Του π. Ηλία Μάκου
“Δεν πρέπει να ταυτιστείτε με την παρακμή και την αδιαφορία, σκεπτόμενοι ο καθένας ότι “εγώ θα σώσω τον κόσμο”; Ποτέ μην συμβιβαστείτε με την ιδέα ότι «έτσι είναι εδώ τα πράγματα…». Το ερώτημα είναι τι πρέπει να γίνει; Και για το τι πρέπει να γίνει, πηγή είναι η Αγία Γραφή. Είναι πολύ σημαντικό η συνείδησή μας και το υποσυνείδητό μας να είναι γεμάτο με τις αλήθειες του Ευαγγελίου. Και ήθελα να σας πω ότι όσο υπερβολικό ή δύσκολο κι αν σας φαίνεται αυτό, παρακαλώ μείνετε, αντισταθείτε, κάντε μια ποιοτική αντίσταση. Έτσι με αυτόν τον τρόπο αντίστασης μπορούμε να διαμορφώσουμε τη δική μας προσωπικότητα. Μου έρχονται στο μυαλό τα νεανικά μου χρόνια όταν αποσπάσματα από την Αγία Γραφή μου έδιναν πολλές φορές ασυναίσθητα ή αυτόματα δύναμη στις δυσκολίες”!
Αυτά τα λόγια, που προέρχονται από τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά και από την ανεξάντλητη εμπειρία ζωής του, είπε, μεταξύ άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος σε 100 και πλέον νέους και νέες, που τον επισκέφθηκαν πρόσφατα και μοιράστηκε με πολύ χαρά, συζητώντας, το χρόνο του μαζί τους.
Αγόρια και κορίτσια από τα Τίρανα (Νεολαία Αρχιεπισκοπής), από τις Μητροπόλεις Κορυτσάς και Ελμπασάν, αλλά και από το Αλβανοαμερικανικό Σχολείο ”Πρωταγωνιστές” της Εκκλησίας της Αλβανίας επηρεάστηκαν βαθιά από τη σοφία του Αρχιεπισκόπου, που γνωρίζοντας και το έργο του, διαπίστωσαν, για μια ακόμη φορά, ότι η ίδια η ζωή του είναι το καλύτερο παράδειγμα, που δίνει. Και το κατάλαβαν από την περιγραφή του, για το τι ερειπωμένη και ρημαγμένη κατάσταση συνάντησε στην Αλβανία όταν πρωτοπήγε και τι κατόρθωσε να επιτύχει τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια. Όπως εξήγησε από “το 1967 μέχρι το 1990 είχαμε κάτι εντελώς καινούργιο και πρωτάκουστο. Η πλήρης, απόλυτη απαγόρευση κάθε θρησκευτικής έκφρασης και κάθε εκδήλωσης πίστης. Είχαμε πλήρη απαγόρευση της ελευθερίας της συνείδησης. Και θέλω να πω ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί σε κανένα μέρος του κόσμου και σε καμία στιγμή της ιστορίας”. Και ακολούθησαν η ανάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, αλλά και μια σειρά από παρεμβάσεις στην χώρα (σε έργα υποδομής, παιδεία, υγεία, αγροτικός τομές, φιλανθρωπία κ.λπ.”, που έδωσαν καινούργια πνοή.
Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΣΤΑΤΙΚΟ
Ανέφερε ότι “αυτή η χώρα δεν χρειάζεται μόνο δικαιοσύνη, χρειάζεται περισσότερη αγάπη. Δεν βλέπω τους πολιτικούς να δίνουν σημασία σε αυτό το σημείο. Σεβασμός και αγάπη χρειάζονται! Πάρτε πρωτοβουλίες. Μην παραμένετε μόνο θεατές, παρατηρητές ενός έργου. Κατεβείτε από τις κερκίδες του γηπέδου, στο γήπεδο. Ό,τι γίνεται στην Εκκλησία μας είναι προσφορά και δώρο αγάπης. Μην ακούτε το σύνθημα ότι η Εκκλησία έχει χρήματα. Η αλήθεια είναι ότι η εκκλησία δεν έχει χρήματα! Αυτό που έχει η Εκκλησία, το μόνο που έχει. είναι η προσφορά των μελών της, αλλά και των φίλων της από άλλες χώρες. Και αυτή η προσφορά των μελών της πρέπει να είναι ένα συνεχές, ρέον ποτάμι. Η αγάπη δεν είναι κάτι στατικό, είναι δημιουργικό και εμπνευσμένο. Η αγάπη ξεκινά με ένα χαμόγελο και φτάνει μέχρι τις μεγαλύτερες θυσίες!”.
“ΟΧΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΦΥΓΩ…”
Απαντώντας σε ερώτηση πως έκανε την επιλογή να αφιερωθεί στην Ιεραποστολή και τι τον κράτησε στην Αλβανία, σημείωσε:
“Πάντα αναρωτιόμουν, ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορώ να κάνω στη ζωή μου; Και η απάντηση ήταν να ζήσω όσο πιο βαθιά γίνεται τη χριστιανική αγάπη. Και έτσι επέλεξα να σπουδάσω θεολογικές σπουδές, έχοντας κατά νου την Εκκλησία. Όμως στο μεταξύ υπάρχουν και άλλοι ενδιάμεσοι σταθμοί, δυσκολίες, διλήμματα, κενά κ.λπ. Έχουμε ξεχάσει εκείνη την εντολή, που προέρχεται από ένα ορθρινό Ευαγγέλιο, το οποίο διαβάζουμε πολύ συχνά που λέει: «Πηγαίνετε και κάντε μαθητές από όλα τα έθνη». Και αυτή η εντολή του Ευαγγελίου έγινε η αφορμή για να ξεκινήσω, μια προσπάθεια που επικεντρώθηκε σε αυτό, που λέει το Ευαγγέλιο: Πήγαινε!”
Ήταν τότε η εποχή, που η Αφρική βγήκε από το βαθύ σκοτάδι, όπου σχηματίστηκαν ανεξάρτητα κράτη, και αυτός ο προσανατολισμός μου καθοδηγούνταν από αυτή την υποχρέωση που πίστευα ότι είχα. Συχνά έλεγα τότε ότι δεν είναι απαραίτητο να μιλάμε ή απλώς να γράφουμε για τους ιεραποστόλους, αλλά είναι σημαντικό να πάμε εκεί και να κάνουμε το ίδιο. Και υπάρχουν διαφορετικοί σταθμοί σε αυτό το ταξίδι!
Και η Αλβανία, αν και είναι γειτονική χώρα με την Ελλάδα, σας λέω ότι δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να βρεθώ για ιεραποστολικό έργο. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν ήμουν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, θυμάμαι την Αλβανία, ήταν μια χώρα σχεδόν εντελώς ξεχασμένη, υπήρχε η σκέψη ότι η πίστη εκεί έχει σβήσει, έχει τελειώσει. Και μια στιγμή που ήμουν στην Αφρική δέχτηκα ένα τηλεφώνημα, στις 3 Ιανουαρίου 1991. Σε εκείνο το τηλεφώνημα μου είπαν συγχαρητήρια, έχετε επιλεγεί να πάτε ως Έξαρχος, δηλαδή ως απεσταλμένος στην Αλβανία για να δείτε τι έχει απομείνει από την Εκκλησία εκεί. Αυτός που μου μίλησε στο τηλέφωνο ήταν κάποιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την Κωνσταντινούπολη, ο Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας, ο οποίος μου είπε ότι “η Αλβανία είναι ήδη ανοιχτή στις δημοκρατικές εξελίξεις και έχουμε το χρέος της Παρουσίας της Ορθοδοξίας στη χώρα αυτή. Γνωρίζουμε την εμπειρία σας σε αυτόν τον τομέα και την ολόπλευρη προσπάθειά σας και μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε αυτό”. Και έκανα το πιο γρήγορο ταξίδι που είχα κάνει ποτέ από την Αφρική στην Αθήνα. Και περίμενα 6 μήνες να μου δώσουν τη βίζα για να έρθω στην Αλβανία. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η προσπάθεια! Ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ. Δεν μου είπαν βέβαια να πάω να γίνω Αρχιεπίσκοπος εκεί. Μου είπαν ότι θα πάω απλώς ως Έξαρχος. Και το θέμα είναι ότι όταν πέρασε η πρώτη περίοδος, ενώ είχα έρθει και είχα δει τι γινόταν εδώ, ήρθε η δεύτερη ερώτηση που μου έκαναν: Αν σου προτείναμε να μείνεις εκεί ως Αρχιεπίσκοπος θα δεχόσουν; Και είχαν στο μυαλό τους ότι η απάντησή μου θα ήταν αρνητική, επειδή είχα τα καθήκοντά μου, εκκλησιαστικά και επιστημονικά, και κανείς δεν πίστευε ότι κάποιος θα τα άφηνε αυτά και θα πήγαινε στην Αλβανία. Και η απάντησή μου ήταν: Αν το θέλει ο κόσμος εκεί, εάν εσείς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το θέλετε, και αν η κυβέρνηση της Αλβανίας το δεχτεί, θα το σκεφτώ. Και σκέφτηκα στο μυαλό μου ότι αυτός ήταν ένας τρόπος να το αποφύγω. Γιατί όλοι οι φίλοι μου έλεγαν μην κάνω το λάθος να μείνω εκεί, γιατί δεν γίνεται τίποτα, γιατί δεν με ξέρουν και θα ήμουν πάντα ύποπτος, δε θα με αγαπούν και δεν θα με αγήσουν να δουλέψω. Μη δεχτείς ισόβια εξορία εκεί, με συμβούλεψαν οι φίλοι μου. Αλλά και πάλι η άποψή μου ήταν ας γίνει αυτό που θέλει ο Θεός. Έκανα μια συζήτηση με μια ομάδα αδελφών από την Κορυτσἀ, που μου έκαναν την εξής ερώτηση: Όλα αυτά τα χρόνια προσευχόμασταν να έρθει ένας άνθρωπος, που θα μας αγαπούσε και θα μας βοηθούσε και τώρα θα φύγεις; Και είπα όχι, δεν θα φύγω”.
ΑΝΟΙΧΤΗ Η ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ
Η αγκαλιά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου είναι πάντοτε ζεστή και ανοιχτή για τους νέους, τους οποίους στηρίζει πολλαπλά και φροντίζει για τη μόρφωσή τους, ενώ τους θεωρεί στυλοβάτες της κοινωνίας, στην οποία μπορούν να δώσουν νέα προοπτική και νέα δυναμική.
Αγωνία του κ. Αναστασίου είναι οι νέοι να διατηρήσουν και να μην μολύνουν την αγνότητα της ψυχής τους. Να μην πέσουν θύματα αιμοδιψών “τσακαλιών”. Δεν θέλει το έδαφος να ξηραίνεται κάτω από τα πόδια του, να μην ωχριά το ροδαλό πρόσωπό τους, να μην εξασθενεί ο χαρακτήρας τους. Και βρίσκεται σταθερά στο πλευρό τους.
Τους θεωρεί άνθη χαρωπά και λουλούδια ολόδροσα, που δεν πρέπει να σκεπαστούν από τη σκόνη της εποχής μας. Και τους καλεί συνεχώς να έχουν εμπιστοσύνη ακλόνητη στον Θεό και έτσι θα εμπιστευτούν και τον εαυτό τους και τους συνανθρώπους τους. Να μη σβήσει η σπίθα του Θεού και του καλού μέσα τους και να γίνει φλόγα.
Είναι πατέρας για τους νέους, έτσι τον αισθάνονται και οι ίδιοι, που τους δέχεται χωρίς όρους και όρια και τους σφίγγει μέσα στην καρδιά τους.
Τους προτρέπει με τα λόγια και τις πράξεις του να σπάσουν, αγωνιζόμενοι, τον πάγο της αμαρτίας. Και με μια βούληση αναστημένη και ακμαία τους βοηθάει να πλαστουργήσουν την προσωπικότητά τους. Και να μη φυλλορροήσουν μέσα στη λάσπη των παθών και μέσα στα τέλματα των προβλημάτων.
Ο Αρχιεπίσκοπος, παρά τη μεγάλη ηλικία του, ακτινοβολεί μια αγέραστη νιότη ζωής και είναι θετικός συντελεστής στην πορεία της ζωής του.