Του π. Ηλία Μάκου
Τόσο κατά την Μεγάλη Εβδομάδα, όσο και κατά την Ανάσταση, αλλά και την Διακαινήσιμο Εβδομάδα, οι Ορθόδοξοι των Αγίων Σαράντα έζησαν ανεπανάληπτες στιγμές Ορθοδοξίας.
Ένιωσαν συναισθήματα κατάνυξης, όταν είδαν το “φως του κόσμου”να σβήνει επάνω στο σταυρό, μέσα στο σκοτάδι του θανάτου.
Ο “ωραίος κάλλει” βυθίστηκε στην αγωνία του πόνου. Το σώμα του κρεμόταν μαστιγωμένο στο Σταυρό.
Γιατί (;) αναρωτιούνταΙ τα μάτια των πιστών, καθώς πονεμένα ύψωναν το βλέμμα στον αιμόφυρτο Εσταυρωμένο. Γιατί (;), θέλουν, μα δεν τολμούν να ψιθυρίσουν τα χείλη και μένουν βουβά μπροστά στον ανείπωτο πόνο του Σταυρού.
Γιατί, Αυτός, που πάσχει στο Σταυρό πληγωμένος είναι η Αγάπη. Και η Αγάπη, που είναι ο Θεός, δέχτηκε να πάρει τη θέση του καταδίκου.
Εάν δεν ήμουν εγώ επάνω εδώ Εσταυρωμένος, είναι σαν να μας λέει, θα ήσουν εσύ. Πονώ, για να μην πονέσεις εσύ. Υβρίζουν εμένα, ενώ ένοχος είσαι εσύ. Εμένα ακταρώνται, αντί για σένα. Με το αίμα μου χαρίζω την απαλλαγή σου.
Όσα καρδιά στο Σώμα του Χριστού και αν έχουν μπήξει, Εκείνου η καρδιά πάλλει γι μας ζεστή, καυτή από Αγάπη και ανοίγει τους κρουνούς της αθανασίας, τις πηγές της ζωής, που αναβλύζουν και λούζουν και αγνίζουν την ψυχή.
Αλλά ο γεμάτος συγκατάβαση Χριστός, έρχεται μπροστά τους. Αναστημένος. Τον έχουν ανάμεσά τους.
“Ειρήν υμίν”. Αντιλαλεί η γλυκιά στοργική του φωνή. τους δείχνει τα τρυπημένα άχραντα χέρια και τα πόδια. Να τα! Τους δείχνει την λογχευμένη Του θεϊκή πλευρά.
Θεέ μου! Σκύβουν ευλαβικά το κεφάλι. Να προσκυνήσουν μόνο θέλουν. Αναθαρρεύουν. Είναι σίγουροι τώρα για την πίστη τους. Ω, έχουν μπροστά τους χειροπιαστή την πραγματικότητα. Τον Αναστημένο Ιησού.
Και άκουσαν μετά το “χαίρετε”. Άκουσαν τον χαιρετισμό του Αναστάντα.
Την πρόσκλησή Του, την παράκλησή Του να κάνουν μόνιμο περιεχόμενο της ψυχής τους την αναστάσιμη χαρά. Την χαρά την δική Του.
Την χαρά, που πηγάζει από Εκείνον και την Ανάστασή Του και αναζωογονεί τον άνθρωπο, που την δέχεται και την απολαμβάνει.
Αλλά, αφού από τον Χριστό και την Ανάστασή Του προέρχεται η χαρά, ματαιοπονούμε, οι άνθρωποι, όταν τη ζητούμε, μακριά από Αυτόν και την εμπνευσμένη ζωή, που κήρυξε.
Μακριά από Αυτόν, υπάρχουν υποκατάστατα χαράς, σταγόνες ίσως χαράς, αναμειγμένες με χολή πικρίας και πόνου, αλλά δεν υπάρχει η αληθινή χαρά.
Μακριά από τον Αναστάντα Κύριο, είναι σαν να προσπαθούμε να συλλάβουμε συνεχώς απομακρυσμένες σκιές.
Με τα φτερά της αναστάσιμης χαράς οι πιστοί των Αγίων Σαράντα άφησαν την καρδιά τους να πετάξει σαν αετός στα αιθέρια πλάτη, διακηρύττοντας και ομολογώντας: Χριστός Ανέστη.
Ρόδινη ελπίδα τους φέρνει η Ανάσταση του Χριστού.
Και αντιφωνεί η ίδια η ζωή: Αληθώς Ανέστη.