Η Μονή του αγίου Κοσμά κοντά στο Κολικόντασι της Μεγάλης Μουζακιάς ( βόρεια της Απολλωνίας, στην ανατολική όχθη του Άψου ποταμού, λίγα χιλιόμετρα από το Φίερι), που μέχρι το 1991 ήταν εγκαταλελειμμένη, έχει ανακαινιστεί πλήρως, αφού ήταν έντονο το ενδιαφέρον και μεγάλη η φροντίδα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου προς τούτο, αλλά είχε και τη συμπαράσταση των πιστών, που συνέδραμαν ο καθένας με τις δυνατότητές του.
Το καθολικό, τα κελιά, ο εξωτερικός χώρος από τη φθορά, όπου ήταν αφημένα, τώρα είναι πολύ καλά συντηρημένα και φροντισμένα, ώστε η Μονή να αποτελεί ένα από τα επιμελημένα μνημεία της περιοχής.
Η ιστορική Μονή, που είναι κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του αγίου Κοσμά και εκεί βρίσκεται ο τάφος του, αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, το πνευματικό ορμητήριο για να μη ξεχαστεί ο αγώνας του πατρο Κοσμά ενάντια σε κάθε είδους σκλαβιά, ενάντια στην αμάθεια, ενάντια στην αδικία, ενάντια στην απιστία.
Και καταφθάνουν εκεί, ειδικά την ημέρα της εορτής του, όχι μόνο Ορθόδοξοι, αλλά και Μουσουλμάνοι, γιατί τον σέβονται και τον ευλαβούνται, ως οδηγό και κήρυκα του ξυπνήματος της ψυχής.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού σε κάθε τόπο, που διάβηκε, έβαλε και ένα λιθαράκι στην υπόθεση της πίστης και της λευτεριάς, με κάθε σχολείο, που έχτιζε, και με κάθε σταυρό, που έστηνε, σκοπεύοντας να αποδιώξει τον εφιάλτη της βαρβαρότητας.
Για το πώς σώθηκε η Μονή του Αγίου Κοσμά και ο τάφος του από την καταστρεπτική μανία του αθεϊστικού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα, ό Χρήστος Μητρός από την πόλη Φίερι της Αλβανίας απεκάλυψε τα εξής: “Όταν το 1968 με νόμο του αλβανικού κράτους απαγορεύθηκε κάθε θρησκευτική εκδήλωση, ήρθε διαταγή από τα Τίρανα να γκρεμισθούν οι Εκκλησίες και να εξαφανισθούν οι σταυροί από τους χριστιανικούς τάφους.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Χτίστηκε μεταξύ Αυγούστου 1813 και Ιουνίου 1814 από τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή, όταν αυτός περιέλαβε στο πασαλίκι του το Μπεράτι και την ευρύτερη περιοχή.
Ο Αλής, μπαίνοντας στο Μπεράτι, θυμήθηκε τον πατρο Κοσμά και, σύμφωνα με τον μαθητή του Αγίου Σάπφειρο Χριστοδουλίδη, κάλεσε τον Μητροπολίτη Βελεγράδων Ιωάσαφ Β’, «τον οποίον πρόσταξε να κάμη την ανακομιδήν του αγίου και να κτισθή και μοναστήριον επ’ ονόματι του αγίου τιμώμενον, επειδή τον γνώρισε ως αληθή άνθρωπο του Θεού».
Στο εξωτερικό της κόγχης του Ιερού γίνεται αναφορά στον Αλή Πασά.
«ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ/ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΟΥ/ΤΌΣ ΝΑΟΣ ΔΙΑ ΠΡΟΣΤΑ/ΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΥ ΒΕΖΥΡ / ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΕΠΕΛΕ/ΝΗ».
Είναι ενδεικτικό ότι ο Αλή πασάς ήθελε το Μοναστήρι του «γέρο Κοσμά”, όπως τον αποκαλούσε, να πάρει λαϊκό χαρακτήρα, γιατί τον θεωρούσε γνήσιο προφήτη και έδειχνε πανηγυρικά την πίστη του στη θαυματουργική δύναμη του Χριστιανού αγίου, που κάποιοι την ερμήνευσαν ως δημαγωγία, αφού ήταν αλλόθρησκος.
Την κάρα του, την οποία αργύρωσε, επιχρύσωσε και τη στόλισε με διαμάντια, την ασπαζόταν συνεχώς, ενώ έφερε από το Κολικόντασι τα λείψανα του αγίου στα Γιάννινα και τα λιτάνευσε.
Μια συγκλονιστική εικόνα, που διέσωσαν ιστορικοί: Σχηματίστηκε πομπή προς το σεράι με καλόγερους, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους καβαλάρηδες και χανούμισσες.
Μπροστά τη λειψανοθήκη γονάτισε ο Αλής, την ασπάστηκε και δάκρυα κύλησαν στα μάτια του.
Μάλιστα ο σεβασμός εξελίχθηκε σε θαυμασμό, καθώς έφτασε στο σημείο να πει ότι “φέρτε μου έναν Μουσουλμάνο σαν κι αυτόν τον Χριστιανό, και να του φιλήσω τα πόδια”!
Ο αγώνας του πατρο Κοσμά δεν απευθυνόταν στους προύχοντες, που, από μαρτυρίες, φαίνεται ότι τον αντιπαθούσαν.
Σάλπισε το σάλπισμα της αφύπνισης του απλού λαού, γιατί πίστευε ακράδαντα ότι η άνοδος της θρησκευτικής, της ηθικής, της πνευματικής και της κοινωνικής στάθμης του, θα έφερνε την αναγέννηση.
Το κήρυγμα του αγίου θερμό, πηγαίο, αποστολικό, κήρυγμα μετανοίας και επιστροφής, συγκλόνισε τις ψυχές των ραγιάδων και τους ξύπνησε από το λήθαργο, που είχαν βυθιστεί.
Λόγω των αφόρητων καταπιέσεων των Τούρκων και της άγνοιας, η οποία επικρατούσε τα μαύρα εκείνα χρόνια, ο εξισλαμισμός ήταν τόσο ομαδικός, που και οι ίδιοι οι Τούρκοι ακόμη ανησυχούσαν.
Έλεγαν: «…αν όλοι οι ραγιάδες γίνουν Τούρκοι, ποιος θα δουλεύει για τους αγάδες…».
Ο φλογερός λόγος του Αγιορείτη μοναχού Κοσμά και το όσιο παράδειγμά του αναχαίτισαν το ολέθριο εκείνο ρεύμα, αναζωογόνησαν την ορθόδοξη πίστη και την εθνική συνείδηση.
Μένουμε αναπαυμένοι σε μια χονδροειδή αντίληψη γύρω από το θέμα, ενώ μπροστά μας ανοίγεται η άβυσσος της θείας αγάπης και της θείας ελευθερίας, που υπήρξαν τα κίνητρα και της δράσης του της θυσίας του.
Και τα δύο αυτά, που κορυφώνονται και αποτυπώνονται στο Σταυρό και στην Ανάσταση του Χριστού, τα έβλεπε σαν μια νέα έξοδο των ανθρώπων από τη δουλεία της φθοράς και μια διάβαση σωτηριώδη μέσα από τα έλη κάθε είδους σκλαβιάς.