Του Θεοδώρου Καλμούκου
Την Παρασκευή 10 Απριλίου συμπληρώθηκαν δέκα πέντε χρόνια από την εκδημία του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιακώβου. Πώς πέρασαν αλήθεια τα χρόνια! Πώς κυλά ο χρόνος μέσα στην αέναη ροή του και στροβιλίζεται ξανά και ξανά κι εμείς προσπαθούμε να τον μετρήσουμε, ανυποψίαστοι, ίσως, πως εκείνος μας μετρά και μας σημαδεύει.
Ήταν Κυριακή απόγευμα, θυμάμαι, τότε 10 του Απρίλη που ο Ιάκωβος φτερούγισε και διάβηκε τα γαλάζια πλάτη του ουρανού «προς υπάντησιν του Χριστού», της «Χώρας των Ζώντων». Ηταν μια μέρα της άνοιξης ολόφωτη κι ηλιόφωτη που μόλις είχε αρχίσει η γης να μοσχοβολά μυρτιές και πάλι.
Μόλις είχαν παύσει τα εμβατήρια και οι ιαχές «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», από τις παρελάσεις της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης, που είχαν αντηχήσει στις καρδιές όλων των γενεών τη θύμηση και τη μνήμη του μεγάλου θαύματος του 1821. Γιατί ήταν ένα σωστό θαύμα το 1821 αφού η μικρή σε αριθμούς, αλλά μεγάλη στην ψυχή και στο πνεύμα Ελλάδα αποτίναξε τη σκλαβιά του βάρβαρου Τούρκου κατακτητή. Ήταν τότε στο τέλος της παρέλασης που ο Ιάκωβος άφησε την στερνή του την ανασαιμιά, κι έφυγε, έφυγε για παντοτινά. Και πήγε και κατασκήνωσε στη γειτονιά των αγγέλων και στη συντροφιά των «οικείων του Θεού».
Περίμενε φαίνεται να ακούσει για τελευταία φορά τις πασίχαρες ιαχές από τα στόματα των ομογενών μας, μικρών και μεγάλων, ιδιαίτερα των μικρών παιδιών που είναι η ελπίδα και το μέλλον της Ομογένειας μας πως «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» και μετά να κλείσει τα μάτια του για παντοτινά.
Κι από τότε αναπαύεται στον περίβολο της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη, πίσω από την κόγχη του Ιερού Βήματος του παρεκκλησίου του Τιμίου Σταυρού, έχοντας για συντροφιά τις νύχτες τις αξημέρωτες του τάφου, τον Μητροπολίτη και στενό του συνεργάτη τον Νέας Ιερσέης Σίλα και τον Επίσκοπο Αβύδου Γεράσιμο.
Ο τελευταίος, ο Επίσκοπος Αβύδου Γεράσιμος, ήταν ένας πολύ σεμνός, ήσυχος, ανθρώπινος, γαλήνιος και ειρηνοποιός ιεράρχης. Ευρυμαθής και με ήθος εκκλησιαστικό, που ανέδυε μία αισθαντική αγιότητα. Ίσως μια μέρα να καταταγεί ανάμεσα στους αγίους της Εκκλησίας μας. Μακάρι. Ας μου συγχωρεθεί τούτη η προσωπική ανάμνηση, αλλά είχα τη χαρά να ψάλλω πολλές φορές σε Λειτουργίες και Εσπερινούς σε κοινότητες, κι ακόμα να τον οδηγήσω με το αυτοκίνητο μου αρκετές φορές σε Ακολουθίες.
Περνώ πότε-πότε από τους τάφους τους στη Σχολή κάνω ένα σταυροκόπημα και «τα λέμε». Είμαι βέβαιος πως χαίρεται και αγάλλεται ο Ιάκωβος που στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Αμερικής βρίσκεται σήμερα ο Ελπιδοφόρος, ο οποίος την αναστηλώνει και την ανασυγκροτεί.
Μέσα σε λίγους μήνες έχει μεταποιήσει το μαράζι και την ακηδία, δηλαδή την πορεία εις θάνατον, σε ελπίδα και προοπτική και υπενθυμίζει συνεχώς και ακατάπαυστα πως η Αρχιεπισκοπή Αμερικής είναι Εκκλησιαστική Επαρχία της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γεγονός το οποίο συνιστά ιδιαίτερη τιμή και ευλογία.
Ο Ιάκωβος τώρα αναπαύεται εν ηρεμία γνωρίζοντας πια πως η Εκκλησία και η Ομογένεια της Αμερικής που αγάπησε πολύ βρίσκεται σε καλά και άξια χέρια. Προσδοκά Ανάσταση νεκρών και εύχεται και προσεύχεται για την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη λοιμική του κορωνοϊού.