Του π. Ηλία Μάκου
Εδώ και τέσσερα χρόνια, ένας ταπεινός και γι’ αυτό σπουδαίος εργάτης της Εκκλησίας, ο αείμνηστος αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Βιτάλης (ιδρυτής του Ιερού Προσκυνήματος του Αγίου Νεκταρίου Καμαρίζης Λαυρίου), αν και κοιμήθηκε, στις 8 Φεβρουαρίου του 2018, δεν απουσιάζει.
Εξακολουθούν υπάρξεις να γεμίζουν από το φως της μορφής και της καρδιάς του και να τον… ενατενίζουν.
Καθοδήγησε αμέτρητες πληγωμένες και απροπροσανατολισμένες ψυχές με το λόγο του, αλλά και με τα έργα φιλανθρωπίας του, κάτω από το πετραχήλι του βρήκαν στήριξη πολλοί, νυχθημερόν δεν έβρισκε ανάπαυση, αλλά εξομολογούσε και προσευχόταν, οι ασθένειές του δεν τον έκαμψαν και ένιωθε πάντα, από τα νεανικά του κιόλας χρόνια, την παρουσία του συνονόματός του αγίου Νεκταρίου δίπλα του.
Και όλα αυτά, γιατί είχε επεξεργαστεί μέσα του και τον είχε πλημμυρίσει το μήνυμα της ζωντανής και παντοτινής αγάπης του Αναστημένου Χριστού.
Πάντοτε κρατούσε τα χέρια του υψωμένα προς τον Ουρανό και κατέθετε τις στιγμές του στα κράσπεδα του θεϊκού θρόνου.
Έτσι κατόρθωνε και στάλαζε στις ανήσυχες καρδιές τη γαλήνη και την ελπίδα.
Είχε ανοίξει στη ζωή του ένα άλλο παράθυρο θεώρησης και στοχασμού των πραγμάτων.
Όλο το μυστήριο της ανθρώπινης φύσης, με την ομορφιά και το δράμα του, ήθελε να μετουσιώνεται σε πίστη.
Η ζωή και ο θάνατος, το πρόσκαιρο και το αιώνιο, το χθες και το σήμερα, το αύριο και το μεθαύριο, έπαιρναν στη ζωή του τις αληθινές διαστάσεις.
Ολόκληρη η γήινη πορεία του υπήρξε μια κατάφαση και μια καταφυγή και μια προσαγωγή και μια αναγωγή στη θεϊκή αντίληψη.
Έτσι κατόρθωσε και έριξε τη σαγήνη του Χριστού σε αρκετές ανθρώπινες υπάρξεις , τους τράβηξε κοντά Του. Υπακούοντας στην εσωτερική του ορμή και στο πρόσταγμα του Κυρίου, ξεδίπλωνε το στεναγμό των άλλων και τον έκανε δοξολογία.
Τα λόγια και οι πράξεις του αποκάλυπταν συνεχώς πως η μετοχή στην ζωή της αναγέννησης και της Χάρης, που μας χαρίζει ο Θεός, σφραγίζεται και ολοκληρώνεται με την υπέρβαση της ατομικότητας.
Ας μην θεωρηθεί υπερβολή, αν, επιλογικά, σημειώσουμε ότι τόσο σε συνέπαιρνε το πρόσωπό του, που είχε μια άσβηστη λαμπράδα, παρά τον σωματικό πόνο, ώστε έβλεπες τον αλησμόνητο γέροντα να μοιάζει με αγιογραφία ξεκολλημένη από τον τοίχο και να είναι στημένη μπροστά σου.