Γίνεται πολύς λόγος τις τελευταίες ημέρες για την αναγνώριση από την ελληνική δικαιοσύνη, και ειδικότερα από το Ειρηνοδικείο Φλώρινας, ως νόμιμης της ιδρύσεως και της λειτουργίας σωματείου υπό την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και με έδρα την πόλη της Φλώρινας.
Διαβάστε – Φλώρινα: Ιδρύεται Κέντρο «Μακεδονικής» γλώσσας – Ευχαριστίες Ζάεφ σε Τσίπρα-Μητσοτάκη
Διατυπώθηκαν από πολλές πλευρές απόψεις, αντίθετες προς την άποψη της αποφάσεως. Μεταξύ δε αυτών και συγκαταλέγεται και Ψήφισμα εγνωσμένου κύρους επιστημονικού Σωματείου, στο οποίο – αφού επισημαίνεται, πως με οργή πληροφορήθηκε το σωματείο την ίδρυση του αποκαλούμενου ως Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας της Ελλάδας», εν τέλει δι’ αυτού (του Ψηφίσματος) ζητείται από την Κυβέρνηση:
Πρώτον, να μην επιτρέψει την ίδρυση και τη λειτουργία Οργανώσεων και Σωματείων που καπηλεύονται την ελληνικότητα της μακεδονικής γλώσσας», ενώ η αναγνώριση του νομικού αυτού προσώπου προήλθε από την ελληνική Δικαιοσύνη, στο έργο της οποίας δεν μπορεί εκ του Συντάγματος – τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο – να παρέμβει η Πολιτεία.
Δεύτερον, να ακυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία όμως ως νόμιμη σύμβαση καταγγέλεται και δεν ακυρώνεται. Ακύρωση θα μπορούσε να συζητηθεί, εφόσον επρόκειτο για παράνομη σύμβαση.
Αυτό που θέλω να καταδείξω με τα ανωτέρω, είναι, ότι οι συνέπειες από τη διεθνή αυτή Σύμβαση – η οποία με βρίσκει απολύτως αντίθετο, συνιστά όμως διεθνή υποχρέωση της χώρας μας νομίμως αναληφθείσα από νόμιμη Κυβέρνηση – δεν αντιμετωπίζεται με δηλώσεις και διακηρύξεις αυτού του είδους αλλά με τεκμηριωμένες από νομικής απόψεως θέσεις και προβολή αυτών στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή.
Ποια θα έπρεπε να είναι λοιπόν η αντίδρασή μας απέναντι σ’ αυτήν την εξέλιξη; Η άμεση προσφυγή μας στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, το οποίο είναι – δυστυχώς – η αφετηρία μας και ό,τι έχουμε αυτή τη στιγμή, για να υπερασπιστούμε την ιστορία μας, την γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας απέναντι στην φαλκίδευση και στην παράνομη και ανιστόρητη εκμετάλλευση και οικειοποίηση τους από το γειτονικό μας κράτος.
Λοιπόν κατά τη Συμφωνία των Πρεσπών:
α) κατά άρθρο 1, πργφ. 3, εδάφιο α΄, το επίσημο όνομα του δευτέρου συμβαλλομένου μέρους (δηλαδή του κράτους των Σκοπίων) είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», όνομα το οποίο έχει σαφώς γεωγραφικά όρια ισχύος, ίδια με την γεωγραφική έκταση του κράτους αυτού,
β) κατά το άρθρο 1, πργφ. 3 εδάφιο β΄, η ιθαγένεια των πολιτών του δευτέρου συμβαλλομένου μέρους (δηλαδή του κράτους των Σκοπίων) είναι η Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Και αν λάβουμε υπόψιν, ότι ιθαγένεια είναι ο δημοσίου δικαίου νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με την πολιτεία, στην οποίας τον λαό αυτό ανήκει, καταλαβαίνουμε ότι και η «μακεδονική» ιθαγένεια έχει και αυτή συγκεκριμένο φάσμα ισχύος και αφορά αποκλειστικώς και μόνον τους πολίτες του κράτους αυτού.
Συνεπώς, «Μακεδόνες/πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» εκτός των πολιτών του Κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, δεν νοούνται,
γ) κατά το άρθρο άρθρο 1, πργφ. 3 εδάφιο γ΄, η γλώσσα του δευτέρου συμβαλλομένου μέρους (δηλαδή του κράτους των Σκοπίων) είναι η «μακεδονική», η οποία εξ ορισμού ως γλώσσα του κράτους αυτού, είναι η γλώσσα των πολιτών του και μόνον αυτών. Συνεπώς, η μονομερής και αυθαίρετη αντίληψη του κράτους αυτού ή ιδιωτικών οντοτήτων αυτού, ότι κατατάσσονται στα «μακεδονικά», οποιαδήποτε γλώσσα ή οποιοδήποτε ιδίωμα που μοιάζει με την «μακεδονική» γλώσσα και ομιλείται εκτός των συνόρων του κράτους αυτού και από άτομα, που δεν είναι πολίτες του κράτους αυτού – είναι παντελώς αβάσιμη και αντίθετη με τη Συμφωνία των Πρεσπών,
δ) κατά το άρθρο 7, πργφ. 3 το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος (δηλαδή το κράτος των Σκοπίων) αποδέχεται, ότι με τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» νοούνται η επικράτεια του, η γλώσσα του, ο πληθυσμός του και τα χαρακτηριστικά τους με την δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, που είναι διακριτώς διαφορετικά από αυτά, που αναφέρονται στο άρθρο 7 πργφ. 2 (που αφορά στην χρήση των όρων από εμάς). Συνεπώς, η χρήση των δύο αυτών όρων από τους βόρειους γείτονές μας χαρακτηρίζει μόνον:
– τη γεωγραφική επικράτεια του κράτους τους
– τη γλώσσα των ιδίων ως πολιτών του κράτους τους
– τον πληθυσμό του κράτους τους, δηλαδή τους πολίτες αυτού με ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, που περιορίζονται χρονικώς μόνο στην περίοδο που υπάρχει το συγκεκριμένο κράτος. Το μέγιστο δε χρονικώς διάστημα, στο βάθος του οποίου εκτείνονται η ιστορία, ο πολιτισμός και η κληρονομιά του κράτους αυτού, μπορούμε χαριστικώς να θεωρήσουμε ότι άρχισε το 1947, οπότε και ιδρύθηκε από τον Γιόζιπ Μπροζ Τίτο το κράτος της «Μακεδονίας» ως τμήμα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας,
ε) κατά το άρθρο 7 πργφ. 5 η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αποσκοπεί να υποτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή να αλλοιώσει ή να επηρεάσει την χρήση (εννοείται των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας») από τους πολίτες εκάστου συμβαλλομένου μέρους. Συνεπώς, δικαιούχοι της χρήσεως των όρων αυτών είναι:
– οι Έλληνες πολίτες, όπως προβλέπει η πργφ. 2 του άρθρου 7 και
– οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας, όπως προβλέπει η πργφ. 3 του άρθρου 7, οπότε αποκλείεται η χρήση των όρων αυτών από τους πολίτες του ενός συμβαλλομένου μέρους συμφώνως προς τον τρόπο χρήσεως των όρων αυτών από τους πολίτες του άλλου συμβαλλομένου μέρους. Αυτό σημαίνει με απλές λέξεις, ότι έλληνας πολίτης δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» με το περιεχόμενο, που αναγνωρίζεται για τους «μακεδόνες» πολίτες και αντιστρόφως.
Από όλα τα παραπάνω, καθίσταται σαφές, ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις εκάστου συμβαλλομένου μέρους αφορούν αποκλειστικώς τα κράτη και κυρίως τους πολίτες αυτών.
Αυτό σημαίνει, ότι σε καμία περίπτωση τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός συμβαλλομένου μέρους δεν ασκούνται από πολίτες του άλλου συμβαλλομένου μέρους. Αυτήν ακριβώς την ερμηνευτική άποψη υποστηρίζει και κατοχυρώνει και η ίδια η Συμφωνία των Πρεσπών:
1. με το άρθρο 4, πργφ. 2, βάσει του οποίου κάθε συμβαλλόμενο μέρος δεσμεύεται να μην προβαίνει σε οποιεσδήποτε αλυτρωτικές δηλώσεις ή να επιτρέπει αυτές, καθώς και να μην υιοθετεί οιεσδήποτε παρόμοιες δηλώσεις από εκείνους που φέρονται να δρουν για λογαριασμό ή για το συμφέρον του Μέρους.
2. με το άρθρο 6 πργφ. 2, εδάφιο β΄, το οποίο προβλέπει, ότι αν μια ιδιωτική οντότητα στο έδαφος ενός Μέρους εμπλακεί σε τέτοιου είδους δραστηριότητες (δηλαδή που κατά το άρθρο 6, πργφ. 2, εδάφιο α’ υποδαυλίζουν την βία, το μίσος, ή την εχθρότητα εναντίον του άλλου μέρους) εν αγνοία του εν λόγω Μέρους, αυτό το Μέρος, μόλις λάβει γνώση αυτών των ενεργειών, θα λάβει αμελλητί όλα τα απαραίτητα μέτρα που του παρέχει ο νόμος.
Έχοντας τα ανωτέρω υπόψιν, θα κρίνουμε ενδεικτικώς κάποια δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από την επίσημη ιστοσελίδα του «Κέντρου». Ειδικότερα:
α) η επωνυμία της ιστοσελίδας του είναι www.makedonski.gr. Συνεπώς, έχουμε αποδεδειγμένα δραστηριοποίηση ιδιωτικής οντότητας του άλλου συμβαλλομένου μέρους στην Ελλάδα.
Και πώς προκύπτει ότι πρόκειται για ιδιωτική οντότητα της Βόρειας Μακεδονίας, που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα; Πρώτον από τα συγχαρητήρια, που απέστειλαν ο πρώην Πρωθυπουργός του γειτονικού κράτους Ζόραν Ζάεφ και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκολα Ντιμιτρόφ. Δεύτερον, από το ότι η ιστοσελίδα είναι ελληνική (.gr).
β) στην αρχική σελίδα (https://makedonski.gr/index.php?redirect=0) εμφανίζεται το banner «Το παρελθόν μας – το μέλλον μας… Μακεδονική γλώσσα». Και σας ρωτώ, ποιο παρελθόν; Αφού κατά την Συμφωνία των Πρεσπών, όπως προανέφερα, το παρελθόν τους – και ως προς την γλώσσα – έχει έναν χρονικό ορίζοντα, που το μέγιστο πάει πίσω στο 1947. Εάν πάλι, λάβουμε ως αφετηρία την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, τότε μιλάμε για παρελθόν τριάντα εντός (31) ετών. Είναι αυτό παρελθόν;
γ) στην ιστοσελίδα του «Κέντρου» και στην υποδιαίρεση «Για το Κέντρο» (https://makedonski.gr/mod/page/view.php?id=17), αναφέρεται, ότι «…Πρωταρχικός σκοπός του Κέντρου είναι η διατήρηση και η καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα». Και σας ρωτώ, αφού η μακεδονική γλώσσα, αναγνωρίζεται ως τέτοια και νοείται ως τέτοια μόνον η γλώσσα των πολιτών του γειτονικού κράτους, και αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχουν «Μακεδόνες» πολίτες αλλά Έλληνες πολίτες, από πού και ως πού υπάρχει μακεδονική γλώσσα στην Ελλάδα και χρειάζεται μάλιστα η διατήρηση και η καλλιέργεια της; Πολλώ δε μάλλον, από πού και ως πού χρειάζεται διδασκαλία αυτής της γλώσσας, καθώς και υποστήριξη μελλοντικής εισαγωγής της ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) και πανεπιστήμια που βρίσκονται στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης; Και γιατί στην Μακεδονία και στην Θράκη μόνο, και όχι στην Κρήτη; Γιατί άραγε;
Και περαιτέρω, για ποιο λόγο να αναγνωρισθεί ως μειονοτική γλώσσα στην Ελλάδα η «μακεδονική», αφού όπως είπα ήδη, η γλώσσα αυτή είναι η γλώσσα των πολιτών του γειτονικού κράτους και μόνον αυτών.
Από τις παρατεθείσες διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών και την ενδεικτική απαρίθμηση δεδομένων, που αρύονται από την επίσημη ιστοσελίδα του «Κέντρου», εξάγονται δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι, ότι η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας είτε η ίδια ως κρατική οντότητα είτε μέσω ιδιωτικών οντοτήτων, παραβιάζει διαρκώς και επανειλημμένως τις διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, δημιουργώντας λόγους καταγγελίας και όχι ακυρώσεως της.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση βγάλαμε μόνοι μας τα μάτια μας. Ενώ το Ειρηνοδικείο Φλώρινας είχε περισσότερους από έναν λόγους, για να θεμελιώσει την αντίθεση του υποβληθέντος αιτήματος προς την Συμφωνία των Πρεσπών και να το απορρίψει, προχώρησε τελικώς στην έκδοση αποφάσεως, με την οποία ενέκρινε το αίτημα, καταστρατηγώντας τις διατάξεις της προανα φερθείσης Συμφωνίας.
Και τώρα επί του πρακτέου. Ποια είναι η λύση; Η λύση είναι η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 82, εδάφιο β΄ του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία: «Τη διαταγή που δέχεται την αίτηση (εννοείται για ίδρυση σωματείου) έχει δικαίωμα να ανακόψει μόνο ο εισαγγελέας πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης της εποπτεύουσας αρχής, καθώς και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον».
Ο Αναστάσιος Βαβούσκος είναι Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου Δικηγόρος