Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η 5η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον ιεραποστολικό έτος.
Στο επίκεντρο της Συνάξεως τέθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, στο πλαίσιο της ενασχόλησης των Κληρικών με την ιστορία και την Θεολογία των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων.
Πρώτος ομιλητής ήταν ο κ. Ιωάννης Κουρεμπελές, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Ιστορία και Θεολογία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου».
Ο ομιλητής περιέγραψε το ιστορικό περίγραμμα της Συνόδου, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Χαλκηδόνα το 451.
Αναφέρθηκε, επίσης, στις Θεολογικές διαφορές των δύο ισχυρών Θεολογικών Σχολών της εποχής, της Αλεξανδρινής και της Αντιοχειανής, όσο και στις πολιτικές επεμβάσεις στην διαμόρφωση των Εκκλ/κών πραγμάτων της περιόδου εκείνης.
Ο κ. Κουρεμπελές τόνισε ότι η Δ΄ Οικ. Σύνοδος γονιμοποίησε τις προηγούμενες Θεολογικές ζυμώσεις, μπόλιασε τις δύο Σχολές, απορρίπτοντας τις ακρότητες του Ευτυχιανισμού και του Νεστοριανισμού και θεολόγησε, τελικά, για τον «εν δύο φύσεσι» Υιόν, Θεόν και Λόγον.
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο Αρχιμ. Θεοδόσιος Μαρτζούχος, Κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως & Πρεβέζης, ο οποίος μίλησε με θέμα «Η ένωση με τον Θεό και η ολοκλήρωση του ανθρώπου».
Ο π. Θεοδόσιος, αναφερόμενος στη σχέση Θεού και ανθρώπου, επεσήμανε ότι «ο παπάς διατρέχει τον κίνδυνο της εξοικείωσης με τα άγια, όχι τόσο ως προς την συμπεριφορά του, όσο ως προς την αξιολόγησή του.
Όταν την προσωπική αντωνυμία “μου” την κάνει και την χρησιμοποιεί ως κτητική! Φαντάζεται τον Θεό δικό του. Νομίζει ότι μπορεί να απαντά και να βεβαιώνει εξ ονόματός Του.
Συνειδητά ή ανεπίγνωστα, διαφοροποιείται από τους αδελφούς του λαϊκούς και θεωρεί τον εαυτό του ως “εξέχοντα” διαμεσολαβητή. Ως μέντιουμ όσον αφορά την θέση του.
Πέρασαν χρόνια και αιώνες και ξεχάσαμε ότι ο παπάς είναι και πατήρ και διδάσκαλος. Μείναμε μόνο με την ιερωσύνη που, πρέπει να το ομολογήσουμε, την “υφιστάμεθα”, δεν την διακονούμε, και η διδασκαλία έγινε δουλειά των ιεροκηρύκων που, με την παρουσία τους και την “ποιοτική” διαφορετικότητά τους, έχτισαν σιγά-σιγά δύο ιερωσύνες: του παπά και του αρχιμανδρίτη…»
Αναφερόμενος, στη συνέχεια, σε σύγχρονες αυταπάτες περί Θεού, τόνισε ότι «πρέπει οπωσδήποτε να βγάλουμε την θεολογία από το ακαδημαϊκό της γκέτο και να την κάνουμε υπόθεση και περιεχόμενο ζωής, για μας και για τους χριστιανούς μας…
Η σχέση όμως με τον Θεό είναι εσωτερική… Ο Χριστός γυρεύει την καρδιά, που με την βιβλική έννοια καρδία δεν είναι απλώς το εσωτερικό, αλλά ο άνθρωπος ολόκληρος όπως είναι μπροστά στον Θεό.
Και όπως λέει ο άγγελος στον Τωβίτ: “Δεν πρόκειται να σ᾿ αφήσει ο Θεός πριν σου σπάσει ή την καρδιά ή τα κόκκαλα”(…) Ένωση με τον Θεό υπάρχει η πιθανότητα να συμβεί όταν ο άνθρωπος του μοιάσει!
Όταν δηλαδή γίνει “άνθρωπος κατά την καρδίαν” του Θεού. Πώς γίνεται; Με την ταπείνωση της ανιδιοτελούς αγάπης…»
Απαντώντας, ακολούθως, στο ερώτημα περί της πνευματικής ζωής, σημείωσε ότι «χιλιάδες χριστιανοί πιπιλίζουν την καραμέλα της πνευματικής ζωής, όντας διχασμένοι ανάμεσα σε μια αντίληψη που απαξιώνει το σώμα και το θεωρεί βάρος και εστία αμαρτιών ενώ συγχρόνως από την άλλη βλέπουν το πνεύμα ως ευγενές χαρακτηριστικό και ποιοτικά ανώτερο δεδομένο της ανθρώπινης προσωπικότητας, διά τού οποίου και “ασχολείται” κάποιος με τον Θεό…».
Περιγράφοντας τον τρόπο που οι Πατέρες της Δ΄ Οικ. Συνόδου απέφυγαν «από την μία τον ύφαλο των Ιουδαϊκών παρατηρήσεων περί καθαρών και ακαθάρτων… και από την άλλη τον σκόπελο της αφελούς ειδωλολατρίας… μπόρεσαν να κρατήσουν την σχέση με τον Θεό στο επίπεδο μιας ενδιαφέρουσας προτεινόμενης ένωσης που απέφευγε σωστά τους παραπάνω κινδύνους.
Ο Χριστός, όντας τέλειος Θεός, ενανθρώπησε και έγινε και τέλειος άνθρωπος. Στο πρόσωπό του οι δύο φύσεις βρήκαν την ισορροπία του Αιωνίου Ανθρώπου. Το πρόσωπό του έγινε και είναι πρόταση ένωσης με τον Θεό. Αυτός ήταν, και είναι, ο Χριστός!
Και η Εκκλησία Αυτόν πρότεινε και προτείνει “άχρις ου μορφωθεί Χριστός εν υμίν” (Γαλ. 4, 19) οδηγό στους Χριστιανούς “ίνα ἐπακολουθήσωσι τοις ίχνεσιν αυτού” (Α’ Πέτρου 2, 21)»
Καταλήγοντας, επεσήμανε ότι «δεν φτάνουμε στην ολοκλήρωση της ζωής μόνο με την γνώση ενός συνόλου αληθειών που πιστεύουμε και καθηκόντων που πράττουμε.
Η ολοκλήρωσή μας είναι ένα πρόσωπο που πρέπει να ανακαλύψουμε και να μη πάψουμε ν᾿ ανακαλύπτουμε, ένα πρόσωπο που πρέπει να συναντήσουμε και να μην πάψουμε να συναντούμε, ένα πρόσωπο ζωντανό και λαμπερό, ο Ιησούς ο Υιός του Θεού.
H ολοκλήρωση του ανθρώπου δεν είναι μια επιστημονική βεβαιότητα, αλλά μια ζωή με τις σκιές της, το φως της, τα πάνω και τα κάτω της. Παραδόξως, ακόμα και με τις αμφιβολίες της.
Η αμφιβολία αποτελεί μέρος της ολοκλήρωσης γιατί σπάει τη σιγουριά του ανθρώπου και αφήνει χώρο για την αφοπλισμένη πίστη. Μια τέτοια πίστη βαθαίνει με την σταδιακή εγκατάλειψη στα χέρια του Θεού, στον Λόγο του.
Παίρνει νόημα από την απόλυτη εμπιστοσύνη. “Μην κρατάτε τίποτα δικό σας για σας, ώστε να δεχθείτε ολόκληρον Αυτόν που σας δίνεται ολοκληρωτικά”»
Ακολούθησε ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των δύο εισηγήσεων και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.