Από μικρό παιδί, αγαπούσα τα βιβλία. Ότι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου, ήθελα να το διαβάζω. Θυμάμαι τότε, ανήλικο ήμουνα, όταν πρωτοπαίχτηκε στην τηλεόραση εκείνης της εποχής, μιας τηλεόρασης που πρωτίστως σεβόταν τον εαυτό της και μετά τους θεατές της, η γνωστή μεταφορά του λογοτεχνήματος του Νίκου Καχαντζάκη ”Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, και που με μεγάλη χαρά είδα και πάλι, τόσα χρόνια μετά, να προβάλεται ξανά, από την κρατική ή δημόσια ή όπως λέγεται σήμερα τέλος πάντων, τηλεόραση…
Θέλησα λοιπόν, στο ξεψύχισμα τούτης της Σαρακοστής, της μετάνοιας και της αυτοκριτικής, να ξαναδιαβάσω τον μέγα Καζαντζάκη -και τούτο το γράφω επιδειχτικά, για να ξεσηκώσω τους τυχόν σκοταδιστές που μένουν με την εντύπωση του δήθεν αφορισμού του- τώρα, μέσα στην αγία περίοδο που κυριαρχούν οι δαβιτικές προσευχές της καρδιακής αληθινής μετανοίας, που απαλλάσσει την ψυχή του ανθρώπου, από την φαρισαϊκή στείρα επίκληση του στόματος… Και μη βιαστούμε στα συμπεράσματα! Το λάθος, ανήκει στον άνθρωπο, το αλάθητο ανήκει στο Θεό! Μέσα στα πολλά που γραψε, κάτι μπορεί να έγραψε λάθος! Και ο Ωριγένης ο χαλκέντερος όμως λάθεψε… Δεν αφορίστηκε όμως…
Θέλησα μέσα στα ”ελέησον με ο Θεός, ελέησον με” του Αγίου Ανδρέα της Κρήτης, να θυμηθώ την αγιότητα και την αμαρτωλότητα των λευιτικών προσώπων, έτσι όπως τους παρουσιάζει μοναδικά ο Καζαντζάκης, αποδεικνύοντας την πένα του προφητικά διαχρονική μιας και οι δυο Ιερατικές φυσιογνωμίες που εναλλάσσονται μέσα στο βιβλίο του, συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να παραμένουν ζωντανές, στα πρόσωπα άλλων πρωταγωνιστών του έργου: ”ο Χριστός ξανασταυρώνεται…..”
Η ιστορία, συμβαίνει κάπου στην μικρασία του προηγούμενου αιώνα! Ένα αμιγώς Ελληνικοχριστιανικό χωριό που ο ίδιος – όχι τυχαία- το βαφτίζει Λυκόβρυση, ζει με την απόλυτη μακαριότητα του, υπό το άγρυπνο βλέμμα του τούρκου αγά, έχοντας σαν κεφαλή την δημογεροντία του, ανθρώπους παθητούς που δεν γνωρίζουν τίποτε περισσότερο, εκτός του να απολαμβάνουν τα αγαθά που απλόχερα τους χαρίζει η Λυκόβρυση. Ο παπά- Γρηγόρης, ο πλούσιος αρχοντόπαπας με την επιβλητική μορφή , που όλοι τον προσκυνάνε μπροστά του και όλοι τον βρίζουν πίσω του, που βαστά τον Χριστό καλά στα χέρια, να μην τύχει και του ξεφύγει και τον μοσχοπουλά στους χριστιανούς του μιας και στα μάτια τους, ο παπά Γρηγόρης, κρατά μαζί με το Χριστό στις φούχτες του και το κλειδί του παραδείσου, έχοντας έτσι την ευκαιρία κατά το δοκούν, όποιον θέλει να τον βουτά απ τα μαλιά και να τον βάνει μέσα στην παράδεισο και όποιον θέλει να τον πετά με τις κλωτσιές έξω απ’ αυτήν!
Μαζί του ο πρωτάρχοντας Πατριαρχέας, πλούσιος, πολυφαγάς, πολυμπεκρής, πολυγυναικάς, που χωρίς να το ξέρει, ζει με το δόγμα των επικουρίων, ”φάγομεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν!” Παραδίπλα ο γερο- Λαδάς, ο κακομοίρης τσιφούτης που πουλά ακόμα και την ψυχή του- ξεκάθαρα και εμπορικότατα- για λίγες λυρίτσες χρυσές. Ζει για να μαζεύει και τρέμει μονάχα στην ιδέα να μην χάσει όσα έχει! Μετά έρχεται ο καπετάν Φουρτούνας, θαλασσόλυκος παλιός, γλετζές αμετανόητος ξεχνά και το θεό και το διάβολο και τα χει καλά και με τους δύο. Τέλος ο δάσκαλος- κατά σάρκα αδελφός του παπά- άνθρωπος αδύναμος μπροστά στον αδελφό του, φοβιτσάρης αλλά με ζωντανή συνείδηση, σε αντίθεση με τον παπά αδελφό του! Τούτοι οι δυο τελευταίοι δημογέροντες μέσα στο έργο, στο τέλος της ζωής τους κάνουν την χριστιανική θεωρεία πράξη…
Ξάφνου, την μακαριότητα του χωριού έρχεται να ταράξει ένα ασκέρι προσφύγων, ρακένδυτων διωγμένων από τον τόπο τους, ένα ανθρώπινο κοπάδι ψυχών που μπροστάρη τους έχουν έναν παπά επαναστάτη, σύμβολο της αθάνατης φυλής μας, τον παπά Φώτη! Γυμνός και πεινασμένος και ο ίδιος, όπως ο λαός του, σπεύδει να προστρέξει στην φιλάδελφη αγκαλιά του συλλειτουργού του στο Ιερό Θυσιαστήριο, του πλούσιου παπά Γρηγόρη, να του ζητήσει στοργή να του ζητήσει ψωμί για το ανθρώπινο κοπάδι που σέρνει ξωπίσω του, ανθρώπους που κάποτε ήταν αρχόντοι στον τόπο τους, είχαν και εκείνοι χωράφια, είχαν και εκείνοι σπίτια και λίρες, έως ότου – έτσι έδωκε ο Θεός- να χάσουν τα πάντα και να κρατήσουν μόνο κάνα δυο άγια εικονίσματα, τα κόκαλα των προγόνων τους και τα πεινασμένα παιδιά τους, που λαχταρούν να ζήσουν όπως όλα τα παιδιά, αλλά είναι καταδικασμένα – κάποια απ’ αυτά- να πεθάνουν….
Οι δυο παπάδες κάθονται αντίκρυ έχοντας ξωπίσω τους τους λαούς τους! Τι και αν τους ενώνει ο ίδιος Χριστός! Τι κιαν τους ενώνει η ίδια πατρίδα… Ο παπά Γρηγόρης φοβάται να μοιραστεί με άλλον την δουλειά του! Θέλει μονάχα αυτός να μπορεί να βάνει και να βγάνει κόσμο από την βασιλεία των ουρανών! Ο άλλος, ο γυμνόπους παπά Φώτης, νηστικός, με μπαλωμένα ράσα, εκλιπαρεί για λίγη στοργή, για ένα κομμάτι ψωμί… Άδικα όμως! Βλέπεις, ο παπά Γρηγόρης έχει πάρει απόφαση και την κυρύχνει στ’ όνομα του Θεού:” Η παράδεισος, είναι μικρή, δεν χωρούν όλοι μέσα…”
Μια πόρνη, μια άλλη Μαγδαληνή της ιστορίας, θα κάνει πρώτη τον νόμο της αγάπης πράξη, για να την ακολουθήσουν και άλλοι μετά! Μια πόρνη, μια παστρικιά, μια ξεπατωμένη, με τα μαγαρισμένα χέρια της, ανοίγει την πόρτα του παραδείσου χωρίς να το δει ο παπάς και να την σταματήσει… Το έργο προχωρά στην διήγηση του και μετρώντας τις σελίδες του καταλαβαίνεις καλά, πως ο Χριστός ξανασταυρώνεται!
Οι δυο παπάδες, βρίσκονται αντικριστά! Ο ένας παλεύει για τον εαυτό του. Ο άλλος παλεύει για το λαό του…. Στο τέλος μιλά όμως ο Θεός! Α, ρε Καζαντζάκη, που θέλησες να μας πείσεις πως δεν πίστεψες τίποτα, δεν έλπισες τίποτα και είσαι λεύτερος! Μόνο τούτο σου το έργο να διαβάσει κανείς, μπορεί να καταλάβει καλά πως ποτέ δεν έχασες ούτε την πίστη σου, ούτε την ελπίδα σου ούτε και την λευτεριά σου… Θεός σχωρέσου μπαρμπά Νίκο, γιατί μας θυμίζεις πως πάντα θα υπάρχουν παπά Γρηγόρηδες και παπά Φώτηδες, αλλά πως τελικά, αυτοί οι λίγοι, οι τελευταίοι ,οι μικροί και αληθινά μετανοημένοι είναι που κρατούν όχι τα κλειδιά της Βασιλείας αλλά τον ίδιο τον Χριστό μαζί με τον άνθρωπο στα χέρια τους…. Καλή Ανάσταση και σε εσέ, αλλά και σε εμάς…
π. Θωμάς Ανδρέου