- Τάκης Θεοδωρόπουλος
Θα συμφωνήσετε ότι οι εορτασμοί των διακοσίων χρόνων δεν εντυπωσίασαν το Πανελλήνιο. Η επιτροπή μας πρόσφερε ορισμένες ευφάνταστες αμφιέσεις της κ. Αγγελοπούλου σε ύφος haute couture εθνεγερσίας και μερικές δημόσιες παρεμβάσεις μελών της για τις ερωτικές επιδόσεις του Καραϊσκάκη. Κατά τα λοιπά, όλα κύλησαν ήσυχα και υποτονικά, με αποτέλεσμα σήμερα, τρεις περίπου μήνες μετά το τέλος του εορταστικού έτους, όχι μόνον να μας είναι άγνωστος ο απολογισμός των δραστηριοτήτων της, αλλά, το χειρότερο, να μας αφήνει μάλλον αδιάφορους. Το μόνο βέβαιο είναι πως ό,τι κι αν έγινε απέχει παρασάγγας από τις αρχικές φιλοδοξίες. Ούτε το rebranding του ονόματος επετεύχθη, ούτε κάτι από όσα έγιναν άγγιξε τη συλλογική μας ευαισθησία. Και εν πάση περιπτώσει δεν έδωσε απάντηση στο ερώτημα: «Τι σημαίνει το όνομα Ελληνας εν έτει 2021». Ποια η σχέση του με τη μακραίωνη Ιστορία του Ελληνισμού, με τη γλώσσα του, με την υπόλοιπη Ευρώπη και κατ’ επέκταση με τον κόσμο.
Τις προάλλες επισκέφθηκα τη μικρή, αλλά πυκνή έκθεση για τα διακόσια χρόνια που οργανώθηκε στη Βουλή, στη λεγόμενη αίθουσα Βενιζέλου, πρώην «Τροπαίων και Υπασπιστών» Είναι στραμμένη στο κίνημα του Φιλελληνισμού και στις ευρωπαϊκές επιρροές των Ελλήνων του καιρού εκείνου. Το ενδιαφέρον της είναι ανθρωπολογικό, αφού προσεγγίζει το θέμα της ακόμη και μέσα από αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Αλήθεια, τι έκανε η επιτροπή για να αναδείξει τη σημασία του Φιλελληνισμού; Ενα μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Υπήρξαν Φιλέλληνες, αλλά δεν υπήρξαν «Φιλοϊταλοί» για να υποστηρίξουν τον Γκαριμπάλντι. Θα ήταν χρήσιμο από πολλές απόψεις. Θα μας βοηθούσε να διαλύσουμε το νεφέλωμα των εμμονών μας που θέλουν τους «ξένους» να ενδιαφέρονται για μας μόνον από συμφέρον. Οσοι ήρθαν ώς εδώ για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων δεν το έκαναν επειδή ήσαν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Κάτι τους συγκίνησε, κάτι τους ενέπνευσε. Δεν θα ήταν άχρηστο να συνειδητοποιήσουμε εμείς οι σημερινοί με ποιον τρόπο οι αγώνες των προπαππούδων μας άγγιξαν τις ευρωπαϊκές ελίτ.
Αναρωτιέμαι τι δεν πήγε καλά. Ισως να φταίει ότι η επιτροπή στελεχώθηκε σχεδόν αποκλειστικά από πανεπιστημιακούς, και δη ιστορικούς. Ο καθένας απ αυτούς συμπεριφέρθηκε σαν να θέλει να δικαιώσει το έργο του ερμηνεύοντας με τον δικό του τρόπο το γεγονός. Ομως ο εορτασμός των διακοσίων ετών απαιτεί πολύ πιο ανοιχτή αντιμετώπιση από την αποτίμηση των γεγονότων. Η Επανάσταση είναι ένα γεγονός. Πώς διαμορφώθηκε η κοινωνία που προέκυψε από τον αγώνα και οι νοοτροπίες που όρισαν τη συμπεριφορά τους είναι ένα άλλο. Κι εκεί παρεμβαίνουν πολλοί παράγοντες, οι οποίοι ξεπερνούν τις δυνατότητες των ιστορικών.
Γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια της εθνικής μας ταυτότητας. Είναι δυνατόν να στήσουμε γιορτή χωρίς να καλέσουμε τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σικελιανό, τον Ελύτη και τον Σεφέρη; Πριν από μερικούς μήνες κάποιος από την επιτροπή είχε χαρακτηρίσει τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο διαμορφωτή της εθνικής μας ιδεολογίας. Μόνον που η συνέχεια του ελληνικού Εθνους δεν είναι ιδεολογία. Είναι ο πυρήνας της συλλογικής μας ευαισθησίας, εγγεγραμμένος στο ασυνείδητό μας. Θα είχε υπάρξει ο Καβάφης χωρίς τον Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος ήταν και ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς; Ακόμη και σήμερα την Ιστορία του διδάσκουμε στα σχολεία, ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε. Το 1922 ήταν το αγγελτήριο θανάτου της Μεγάλης Ιδέας του αλυτρωτισμού. Η ελληνική κοινωνία έπρεπε να βρει κάτι εξίσου ισχυρό για να καλύψει το κενό. Προσπάθησε να της το δώσει η λογοτεχνική γενιά του τριάντα με την αναζήτηση της «ελληνικότητας» Είναι δυνατόν να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια χωρίς να καλέσουμε τη δημιουργία του μεσοπολέμου και να αναρωτηθούμε, τουλάχιστον, πώς αυτή συμμετείχε στη συλλογική ευαισθησία που οδήγησε στο Επος του Σαράντα; Μπορούμε να κατανοήσουμε τι έγινε το 1940 χωρίς το «Ασθενείς και Οδοιπόροι» του Θεοτοκά;
Αυτά τα ολίγα και θα επανέλθω.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/