Ακούστε για τον Άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε το έτος 1898 στο χωριό Λεύκες της Πάρου. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και αναγκάζονταν να εργάζονται πολύ για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και πέθανε πολύ νωρίς. Η μητέρα του Μαρία ανέλαβε την προστασία όλης της οικογενείας. Η μητέρα του ήταν ευλογημένη ψυχή και είχε απλότητα και ακεραιότητα χαρακτήρος και πήγαινε πολύ συχνά στην Εκκλησία για να λειτουργηθεί, αλλά και για να περιποιηθεί τον Ιερό ναό.
Όταν ο μικρός Φραγκίσκος – αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου Ιωσήφ – έφυγε για να γίνει μοναχός η μητέρα του είπε στους συγγενείς της:
«Το γνώριζα πως θα γίνει μοναχός από την γέννησή του. Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου και ήμουνα ακόμη στο κρεββάτι με το μωρό δίπλα φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του σπιτιού και ένας φτερωτός και πολύ ωραίος νέος, που μόλις μπορούσα να τον αντικρύσω από την πολλή λάμψη του, κατέβηκε και στάθηκε πλάι στο μωρό μου και άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό να το πάρει. Όταν εγώ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, “Τί κάνεις καλέ; θα μου πάρεις το μωρό μου;” Εκείνος επέμενε ότι για τον σκοπό αυτό ήρθε και αυτή είναι η απόφαση. Και για να με βεβαίωση, μάλιστα μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Άγγελος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό. Από τότε πίστευα, έλεγε η μητέρα του Μαρία, ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό».
Έτσι πήρε την απόφαση και έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Από τον Γέροντα Δανιήλ, ο οποίος ήταν ευλαβής και συνετός άνθρωπος, έλαβε μεγάλη βοήθεια. Δεν έμεινε όμως μαζί του, διότι αγαπούσε την αυστηρότερη ησυχαστική ζωή. Σε μια πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην κορυφή του Άθωνα, γνώρισε τον Γέροντα Αρσένιο. Έκτοτε ο π. Αρσένιος έγινε ο μόνιμος συνασκητής του και δεν χώρισαν ποτέ πλέον.
Υποτάχθηκαν στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη άσκηση. Μετά την κοίμηση του Γέροντος Εφραίμ άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνας. Η άσκηση τους ήταν η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή. Κυριότερο όμως έργο αποτελούσε γι’ αυτούς η νήψη και ο εγκλεισμός του νοός στην καρδιά.
Το έτος 1951 μ.Χ. μεταφέρθηκε στην Νέα Σκήτη, στην καλύβα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου παρέμεινε έως την κοίμησίν του που συνέβη την 15ην Αυγούστου του έτους 1959 μ.Χ., εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου.