῆς Ναΐν, ἀπό τή μεγάλη χαρά της, ἐπειδή ἀπέλαβε καί πάλι τό παιδί της ζωντανό, δέν προβληματίσθηκε οὔτε σκέφθηκε καθόλου πῶς ἔγινε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς τόν ὁποῖο ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας καί τιμοῦμε καί ἐμεῖς ἰδιαιτέρως ἐδῶ στό Κλειδί, βρέθηκε νά ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ ἄλλοι μαθητές τοῦ εἶπαν ὅτι «ἑωράκαμεν τόν Κύριον», ὅτι εἶδαν δηλαδή τόν Χριστό ἀναστημένο.
Γι᾽ αὐτό καί ζητᾶ νά τόν δεῖ καί ὁ ἴδιος προκειμένου νά πιστεύσει. Καί ὄχι μόνο νά τόν δεῖ ἀλλά νά δεῖ τό σημάδι τῶν καρφιῶν στά χέρια του καί νά βάλει καί τό δάκτυλό του στή λογχισμένη πλευρά τοῦ Ἰησοῦ. «Ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων … καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ …» λέγει. Καί ὁ Χριστός τοῦ ἱκανοποιεῖ τήν ἐπιθυμία. Ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του καί τόν καλεῖ νά δεῖ καί νά ἀγγίξει αὐτά τά ὁποῖα ζητᾶ.
Καί τό κάνει ὁ Χριστός, γιατί ἡ ἀρχική ἀμφιβολία τοῦ μαθητοῦ του Θωμᾶ δέν εἶναι ἀδυναμία πίστεως, ἀλλά εἶναι εὐκαιρία γιά τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀληθείας τοῦ γεγονότος καί εὔγλωττη ἀπάντηση σέ ὅσους ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Χριστός ἀπαγορεύει τόν ἔλεγχο, ἐμποδίζει τήν ἔρευνα καί ὑποχρεώνει τούς μαθητές του σέ μία πίστη χωρίς ἀμφισβητήσεις καί χωρίς ἀμφιβολίες, σέ μία πίστη αὐταρχική, πού δέν ἀντέχει στόν ἔλεγχο.
Ἀντίθετα, λοιπόν, σέ ὅσους ἀδικοῦν τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία ἀποδίδοντάς τους τήν προτροπή «πίστευε καί μή ἐρεύνα», ὁ Χριστός ὄχι μόνο ἀποδέχεται τή λογική ἀμφιβολία ἀλλά παροτρύνει τούς μαθητές του καί στήν προσωπική ἔρευνα, ἀκόμη καί γιά γεγονότα καί δεδομένα τά ὁποῖα ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπό πολλούς μάρτυρες.
Ὁ Χριστός δίνει στόν Θωμᾶ τό δικαίωμα νά τόν ψηλαφήσει. Νά θέσει τόν δάκτυλό του στόν τύπο τῶν ἥλων του, στά σημάδια πού ἄφησαν τά καρφιά τῶν σταυρωτῶν του. Νά θέσει τό χέρι του στήν πλευρά του, στό σημάδι πού ἄφησε ἡ λόγχη τῶν στρατιωτῶν.
Καί τό κάνει, γιατί δέν θέλει ὁ Θωμᾶς νά πιστεύσει χωρίς νά ἀποκτήσει τή δική του προσωπική ἐμπειρία, γιατί ἡ πίστη δέν εἶναι θεωρία ἀλλά ζωή, δέν εἶναι λογικό κατασκεύασμα ἀλλά βίωμα. Καί αὐτό τό βίωμα ζητᾶ καί μᾶς παρακινεῖ ὁ Χριστός νά ἀποκτήσουμε, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές του.
Αὐτή ἡ βιωματική σχέση μέ τόν Χριστό εἶναι πού ὁδηγεῖ τούς πραγματικά πιστούς νά μένουν σταθεροί στήν πίστη τους καί νά μήν θέλουν νά τήν ἀρνηθοῦν, ἔστω καί ἄν πρόκειται νά θυσιάσουν γι᾽ αὐτή τή ζωή τους.
Αὐτή τή βιωματική σχέση καί πίστη εἶχε καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Θωμᾶς· καί αὐτή ἡ σχέση καί ἡ πίστη τόν ἀνέδειξε διαπρύσιο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου καί μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς δέν εἶναι ἄπιστος, ἀλλά πιστός, εἶναι πιστός πού ἀποδεικνύει τήν πίστη του μέ τή ζωή του καί μέ τό αἷμα του, καί ὑποδεικνύει μέ τή στάση του τόν δρόμο τῆς πίστεως καί σέ ὅλους ἐμᾶς καί στόν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Πολλοί συνάνθρωποί μας πιστεύουν ὅτι ἡ ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου καί ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα φαινόμενο τῶν καιρῶν μας. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς καί τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ εἶναι ἐνισχυτικό καί ἐνθαρρυντικό γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα.
Προτρέπει καί παρακινεῖ ὅλους ἐμᾶς, πού κατά καιρούς μπορεῖ νά ἀμφιβάλλουμε ἤ νά κλονιζόμαστε, νά θέσουμε τόν δάκτυλό μας στόν τύπο τῶν ἥλων. Καί τύπος τῶν ἥλων εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ὁ ἀνά τούς αἰῶνας ζῶν μέσα στήν Ἐκκλησία Χριστός. Εἶναι οἱ κόποι καί πόνοι τῶν ἀποστόλων καί τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων καί τῶν ἁγίων. Εἶναι τά δάκρυα καί οἱ ἀσκητικοί ἱδρῶτες τῶν ὁσίων πατέρων καί μητέρων μας. Εἶναι τά θαύματα καί οἱ ἐμπειρίες τῶν ἁγίων. Εἶναι οἱ ἀλάλητοι στεναγμοί τῶν πιστῶν πού ἀποτελοῦν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, καί ἀγωνίζονται διά βίου γιά νά οἰκειωθοῦν τόν Χριστό.
Ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς νά πιστεύσουμε χωρίς νά βεβαιωθοῦμε· χωρίς νά ψηλαφίσουμε καί ἐμεῖς σάν τόν ἀπόστολο Θωμᾶ τά σημάδια τῆς ἀληθείας του. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε μᾶς τά προσφέρει, γι᾽ αὐτό μᾶς ἐπιτρέπει νά τά χρησιμοποιήσουμε. Ἀρκεῖ, ἀδελφοί μου, νά μήν ἀκολουθήσουμε τόν ἀπόστολο Θωμᾶ μόνο στήν ἀμφιβολία, μόνο στή δοκιμή, ἀλλά καί στήν ὁμολογία καί στήν ἀπόδειξη τῆς πίστεως· γιατί ἡ στείρα ἀμφιβολία δέν ὁδηγεῖ πουθενά, ἐνῶ ἡ ἀμφιβολία πού ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν πίστη ὁδηγεῖ στή σωτηρία, σ᾽ αὐτή πού ὁδήγησε καί τόν ἑορταζόμενο ἀπόστολο Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος διακήρυξε, ὅταν τά διαπίστωσε ὅλα αὐτά, «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Ἀλλά καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς καθοδηγοῦν καί μᾶς λένε «ἐρευνᾶτε τάς γραφάς». Νά μελετοῦμε τίς Γραφές, διότι μέσα ἀπό τή μελέτη τῶν Γραφῶν θά γνωρίσουμε περισσότερο τόν Κύριο, θά γνωρίσουμε περισσότερο τό εὐαγγέλιο, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅταν δέν τά γνωρίζουμε, ὅταν δέν μελετᾶμε, ὅταν δέν ἐρευνοῦμε τίς γραφές, φυσικό εἶναι νά ἀμφιβάλλουμε. Λέει ἕνας κάτι καί ἐμεῖς τό ἀκολουθοῦμε. Ὄχι, θά μελετήσουμε καί θά πεισθοῦμε μόνοι μας, μέ τή χάρη βέβαια τοῦ Θεοῦ. Τότε καί ἐμεῖς σάν τόν ἀπόστολο Θωμᾶ θά διακηρύττουμε «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Ἀμήν.