Του π. Ηλία Μάκου
Πολλοί πιστοί προστρέχουν στο λείψανο του αγίου Διονυσίου του Ζακυνθινού, Αρχιεπισκόπου Αιγίνης (η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Δεκεμβρίου), στο μοναστήρι της Ζακύνθου με το όνομά του, και διαπιστώνουν άμεσα τα αποτελέσματα της χάρης και της ανταπόκρισης του Θεού.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, το γεγονός, ότι, όπως ήταν το λείψανό του κατά την εκταφή του στα τέλη της δεκαετίας του 1620, πριν περίπου 400 χρόνια, ευωδιαστό και άφθαρτο, το ίδιο παραμένει και σήμερα.
Τα θαύματά του, που ζουν πολλοί, είναι συνέπεια της πλατιάς καρδιάς του, που χωρούσε όλους τους ανθρώπους.
Είναι εκείνος, που συγχώρησε και φυγάδευσε το φονιά του αδελφού του Κωνσταντίνου, που δολοφονήθηκε λόγω του μίσους μεταξύ της οικογενένειάς του, των Σιγούρων, και της οικογένειας των Μοδίστων.
Ο φονιάς κυνηγημένος κατέφυγε στο Μοναστήρι, που ηγουμένευε ο Διονύσιος, τον οποίο δεν γνώριζε και ομολόγησε το έγκλημά του.
Ο Άνθρωπος του Θεού, παρά την ανθρώπινη αμηχανία και θλίψη, που ένιωσε, αποφάσισε αστραπιαία να τον προστατεύσει.
Έδειξε ότι η αγάπη, η καλοσύνη και η στοργή, παραμερίζουν το μίσος και σπάνε τις διαχωριστικές γραμμές της έχθρας.
Έδιωξε ακαριαία τις μαύρες σκέψεις, που πήγαν να πολιορκήσουν και να πιέσουν την ψυχή του.
Και μ’ ένα χαμόγελο, μ’ ένα θερμό βλέμμα έστειλε ένα μήνυμα στήριξης σ’ αυτόν, πού αφαίρεσε τη ζωή του αδελφού του!
Ποιος άραγε, σήμερα, έχει τέτοια εσωτερική δύναμη, ποιος έχει τα πνευματικά «κότσια» να δώσει άφεση σε αυτόν, που σκότωσε τον αδελφό του;
Ο Άγιος Διονύσιος αν και από εύπορη οικογένεια, με πολλά κτήματα, ακολούθησε το δρόμο του Θεού. Ως μοναχός αρχικά στη Μονή Στροφάδων.
Έπειτα ως ιερέας στη Ζάκυνθο και κατόπιν ως Επίσκοπος Αιγίνης και τέλος ως προσωρινός Μητροπολίτης Ζακύνθου μέχρι το 1579, οπότε αποσύρθηκε, λόγω γήρατος, στη Μονή Θεοτόκου της Αναφωνήτριας, όπου και κοιμήθηκε το 1622.
Πολύ πριν ανακηρυχθεί Άγιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1703, στις συνειδήσεις των πιστών, λόγω της στάσης του απέναντι στη ζωή και προπαντός από την ασκητική, προσευχητική και φιλάνθρωπη ζωή του, που ποτέ δεν ρυτίδιασε, αλλά ήταν πάντοτε ολοζώντανη.
Γιατί ο Άγιος Διονύσιος δεν διανοήθηκε να διαγράψει τους ανοιχτούς ορίζοντες του Θεού ή να κοιτάξει προς τα πίσω.
Κοιτούσε προς τα εμπρός και ανακαινιζόταν και προέκτεινε τη ζωή του στην αιωνιότητα.
Με την ελπίδα του και την εμπιστοσύνη του στο Θεό, άνθισε ως κρίνο μέσα σε αγκάθια, σκορπίζοντας γύρω του το άρωμά του με τα λόγια του, τις πράξεις τους και το απλό και ευχάριστο ύφος του.
Και θυμίζει και σε μας ότι πρέπει να βοηθάμε την ψυχή μας να καρποφορεί, έστω και αν δίπλα της περιτριγυρίζεται από αγριόχορτα.
Και το να καρποφορούν οι ψυχές είναι τόσο αναγκαίο, τόσο θαυμάσιο και τόσο παρήγορο στους καιρούς μας.