Με ενδιαφέρον παρακολουθώ το τελευταίο διάστημα το ζήτημα της εντάξεως του Μητροπολίτη κ.κ. Αλεξίου του από Καρθαγένης στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Τιτουλαρίου Μητροπολίτη Διαυλείας, ανυψωθείσης «εν τω προσώπω» αυτού της Επισκοπής Διαυλείας σε Μητρόπολη και την συζήτηση περί των κινήτρων (είτε του ιδίου είτε μελών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος), που υποκρύπτονται στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, καθώς και περί της δυνατότητας εκλογής του συγκεκριμένου Ιεράρχη σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Για το λόγο αυτό θα ήθελα να συμβάλλω στην αποσαφήνιση μερικών ασαφών σημείων γύρω από το ανακύψαν ζήτημα.
Όπως προκύπτει από την από 16 Μαρτίου 1977 Εισηγητική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου «Περί κυρώσεως του Κώδικος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», η οποία κατατέθηκε στην Βουλή των Ελλήνων, μεταξύ των μεταβολών που επήρχοντο με τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (τον μετέπειτα Ν. 590/1977), συμπεριλαμβανόταν και η σαφής και αδιαμφισβήτητη κατάργηση των αντικανονικών θεσμών του Βοηθού Επισκόπου, του Τιτουλαρίου Επισκόπου και του Τιτουλαρίου Μητροπολίτου (βλ. εδ. στ΄ της Εισηγητικής Εκθέσεως: Κατηργήθη ὁ ἀντικανονικός θεσμός τῶν τιτουλαρίων Μητροπολιτῶν ἤ Ἐπισκόπων καί τῶν Βοηθῶν λεγομένων Ἐπισκόπων»). Ουσιαστικώς, δηλαδή, ο έλληνας νομοθέτης επαίρεται ότι μέσω του πνεύματος του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος τίθεται εκτός πλαισίου λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος η μέχρι τότε πρακτική αυτής ορισμού Βοηθών Επισκόπων, καθώς και Τιτουλαρίων Επισκόπων και Μητροπολιτών, θεσμός ο οποίος κρίνεται από τον έλληνα νομοθέτη ως αντικανονικός. Πρόκειται, λοιπόν, περί μιας πρακτικής, η οποία θεωρείται από τον έλληνα νομοθέτη – και με τη σύμφωνη βεβαίως γνώμη της Εκκλησίας της Ελλάδος – λήξασα άπαξ δια παντός και μηδέποτε στο μέλλον επαναληφθησόμενη.
Όμως, κατά τον χρόνο της συντάξεως του νέου Καταστατικού Χάρτη, υπήρχαν αρχιερείς, οι οποίοι κατά την μέχρι τούδε ισχύουσα πρακτική έφεραν την ιδιότητα του Τιτουλαρίου Επισκόπου και του Τιτουλαρίου Μητροπολίτου και συνιστούσαν εν τοις πράγμασι την συνέχεια μιας κατά τα λοιπά τερματισθείσης καταστάσεως.
Ως συμπλήρωμα, λοιπόν, της διακηρύξεως αυτής και ως επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η πρακτική αυτή θα αποτελούσε πλέον παρελθόν για την Εκκλησία της Ελλάδος, θεσπίσθηκε η διάταξη του άρθρου 25 πργφ. 2 κατά την οποία οι μέχρι την έναρξη της ισχύος του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Τιτουλάριοι Μητροπολίτες θα είχαν κατ’ εξαίρεσιν, άνευ δηλαδή εγγραφής αυτών στον κατάλογο των προς αρχιερατεία εκλογίμων, το δικαίωμα εκλογής σε κάποια εκ των Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Ἐκλόγιμοι ἐπίσης εἶναι ἄνευ ἐγγραφῆς εἰς κατάλογον οἱ καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον σχολάζοντες Μητροπολῖται τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ οἱ Βοηθοὶ Ἐπίσκοποι, ὡς καὶ οἱ κατὰ τὴν ἔναρξιν ἰσχύος τοῦ παρόντος Τιτουλάριοι Μητροπολῖται καὶ Ἐπίσκοποι».
Παρά ταύτα, η Εκκλησία της Ελλάδος «παρέβλεψε» την διακήρυξη αυτή και επανέφερε προ ετών την πρακτική του ορισμού Τιτουλαρίων Επισκόπων και Τιτουλαρίων Μητροπολιτών. Και το ερώτημα, που εγείρεται, είναι το εξής: Οι υπό την ισχύ του νέου Καταστατικού Χάρτη Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Μητροπολίτες έχουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος;
Κατά το «γράμμα» της διατάξεως του άρθρου 25 πργφ. 2 του Καταστατικού Χάρτη, η απάντηση θα είναι αρνητική, καθόσον η διάταξη αναφέρεται στους Τιτουλαρίους Επισκόπους και Μητροπολίτες, που υπήρχαν κατά την έναρξη ισχύος του (τότε) νέου Καταστατικού Χάρτη, δηλαδή στις 31 Μαΐου 1977 (ημέρα δημοσιεύσεως στο Φ.Ε.Κ.), και όχι στους μεταγενεστέρους της ημερομηνίας αυτής. Συνεπώς, κατά την γραμματική ερμηνεία της διατάξεως, οι νυν υπάρχοντες Τιτουλάριοι Επίσκοποι και Μητροπολίτες δεν δύνανται να είναι εκλόγιμοι κατ’ εξαίρεσιν σε Ιερά Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αυτή όμως δεν είναι η ορθή ερμηνευτική προσέγγιση της διατάξεως.
Η ως άνω διάταξη, όπως ανέφερα και παραπάνω, είναι στερεώς συνυφασμένη με την διακήρυξη, η οποία διατυπώθηκε στην Εισηγητική Έκθεση για τον νέο Καταστατικό Χάρτη. Με άλλες λέξεις, ο σκοπός, για τον οποίον θεσπίσθηκε αυτή η διάταξη, ήταν ακριβώς η έμπρακτη επιβεβαίωση της λήξεως της αντικανονικής πρακτικής ορισμού Τιτουλαρίων Επισκόπων και Τιτουλαρίων Μητροπολιτών, όπως αυτή διατυπώνεται στην διακήρυξη της Εισηγητικής Εκθέσεως.
Επανεισάγοντας, όμως, η Εκκλησία της Ελλάδος τον θεσμό των Τιτουλαρίων Επισκόπων και Μητροπολιτών, κατήργησε στην πράξη την διακήρυξη αυτή και «ανέστειλε» το ουσιαστικό περιεχόμενό της, επαναφέροντας σε ισχύ –νομική και πραγματική – την προτέρα κατάσταση, ήτοι την προ της ψηφίσεως του νέου Καταστατικού Χάρτη κατάσταση, μετατρέποντας την θεωρητικώς «λήξασα» πρακτική σε «εκ νέου εξακολουθούσα». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Εκκλησία της Ελλάδος μεταθέτοντας στο απώτερο μέλλον την (πιθανή;) νέα λήξη της επανεισαχθείσης πρακτικής, μετέθεσε στο απώτερο μέλλον και τον χρονικό ορίζοντα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 πργφ. 2, με αποτέλεσμα να «αίρεται» ο περιορισμός εφαρμογής της μόνο στους κατά την έναρξη ισχύος του νέου Καταστατικού Χάρτη Τιτουλαρίους Επισκόπους και Μητροπολίτες.
Υπό αυτά τα δεδομένα, συμφώνως προς την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 25 πργφ. 2, αφού σκοπός της διατάξεως ήταν η επιβεβαίωση της λήξεως μιας πρακτικής, μέσω της αναγνωρίσεως του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στους Τιτουλαρίους Επισκόπους και Μητροπολίτες, οι οποίοι απέκτησαν την ιδιότητα αυτή κατά την διάρκεια της ασκήσεως της πρακτικής αυτής, τότε, από τη στιγμή που η πρακτική αυτή επανήλθε στο προσκήνιο και «δημιουργεί» εκ νέου Τιτουλαρίους Επισκόπους και Μητροπολίτες, αυτομάτως και η σχετική διάταξη εφαρμόζεται πλέον και επί των μετά την ισχύ του νέου Καταστατικού Χάρτη Τιτουλαρίων Επισκόπων και Μητροπολιτών, καλούμενη να συνεχίσει να υπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο θεσπίσθηκε. Και αυτός ο σκοπός δεν είναι άλλος από τη ρύθμιση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι των Τιτουλαρίων Επισκόπων και Μητροπολιτών, για όσον καιρό η Εκκλησία της Ελλάδος θα εφαρμόζει την καταργηθείσα από τον νέο Καταστατικό Χάρτη πρακτική.
Άλλωστε, η λύση αυτή επιβάλλεται και για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Αφού η διάταξη του άρθρου 25 πργφ. 2 αναγνωρίζει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε κληρικούς, που έχουν την ιδιότητα του Τιτουλαρίου Επισκόπου και Μητροπολίτη, δεν είναι επιτρεπτή η άρνηση εφαρμογής αυτής της διατάξεως σε κληρικούς που απέκτησαν την ίδια ιδιότητα (του Τιτουλαρίου Επισκόπου ή του Τιτουλαρίου Μητροπολίτη) συμφώνως προς την ίδια πρακτική, επειδή οι δεύτεροι απέκτησαν σε διαφορετική χρονική περίοδο την ιδιότητα αυτή.
Κατόπιν των ανωτέρω, και επανερχόμενος στην περίπτωση του από Καρθαγένης Τιτουλαρίου Μητροπολίτη Διαυλείας κ.κ. Αλεξίου, θεωρώ ότι ο εν λόγω Αρχιερέας δύναται, συμφώνως προς την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 25 πργφ. 2, να είναι υποψήφιος ως Τιτουλάριος Μητροπολίτης, χωρίς να απαιτείται η εγγραφή του στον κατάλογο των προς αρχιερετείαν εκλογίμων, παρά το γεγονός ότι απέκτησε την ιδιότητα αυτή μετά την ισχύ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Υπό Αναστασίου Βαβούσκου