Του π. Ηλία Μάκου
Συνέδριο στα Τίρανα είχε ως θέμα τους διωγμούς στα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος και αποτυπώθηκε ένα μέρος της ιστορίας εκείνων των χρόνων, μέσα από δράματα προσώπων και περιγραφή γεγονότων.
Μάλιστα ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά ήταν τα στοιχεία για τις διώξεις Ορθοδόξων κληρικών την περίοδο του αθεϊσμού, τα οποία παρουσίασε εμπεριστατωμένα και με λόγο ακριβή ο λέκτορας του Τμήματος Θεολογίας και Πολιτισμού του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου Τιράνων δρ. Θωμά Σκίρα.
Και φάνηκε ότι μέσα στο βουβό κλάμα τους, οι πιστοί και οι κληρικοί, την τραγική εκείνη περίοδο, είχαν επιστρατεύσει και μια συνεχιζόμενη θερμή ικεσία στον Θεό, για να αποδώσει το δίκαιο. Από την έρευνα και τη μελέτη της περιόδου του αθεϊστικού καθεστώτος, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι θρησκευτικοί παράγοντες, και κυρίως οι Ορθόδοξοι κληρικοί, που τους θεωρούσαν δορυφόρους της Ελλάδας, υπέστησαν ανελέητη καταπίεση, που έφτασε μέχρι του σημείου της εξόντωσης.
Την εποχή εκείνη χριστιανικές εκκλησίες, μετατράπηκαν σε αποθήκες, στάβλους και «πολιτιστικά κέντρα» ή κατεδαφίστηκαν, μοναστήρια λεηλατήθηκαν και έγιναν στρατώνες.
Κάθε θρησκευτική δραστηριότητα απαγορεύτηκε συνταγματικά και ο αθεϊσμός επικράτησε ως επιβαλλόμενη ιδεολογία. Ιερωμένοι εξευτελίστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, δολοφονήθηκαν.
Αν ξεχαστούν οι διωγμοί του παρελθόντος, υπάρχει κίνδυνος να επαναληφθούν.
Για να καρποφορήσει το πνεύμα αγάπης και συνύπαρξης, που πρώτος οραματίστηκε και έκανε πραγματικότητα τα νεότερα χρόνια στην Αλβανία ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, άνοιξε ο δρόμος αυτής της συνεργασίας ανάμεσα στη Διαθρησκευτική Επιτροπή και την Αλβανική Αρχή Πρόσβασης στα Αρχεία.
Το 1967 ήταν η πιο μαύρη χρονιά για τους πιστούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους, στην Αλβανία του Χότζα.
Κορυφώθηκε ο «πόλεμος κατά της θρησκείας», που είχε ξεκινήσει, αλλά με ηπιότερες μορφές, από το 1945, οπότε η Αλβανία πέρασε στο κομμουνιστικό μπλοκ, και έμελλε να διαρκέσει για 30 σχεδόν χρόνια.
Πολλά τα περιστατικά.
Στο ίδιο κελί της φυλακής Τιράνων, καταχχτυπημένοι, βρισκόταν ένας ιερέας και ένας ιμάμης. Αξιωματικός πήρε το τουρμπάνι του ιμάμη και το έβαλε στο κεφάλι του ιερέα και το καλυμμαύχι του ιερέα στο κεφάλι του ιμάμη.
Ρώτησε τον ιμάμη: Σου αρέσει το καλυμμαύχι του παπά στο κεφάλι σου.
Ναι, του απαντάει ο ιμάμης, γιατί είναι αδελφός μου.
Το ίδιο ερώτημα έκανε και στον Ορθόδοξο κληρικό, για να πάρει την απάντηση: Σας είμαι πολύ ευγνώμων, που μου κάνατε αυτή την τιμή, γιατί ο ιμάμης καταδικάστηκε σε θάνατο και περνάει τη ζωή του στις φυλακές
Λιτή και συνάμα μαρτυρική και συγκλονιστική η καταγραφή στο Ευαγγέλιο του ναού των Ταξιαρχών από τον αείμνηστο ιερέα Μιχάλη Μπάρκα του χωριού Δόβριστα Αργυροκάστρου: «…26 Φεβρουαρίου 1967.
Τέλεσα σήμερα την τελευταία Θεία Λειτουργία.
Αμέσως μετά παρέδωσα τα κλειδιά του ναού στην οργάνωση νεολαίας του χωριού…».
Στις περιοχές, όπου κατοικούσαν Έλληνες, οργανώσεις της νεολαίας και του κόμματος, αλλά και η ελεγχόμενη από το καθεστώς «εκκλησιαστική» ιεραρχία, υποχρέωσαν παπάδες, τους οποίους αποκαλούσαν «δηλητηριασμένους», να ξυριστούν, να πετάξουν τα ράσα, εικόνες και εκκλησιαστικά βιβλία κάηκαν ή πουλήθηκαν εξωτερικό.
Και όμως δε λύγισαν ούτε οι κληρικοί, ούτε οι πιστοί. Στο χωριό Δρυμάδες, ο παπα-Δημήτρης, χωρίς γενειάδα και χωρίς το ράσο πλέον, έκανε κρυφά βαφτίσια σε σπίτια.
Ο μακαριστός παπα-Ζούλας, ιερέας στο χωριό Τεριχάτες στην Κάτω Δρόπολη, σύμφωνα με τους κατοίκους του χωριού, για να πηγαίνει μαζί με τις χήρες σε νεκροταφεία να κάνει τρισάγιο, μεταμφιεζόταν σε μαυροφορεμένη γυναίκα!
Όλοι αυτοί οι αγωνιστές της πίστης, ήταν τα αγκωνάρια για να στηριχθεί, μέσα σε ερείπια, η θρησκευτική αναγέννηση στην Αλβανία.
Πλέον η ποικιλία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, που διαπιστώνεται στη γειτονική χώρα, λειτουργεί συνδετικά και όχι αποσυνθετικά, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης και του σεβασμού σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.
Η συμπλεκτική πορεία, χωρίς να χάνονται ή να αφομοιώνονται τα συστατικά στοιχεία των θρησκευμάτων, έχει όχι μόνο γραμματική, αλλά και πνευματική νοηματοδότηση.
Μέσα από τη συνέργεια προκύπτει μια σώζουσα ανθρωπολογία, που αναδύεται από τα σπλάγχνα της Ορθόδοξης πνευματικότητας.
Ο κόσμος μας, αυτός ο κόσμος ο μικρός και μέγας, είναι τελικά, όσο και αν φαίνεται διαιρεμένος και διασπασμένος, ένας.