Τήν 15ην Φεβρουαρίου 2021 ἐτελέσθη Ἀρχιερατικῶς ἡ Ἱερά Πανήγυρις τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου τοῦ Γέροντος, Ἱδρυτοῦ καί Κτίτορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας «Βοηθείας», ἱερουργοῦντος κατά τήν Θ. Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου, πλαισιουμένου ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. κ. Νεκταρίου Ἐπιτροπάκη, Πρωτοσυγκελεύοντος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τοῦ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρ. κ. Δημητρίου Γεομέλου, Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου, ὡς καί τοῦ Ἱερολογ. Ἀρχιδιακόνου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως κ. Ἀποστόλου Λάρδα, καί μέ τήν συμμετοχή τοῦ ἐπιτρεπομένου ἀριθμοῦ πιστῶν, κατά τήν ἐπακριβῆ τήρηση τῶν ἀπαιτουμένων ὑγειονομικῶν μέτρων.
Αἰσθητή ἦταν ἡ εὐταξία, ἡ κατάνυξη, ἡ ἱεροπρέπεια καί ἡ ἐκκλησιαστική λαμπρότητα τῆς Ἑορτῆς ὡς καί ἡ εὐσέβεια ὅλων τῶν πιστῶν, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, πού προσῆλθαν νά προσκυνήσουν τήν Παναγία τή «Βοήθεια» καί νά καταθέσουν τήν εὐλάβειά τους στόν Ἅγιο Ἄνθιμο, ἀφοῦ μόνο κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στήν Ἱερά Μονή στούς ἄνδρες, ἐνῶ ἰσχύει τό «ἄβατο» γι’ αὐτούς κατά τόν ἄλλο καιρό.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης κ. Μᾶρκος κατά τή διακονία τοῦ Θείου Λόγου ἐτόνισε τήν πνευματική ἀξία καί σημασία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας «Βοηθείας» γιά τήν Ἱερά Μητρόπολί μας ἀλλά καί γιά ὅλο τό Ἑλληνικό Ἀρχιπέλαγος, καί ἀνεφέρθη στά πνευματικά κατορθώματα τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος διέλαμψεν ὡς ἐπίγειος ἄγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος. Ὑπερέβη μάλιστα σέ Χάρη τούς ἀγγέλους, γιατί ἐνῶ ἐκεῖνοι ἄν καί εἶναι ἀσώματοι δέν μποροῦν νά προσφέρουν στό Θεό τή Θεία Λειτουργία. Ἔζησε μέ τήν προσευχή, συνεχῶς προσευχόμενος. Καί αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ Μοναχοῦ, ἡ νοερά προσευχή, ἔργον ἰσαγγελικό, μιά καί ἡ γλῶσσα τῶν ἀγγέλων εἶναι ἡ προσευχή: Νά δοξολογοῦν, νά ὑμνοῦν καί νά μεταφέρουν στό Θεό τίς προσευχές τῶν πιστῶν. Καί τί λέγει ὁ Θεός γι’ αὐτούς; «Δώσω αὐτοῖς ἐν τῷ οἴκῳ μου καί ἐν τῷ τείχει μου τόπον ὀνομαστόν, κρείττω υἱῶν καί θυγατέρων, ὄνομα αἰώνιον δώσω αὐτοῖς καί οὐκ ἐκλείψει» (Ἠσαΐου νστ΄, 5).
Κατά τό Εὐαγγέλιο ὑπόδειγμα νοερᾶς προσευχῆς ὑπῆρξεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «καί ἀπολύσας τούς ὄχλους, ἀνέβη εἰς τό ὄρος (εἰς τόν οὐρανόν) κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι» (Ματθ. ιδ΄, 23). Ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ προσευχή τοῦ νοῦ καί ὄχι τῶν ἐξωτερικῶν λόγων. Εἶναι κατόρθωμα τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου πού προσεύχεται μέ τό πνεῦμά του καί ὄχι μέ τά λόγια. Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη παράδειγμα ἔχομε τήν Ἄννα, τή μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, ἡ ὀποία προσῆλθε στό Ναό τῶν Ἱεροσολύμων, στάθηκε σέ μιά ἄκρη καί προσευχόταν νοερά κινώντας μόνο τά χείλη της. Ὁ γιός τοῦ Ἀρχιερέα Ἠλί τήν εἶδε καί νόμισε ὅτι ἡ Ἄννα εἶχε μεθύσει καί γιαυτό ἐκφραζόταν ἔτσι, ὄμως ἐκείνη εἶπε: Ὄχι, «ἀλλ’ ἐκχεῶ τήν ψυχήν μου ἐνώπιον Κυρίου». Καί ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή της καί τῆς ἐχάρισε παιδί, τόν προφήτη Σαμουήλ, πού ἔχρισε τόν βασιλέα Δαυίδ.
Ἀλλά καί ὁ Μωυσῆς ἐδεήθη στό Θεό, ὅταν κατεδίωκαν τόν λαό οἱ Αἰγύπτιοι στήν Ἐρυθρά θάλασσα καί ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Μωυσῆ, τί βοᾷς πρός με;» . Δέν ἠκούσθη ἡ φωνή τοῦ Μωυσῆ, γιατί ἡ προσευχή του ἦταν νοερά. Καί στήν Καινή Διαθήκη, ὁ Κύριος μᾶς λέγει πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα: «Σύ δέ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖον σου (σῶμα) καί κλείσας τήν θύραν σου (αἰσθήσεις), πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ» (νοερά) (Ματθ. στ΄ 6). Διάχυτη εἶναι καί ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ὅτι τό μύρο ὅταν κλείεται σέ δοχεῖο εὐωδιάζει περισσότερο, ἐνῶ, ἀντίθετα, ὅταν διαχέεται τότε σκορπᾶ, χάνεται ἡ εὐωδία του.
Ἡ νοερά προσευχή εἶναι τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι», μέ τό ὁποῖο ὁ πιστός ἐκφράζει τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία του νά εὑρίσκεται σέ συνεχῆ κοινωνία μέ τό Θεό. Ἡ δύναμή της εἶναι θαυμαστή. Αὐτή σβήνει τήν φλόγα τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός καί τήν μεταβάλει σέ ἀναψυχή καί δροσιά, ὅπως στούς Τρεῖς Παῖδας στήν κάμινο τοῦ πυρός. Νικᾷ τά θηρία τῶν παθῶν, ὅπως τούς λέοντες στόν προφήτη Δανιήλ. Νικᾷ τούς πειρασμούς τοῦ πονηροῦ, ὅπως ἐξαγγέλει ὁ προφητάναξ Δαυίδ. Φέρνει τήν δρόσο τῆς χάριτος στήν καρδία, ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας μέ τήν νοερά προσευχή του ἔφερε τήν βροχή στό Καρμήλιον ὄρος.
Ἡ νοερά προσευχή εἶναι τό θυμίαμα πού φθάνει ἕως τόν οὐρανόν, ἀνεβαίνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, φυλάσσεται σέ χρυσές φιἀλες καί θυμιατίζει ὁ Κύριος. «Καί οἱ 24 πρεσβύτεροι ἔπεσον ἐνώπιον τοῦ Ἀρνίου. ἔχοντες ἕκαστος κιθάρας καί φιάλας χρυσᾶς, γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσιν αἱ προσευχαί τῶν Ἁγίων» (Ἀποκ. ε΄,8).
Αὐτήν, τήν νοερά προσευχή, νά ζητήσωμε καί νά ἐφαρμόσωμε στή ζωή μας μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν πρεσβεία τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου.
Στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας ἔγινε Ἱερά Λιτανεία τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου πέριξ τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἀπό μόνον τόν Σεβασμιώτατο καί τόν Ἀρχιδιάκονο.
Ἀκολούθησε ἡ Ἀρτοκλασία καί πρίν τό «Δι’ εὐχῶν» ὁ Σεβασμιώτατος καί ὅλοι οἱ πιστοί ἀνέπεμψαν τόν Ἐθνικό Ὑμνο, σύμφωνα μέ ἀπόφασή του, πού ὁρίζει νά λέγεται ἐφέτος λόγῳ τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τῆς Ἐθνεγερσίας κάθε Κυριακή στούς Ἐνοριακούς Ἱερούς Ναούς καί σέ κάθε Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία ἀνεξαρτήτως ἡμέρας.