του π. Ηλία Μάκου
Τριπλή ήταν η Κατοχή στη Θεσπρωτία: Γερμανοί, Ιταλοί και «Τσάμηδες» είχαν δημιουργήσει ένα αφόρητο κλίμα καταπίεσης. Σίδηρο πυρακτωμένο κυριαρχούσε παντού. Οι απώλειες ανθρώπων και η δυστυχία ήταν η τραγική πραγματικότητα.
Γερμανοί στρατιώτες είχαν περικυκλώσει από την παραμονή το ναό της Ηγουμενίτσας, τότε ήταν ένα μικρό οικοδόμημα με το νεκροταφείο στον προαύλιο χώρο, ώστε κανείς να μην τολμήσει, ούτε ο ιερέας, να προσέλθει, για τον εορτασμό των Φώτων.
Οι υπόδουλοι κάτοικοι, που περίμεναν με ανυπομονησία τα Θεοφάνια, αμπαρώθηκαν στα σπίτια τους.
Ωστόσο ήθελαν από το αγιασμένο νερό να πάρουν δύναμη, για να αντέξουν τις κακουχίες και να νιώσουν ότι η Βάπτιση του Κυρίου στον Ιοδράνη ποταμό θα σημάνει τη δική τους αναβάπτιση και αναγέννηση στα ύδατα της ελευθερίας.
Στήριζαν το παρόν και το μέλλον τους στο Χριστό και στην Αλήθειά Του.
Η απαγόρευση εορτασμού των Φώτων είχε προέλθει ως αντίποινα μετά από ένα σαμποτάζ σε βάρος των κατακτητών, που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια ήταν σκευωρία των «Τσάμηδων»…
Ο ιερέας με πατριωτικό μεγαλείο, πήρε την απόφαση: Συγκέντρωσε τα μεσάνυχτα λίγους πιστούς σ’ ένα σπίτι, έβαλε νερό σε μια κατσαρόλα και τέλεσε το μεγάλο αγιασμό, ενώ ένα κεράκι σιγόκαιγε.
Αμέσως μετά, αψηφώντας μην τον πάρει είδηση κάποια εχθρική περίπολος, κατέβηκε, σαν σκιά, στη θάλασσα και βούτηξε το σταυρό, σιγοψάλλοντας: «Εν Ιοδράνη Βαπτιζομένου σου Κύριεε…».
Το πρωί από άτομο σε άτομο ο αγιασμός μοιράστηκε στα λίγα, σε σύγκριση με τώρα, σπίτια της Ηγουμενίτσας, ενώ οι κατοχικές δυνάμεις έμειναν με την εντύπωση ότι αποτρέψανε τον εορτασμό.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι, όσο δυσχερείς και να είναι οι συνθήκες, όσο και αν μοιάζει η ζωή σαν ένας απέραντος Κλαυθμώνας, επιζητούν τη χάρη του Θεού.
Σωτήρα και Λυτρωτή τον αισθάνθηκαν και τον αισθάνονται οι ψυχές σε χρόνια δύσκολα και ανθρωπίνως απελπιστικά.
ΠΑΛΑΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Το πρωί της παραμονής οι γυναίκες καθάριζαν το σπίτι, τις αυλές και τα σοκάκια, για να διαβεί αργότερα ο παπάς.
Ο παπάς κατά το έθιμο περνούσε απ’ όλο το χωριό και αγίαζε τους κατοίκους, όλα τα σπίτια και τα ζώα.
Απ’ όπου περνούσε παλαιότερα ο παπάς, του έδιναν και διάφορα τρόφιμα.
Με αυτά τα τρόφιμα ενισχυόταν ο ιερέας και η οικογένειά του. Φυσικά ο κάθε ένας προσέφερε ότι είχε στο σπίτι του, και αυτά ήταν λάδι, σιτάρι κριθάρι, αλεύρι κουκιά φακές, ρεβίθια, πατάτες, παξιμάδια κλπ.
Να αναλογιστούμε, όμως, πως οι παραγωγές δεν ήταν μεγάλες εκείνα τα χρόνια, και σχεδόν τίποτα δεν περίσσευε. Στον παπά όμως έδινε το χωριό, και κανείς δεν αντιδρούσε σε αυτό, ίσα – ίσα το είχαν και σε καμάρι τους!
Ήταν προς ενίσχυσή του, αφού εκείνες τις εποχές οι ιερείς δεν πληρώνονταν από το κράτος.
Την παραμονή των Φώτων, που είναι και νηστίσιμη μέρα, η νοικοκυρά ετοίμαζε τα λεγόμενα «φωτοκόλυβα». Ήταν βρασμένα από όλα τα όσπρια, κουκιά ρεβίθια φασόλια φακές κλπ.
Ένα μέρος από αυτά τα έτρωγαν και με ένα άλλο μέρος, αλάδωτα και στραγγισμένα, τάιζαν τα ζώα και έριχναν στις κότες. Αλλά και στη σκεπή του σπιτιού, λέγοντας:
«Φάτε πουλιά αγριόπουλα, κι απ’ τη σπορά να λείπετε!»
***
Την ημέρα της γιορτής των Θεοφανίων όλοι πήγαιναν στην εκκλησία και σε παγούρια, γκιούμια, μπουκάλια, τσουκάλια και κανάτια, έβαζαν καθαρό νερό για να αγιαστεί.
Όταν γύριζαν στα σπίτια, έπιναν, συμβολικά τρεις φορές, όλα τα μέλη της οικογένειας από το αγιασμένο νερό, ράντιζαν το σπίτι, τα ζώα, τα χωράφια και τους κήπους.
Ό,τι περίσσευε το φύλαγαν για γιατρικό.
Το αγιασμένο ύδωρ, το έβλεπαν σαν φάρμακο, που εξάλειφε τα πταίσματά τους. Έτσι έδειχναν στην πράξη μετάνοια και όχι στα λόγια. Μετάνοια, που προερχόταν από την καρδιά τους και καθάριζε το ρύπο της ασέβειας.