Του π. Ηλία Μάκου
Πολλοί, που γνώρισαν την ασκήτρια της Κλεισούρας Καστοριάς Σοφία (1886-1974), η μνήμη της εορτάζεται στις 6 Μαΐου, που από τη μεγάλη ταπείνωσή της, αξιώθηκε θαυμάτων και αγιοποιήθηκε (το 2012), αυτή την περιφρονημένη του κόσμου, αναφέρουν ότι έλεγε συχνά αυτές τις κουβέντες, που είναι αλήθεια ότι χαρακτήριζαν με μεγάλη ακρίβεια τον εσωτερικό της κόσμο.
Ολόκληρη η ζωή της, από τότε που γεννήθηκε στον Πόντο, ήταν γεμάτη δοκιμασίες, έχασε το παιδί της σε ηλικία 2 ετών, λίγο αργότερα το σύζυγό της και ξεριζώθηκε από τον τόπο της.
Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας βρίσκει καταφύγιο στο μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου στην Κλεισούρα Καστοριάς, όπου έζησε ως λαϊκή μέσα στην αφάνεια και συνεχώς αυτοταπεινούμενη.
Ακριβώς αυτή η νέκρωση, η θυσία του εγώ, ήταν το χαρακτηριστικό της αγιότητάς της.
Οι καρποί, που χαρίζει ο Θεός, επιβεβαιώθηκε αυτό και στην περίπτωση της αγίας Σοφίας, σ’ όσους θεληματικά επιλέγουν να γίνουν παιδιά Του, είναι και γι’ αυτή τη ζωή και για τη μέλλουσα.
Παρότι συνήθως καμπουριασμένη η οσία Σοφία (σπάνια στεκόταν σε όρθια στάση), φτωχικά ντυμένη, σχεδόν ξυπόλητη, με ελάχιστη πρόχειρη τροφή (αλάδωτα χόρτα, τουρσί, ξερό ψωμί, σταφύλια, ντομάτες) και πολλές φορές νηστική, με τα μαλλιά της, που έφταναν κάτω από τη μέση της, να έχουν γίνει ένα συμπαγές κράμα, και δεν επέτρεψε ποτέ να της κόψουν ούτε μια τούφα, ήταν αληθινά ελεύθερη.
Και σαν αληθινά ελεύθερη ήταν άνθρωπος της αγάπης, της τιμιότητας, της δικαιοσύνης.
Προσκυνητές, που την επισκέπτονταν διηγούνται διάφορα περιστατικά, που όλα καταλήγουν στο ότι κάθε στιγμή, κάθε ημέρα έκανε και ένα βήμα προς τον αγιασμό.
Σύμφωνα με κάποιες από αυτές τις διηγήσεις, κοιμόταν κοντά σ’ ένα τζάκι, έχοντας ως μαξιλάρι μια πέτρα, από το οποίο τους χειμερινούς μήνες, που χιόνιζε πολύ στην περιοχή, έμπαινε χιόνι και έπεφτε πάνω της, το κρύο ήταν πολύ, όπως και η υγρασία.
Δεν την έμελλε καθόλου. Όταν της έλεγαν πως αντέχει, απαντούσε: «Εγώ τερώ απάν’» (εγώ κοιτάζω απάνω, εννοούσε προς τον ουρανό).
Όταν το 1944 πυρπολήθηκε η Κλεισούρα από τους Γερμανβούλγαρους, αλλά και τα έτη 1947-1949, κατά τον εμφύλιο σπαραγμό, πολλοί έτρεξαν στο μοναστήρι της Παναγίας για αποκούμπι.
Τους δέχθηκε με την καρδιά της, τους περιποιήθηκε και συνεχώς τους παρηγορούσε: «Μη φοβάστε… Η Παναγία γυρνάει εδώ και προστατεύει το Μοναστήρι».
Ήταν τόσο συμφιλιωμένη με την Παναγία, που συχνά, ένιωθε, ότι την έβλεπε μπροστά της.
Επαναλάμβανε: «Η Παναΐα ένγκεμε αδά και χάρουμαι με τα χαράν τασατς (η Παναγία με έφερε εδώ και χαίρομαι με τη χαρά τη δική της).
Κάποιο απόγευμα η αγία σκούπιζε το διάδρομο από την Εκκλησία μέχρι έξω από τη Μονή με πολύ επιμέλεια και όταν ένας πιστός, που ήρθε για προσκύνηση, τη ρώτησε, γιατί καθαρίζει, εκείνη του απάντησε: «Σκουπίζω, γιατί το βράδυ θα περάσει από εδώ η Παναΐα μας… Πρέπει να είναι καθαρά…».
Στην απορία του συνομιλητή της «μα, περνάει από εδώ η Παναγία;», ανταπάντησε αυθόρμητα: «Ναι… Την έχω δει να περνάει από εδώ…».
Σε όσους πήγαιναν να τη δουν, και δεν ήταν λίγοι, τους προϋπαντούσε με χαρά, λέγοντάς τους: «Καλώς τα πουλία μου».
Και εκείνοι έπεφταν στην αγκαλιά της και αισθάνονταν, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, τη μοσχοβολιά της, παρότι ήταν ατημέλητη και άπλυτη.
Κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, σύρθηκε ακόμη και στα δικαστήρια, αλλά δεν αντιδρούσε, μόνο προσευχόταν.
H προσευχή ήταν το πνευματικό της όπλο. Βομβάρδιζε το Θεό με προσευχές, νύχτα και ημέρα.
Πάλευε με τα δαιμόνια ακατάπαυστα. Όταν, κάποτε, κατάλαβε, ότι έχουν κυριεύσει και κατατρώγουν έναν νεαρό, φώναξε με πολύ αυστηρότητα: «Εσείς εκολατίετε. Και θέλετε να κολατίζετε και τον παιδάν. Αφήστε τον παιδάν» (εσείς κολαστήκατε. Και θέλετε να κολάσετε και το παιδί. Αφήστε το παιδί).
Προγνώριζε τις επισκέψεις, έλεγε στους προσκυνητές τα ονόματά τους, χωρίς να τους γνωρίζει προηγουμένως.
Αποκάλυπτε κάποιες φορές: «Μου είπε η Παναΐα: «Μας έρχονται, Σοφία, και καλοί, έρχονται και κακοί».
Προέβλεπε και διάφορα γεγονότα: Βάσει μαρτυριών είχε προείπε, ένα χρόνο πριν, για τα γεγονότα της Κύπρου: «Θα γίνει πόλεμος… Θα χυθεί αίμα ελληνικό… Αλλά μακριά από εδώ».
Σε γυναίκα, που την καθοδηγούσε πνευματικά, εμπιστεύθηκε τρεις ημέρες πριν, το θάνατό της: «Ήρθε η Παναΐα και είπε με: «Σε τρεις ημέρες θα έρθεις μαζί μου…». Θα πάω μαζί της…».
Έδειχνε, ναι το έδειχνε, με τις πράξεις της η αγία Σοφία, πώς μέσα της ήταν ο Χριστός.
Ό,τι υπήρχε μέσα της δεν ήταν δικό της, ήταν του Χριστού. Ήταν εκείνο, το οποίο θέλει ο Χριστός.
Τα φρονήματά της, ήταν τα φρονήματα, που θέλει ο Χριστός.
Οι επιθυμίες της, ήταν οι επιθυμίες, που θέλει ο Χριστός. Οι αποφάσεις της, ήταν οι αποφάσεις, που θέλει ο Χριστός.
Οι λόγοι της, παρά την απλότητά της, ήταν λόγοι, που θέλει ο Χριστός. Τα έργα της, ήταν έργα, που συμβουλεύει ο Χριστός.
Και αυτό το κατόρθωσε, γιατί άνοιξε διάπλατα την ψυχή της και χύθηκε άφθονα το θείο φως. Γι’ αυτό η συνείδησή της της έδειξε το σωστό δρόμο, το χριστιανικό δρόμο ζωής.