Του π. Ηλία Μάκου
Αναστηλώνεται ένα ιστορικό κτίριο, αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Ζαγορίου, το Αναγνωστοπούλειο Σχολείο στο Δίλοφο, που ήταν έτοιμο προς κατάρρευση.
Χρονολογείται από το 1855, οπότε κτίστηκε με χρήματα των καταγομένων από το Δίλοφο ευεργετών Ιωάννη και υιού του Δημήτρη Αναγνωστόπουλου, που δραστηριοποιούνταν εμπορικά στη Βραΐλα της Ρουμανίας.
Λειτούργησε αρχικά ως Αρρεναγωγείο και ύστερα Δημοτικό Σχολείο μέχρι το 1950 περίπου. Κατόπιν ερήμωσε. Τη δεκαετία του 1990 έγιναν σε αυτό κάποιες εργασίες συντήρησης, που αφορούσαν στην μερική επισκευή της τοιχοποιίας και στην στέγη.
Έκτοτε παρέμενε σε άθλια κατάσταση, ώσπου η Περιφέρεια Ηπείρου, ξεπερνώντας τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, αποκαθιστά τις εκτεταμένες ζημείος.
Βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, το οποίο κατοικήθηκε, μετά την εισβολή των Σλάβων, στην Ήπειρο (540 μ.Χ.), όταν οι κάτοικοι του χωριού Πιτούρνι εγκαταστάθηκαν εκεί. Από αυτούς πήρε και την πρώτη του ονομασία το χωριό, Σοποτσέλι, που σημαίνει «ο τόπος που έχει νερό». Το 1920 μετονομάστηκε σε Δίλοφο, καθώς είναι χτισμένο πάνω σε δύο λόφους.
Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του χωριού, του οποίου όλα τα κτίσματα είναι φτιαγμένα από τον τοπικό σχιστόλιθο, άρχισε στα τέλη του 14ου- αρχές του 15ου αιώνα, ενώ τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του γνώρισε ο οικισμός τον 19ο αιώνα.
Το 1969 το χωριό κηρύχθηκε τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και με προεδρικό διάταγμα του 1979 χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός οικισμός.
Πολλοί κάτοικοί του ξενιτεύτηκαν και πρόκοψαν στα ξένα, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια του Ιωάννη Αναγνωστόπουλο, που ποτέ δεν ξέχασε το τόπο της και τα ευεργετήματα προς αυτόν ήταν πολλά.
Οι ευεργέτες Ιωάννης και Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ένιωσαν το λεπτό άνθος της ευγνωμοσύνης και της νοσταλγίας προς την γενέθλια γη να αναπτύσσεται στην ταπεινή κι ευγενική ψυχή τους.
Μα προπαντός ήθελαν να βοηθήσουν, ωθώντας τα παιδιά στη γνώση, να εκπληρώσουν, όταν μεγαλώσουν, την αποστολή τους στην κοινωνία και στην Πατρίδα.
Τέτοια ήταν τα κίνητρά τους, γι’ αυτό δεν έχουν σβηστεί τα ονόματά τους, αλλά επιζούν στους στοχασμούς τους.