• Η θέση του για τις πρόσφατες αντιδράσεις σχετικά με την εφαρμογή του νέου Προγράμματος Σπουδών στα θρησκευτικά
από το ΔΣ του ΚΑΙΡΟΥ
Ανασκοπώντας τις προφορικές και γραπτές τοποθετήσεις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών για τα Νέα ΠΣ και ειδικά την εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας για δημιουργία επιτροπής για ένα νέο μάθημα Θρησκευτικών, απ’ όπου ρητά θα εξαιρείται ο Σύλλογός μας και η ΠΕΘ, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε και να υπενθυμίσουμε τα εξής:
Τα νέα Προγράμματα για τα Θρησκευτικά της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικό, Γυμνάσιο), συντάχθηκαν από δεκαπενταμελή Ομάδα Εμπειρογνωμόνων (δασκάλων και θεολόγων καθηγητών της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) οι οποίοι επιλέχθηκαν από ειδικό μητρώο που δημιουργήθηκε ύστερα από δημόσια προκήρυξη για εκδήλωση ενδιαφέροντος από το τότε Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Η όλη εργασία σύνθεσης δεν συνδέεται με τη δραστηριότητα κάποιου συλλόγου, εταιρείας ή ομάδας. Η πρώτη εκδοχή του Προγράμματος δημοσιεύθηκε πριν από πέντε χρόνια. Δοκιμάστηκε στην πράξη σε παραπάνω από 100 σχολεία, συγκεντρώθηκαν οι παρατηρήσεις και ενσωματώθηκαν στην τελική εκδοχή του (αναθεώρηση 2014) βελτιώνοντας το αποτέλεσμα.
Το εγχείρημα ξεκίνησε το 2010 επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, πέρασε σε ΦΕΚ επί Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά και η εφαρμογή του αποφασίστηκε από την παρούσα κυβέρνηση. Από την σύντομη αυτή αναδρομή αποδεικνύεται ότι το νέο Πρόγραμμα είναι πάνω από κομματικές ή πολιτικάντικες δοσοληψίες και δεν υπαγορεύθηκε από ιδεολογικές σκοπιμότητες, πολύ δε περισσότερο δεν είναι γέννημα της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και του σημερινού Υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη (όπως για αντιπολιτευτικούς λόγους γράφεται και λέγεται στα ΜΜΕ). Ο Υπουργός Παιδείας κ. Νίκος Φίλης (μετά από τη δημόσια παρέμβαση του Συλλόγου μας με ανοικτή επιστολή τον Νοέμβριο 2015),απλώς διαπίστωσε ότι πρόκειται για μια σοβαρή και εμπεριστατωμένη προσπάθεια, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σημερινού σχολείου και γι αυτό προχώρησε έπειτα από διαβούλευση με διάφορους φορείς και θεσμούς, στην άμεση εφαρμογή του. Ανάλογα Προγράμματα Σπουδών έχουν εκπονηθεί και για άλλα μαθήματα για τα οποία επίκειται η εφαρμογή τους. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι το νέο ΠΣ για τα θρησκευτικά δεν είναι αυτόνομο και αυθύπαρκτο αλλά παίρνει τη θέση του σαν κομμάτι μιας συνολικής παιδαγωγικής πρότασης που αφορά οριζόντια όλα τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται και στις δύο βαθμίδες εκπαίδευσης. Οι Θεολόγοι κατόπιν σκληρής και άκρως υπεύθυνης συλλογικής προσπάθειας, πρώτοι από όλους τους άλλους (ακολούθησαν οι ξένες γλώσσες) κατέθεσαν τις προτάσεις τους. Γι’ αυτό και ο Υπουργός επαίνεσε δημόσια τη φιλοτιμία και την ετοιμότητα του κλάδου μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Σύλλογός μας ταυτίζεται και με τους προβληματικούς χειρισμούς του Υπουργείου.
2.Σε υπόμνημά μας προς το ΙΕΠ τον περασμένο Μάιο (http://www.kairosnet.gr/news/general/471-2016-05-17-15-29-50) είχαμε προτείνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα που με ευθύνη του Υπουργείου δημιουργήθηκαν με την εφαρμογή του Προγράμματος τον Σεπτέμβριο (ενδεικτικά αναφέρουμε την απουσία έγκαιρης και ουσιαστικής επιμόρφωσης, την απουσία έντυπης έκδοσης του νέου ΠΣ και του οδηγού του εκπαιδευτικού, την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, την καθυστερημένη αποστολή οδηγιών που να σχετίζονται με την εφαρμογή του Προγράμματος ενταγμένου στη σχολική πραγματικότητα).
Κίνητρο και στόχος του νέου ΠΣ υπήρξε εξαρχής η αναβάθμιση του περιεχομένου, ο επαναπροσδιορισμός του χαρακτήρα και ο εμπλουτισμός της ύλης του μαθήματος, για την σταθερότερη παρουσία και υποχρεωτικότητά του στο ωρολόγιο πρόγραμμα όλων των βαθμίδων της βασικής εκπαίδευσης, όπως το έχει υπερασπιστεί ως στόχο και ο Σύλλογός μας: ένα μάθημα υποχρεωτικό που απευθύνεται σε όλους τους μαθητές χωρίς εξαιρέσεις και αποκλεισμούς. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει την απάλειψη ή τη σχετικοποίηση της Ορθόδοξης Παράδοσης και διδασκαλίας. Αντιθέτως, όπως διαπιστώνει οποιοσδήποτε ξεφυλλίζει το Πρόγραμμα Σπουδών (εκπαιδευτικό υλικό και προτεινόμενη βιβλιογραφία σε κάθε ενότητα), η Ορθοδοξία διατηρεί δεσπόζουσα θέση και μάλιστα μέσα από μια ευρύτερη, βαθύτερη και ενίοτε απαιτητικότερη θεματολογία σε σχέση με τα προηγούμενα Προγράμματα.
. Πριν από την εφαρμογή του νέου Προγράμματος υπήρξε μακρά και ανοικτή προς όλους διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, έγιναν συμπόσια, σεμινάρια, δημόσιοι διάλογοι και εκδόσεις κειμένων, ενώ τη θετική τους στάση διατύπωσαν με το δικό τους τρόπο και τα τέσσερα τμήματα των δύο Θεολογικών σχολών καθώς και οι δύο από τους τρεις θεολογικούς συλλόγους της χώρας (δηλ. ο ΚΑΙΡΟΣ και Παγκρήτιος Σύνδεσμος Θεολόγων).
4. Τη θετική τους στάση για το Νέο Πρόγραμμα διατύπωσαν, με γραπτές εισηγήσεις, κατόπιν αναθέσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και οι Μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος (Μάιος 2012) και Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Νοέμβριος 2012). Ακόμη και στην τελευταία εισήγηση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου (Ιανουάριος 2016), η οποία διαφοροποιήθηκε από τις εισηγήσεις των προαναφερθέντων ιεραρχών ασκώντας κριτική στο νέο ΠΣ, υπογραμμίστηκαν και θετικά σημεία του Προγράμματος και ταυτόχρονα προτάθηκε η σύνδεσή του με τα υπάρχοντα βιβλία. Όλες οι παραπάνω εισηγήσεις είχαν την έγκριση και συζητήθηκαν σε συνεδρίες υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου. Στη συνεδρίαση μάλιστα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Μάιος 2012) είχαν προσκληθεί, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου, μέλη της επιτροπής του προγράμματος, σχολικοί σύμβουλοι, οι υπεύθυνοι για το μάθημα στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Στην ίδια συνεδρίαση είχαν προσέλθει αυτοβούλως μέλη της Π.Ε.Θ, τα οποία παρουσίασαν τις θέσεις τους για το πρόγραμμα ενώ με ειλικρίνεια ο Αρχιεπίσκοπος είχε τότε παραδεχθεί ότι δεν είχε ληφθεί πρόνοια για την πρόσκληση του συλλόγου μας. Είναι πραγματικά δύσκολο κανείς να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τις όψιμες αντιδράσεις και καταγγελίες για έλλειμμα ενημέρωσης ή ακόμη περισσότερο για την εξαπάτηση του Αρχιεπισκόπου μετά από τόσες ανοικτές και διάφανες ενέργειες, γραπτές και προφορικές αναφορές από όλους τους φορείς και αναρτημένα προγράμματα στο διαδίκτυο από το 2011!
Ο λόγος που αναφέρονται όλα τα παραπάνω δεν είναι να ζητηθούν εξηγήσεις από τη Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο για την σημερινή αλλαγή της στάσης τους. Ο λόγος είναι ότι με την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, την εισήγηση και την διεξαγόμενη συζήτηση διαφαίνεται μια βαρυσήμαντη στροφή στα ελλαδικά εκκλησιαστικά και θεολογικά πράγματα. Η αρχιεπισκοπική εισήγηση αναφέρεται λιγότερο στο ίδιο το μάθημα και τα νέα ΠΣ (κάνοντας λόγο μόνον για «αλλοίωση της πίστεως»), υποβαθμίζει λεκτικά τον Καιρό από επιστημονικό σύλλογο σε συνδικαλιστικό φορέα (ωσάν ο συνδικαλισμός να αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως) και τον «εξορίζει» από τη σχετική συζήτηση. Από την άλλη, όμως, αφιερώνεται χρόνος και κόπος για να περιγραφούν οι προσπάθειες της Εκκλησίας (που ταυτίζεται σε όλο το κείμενο με την Ιεραρχία) να ζήσει ελεύθερη από τον κρατικό εναγκαλισμό καθώς ενδιαφέρεται για την ίδρυση και λειτουργία δικών της – οικονομικών και εκπαιδευτικών – οργανισμών. Είναι φανερό ότι το (αρχικά προοδευτικό) σύνθημα μιας «ελεύθερης εκκλησίας από τα δεσμά της πολιτείας» μετατρέπεται σε σύνθημα για μια εκκλησία θεσμικά, ιδεολογικά και τελικά κοινωνικά περιχαρακωμένη, γύρω από ένα συγκεντρωτικό κέντρο.
.Ο Καιρός πέρα από τα επιστημονικά αιτήματα για την αναβάθμιση του μαθήματος εξήγησε στην ιδρυτική του Διακήρυξη ότι αυτή η αναβάθμιση συνάδει και με την ανοιχτότητα της Ορθόδοξης Παράδοσης. Αυτό σημαίνει ότι η θεολογία δεν είναι απλά τεχνοκρατική γνώση, αλλά στάση και νοηματοδότηση ζωής που προκύπτει από τη συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή. Η μακρά θητεία πολλών από μας (αλλά ΚΑΙ του Αρχιεπισκόπου και του επιτελείου του) στα θεολογικά ρεύματα των περασμένων δεκαετιών είχε εμπεδώσει την αντίληψη ότι Εκκλησία είναι το σύνολο του Λαού του Θεού με κεφαλή τον Ιησού Χριστό, προσλαμβάνει και αγιάζει τον κόσμο και άρα ανοίγεται σ’ αυτόν. Ο ίδιος o Αρχιεπίσκοπος παλιότερα είχε μιλήσει για συνοδικότητα μέχρι τη βάση της Εκκλησίας, για διάλογο με την κοινωνία, για εκλογή επισκόπων με αντιπροσωπευτικότερες διαδικασίες. Η τοποθέτηση του Σταύρου Γιαγκάζογλου στη διεύθυνση του περιοδικού ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ενός εκπροσώπου της συνέχισης του θεολογικού στοχασμού πάνω στα μεγάλα κεφάλαια της πατερικής θεολογίας, ο οποίος αναβάθμισε εμφανώς το περιοδικό, είχε προφανώς αυτό το νόημα. Το τελευταίο διάστημα η Ιεραρχία είτε μέσα από μεμονωμένες αντιδράσεις επισκόπων είτε με τη συνοδική σιωπή και την ανοχή της μαρτυρεί την πλήρη απαξίωση όλης αυτής της ιστορικής πορείας, την ιδεολογική ταύτιση της Ιεραρχίας με το σύνολο Εκκλησίας και την περιχαράκωση της Εκκλησίας σε συγκεκριμένους μηχανισμούς (άρα τη δράση της μόνο μέσα από την άσκηση εξουσίας), τον απόλυτο έλεγχο παντού. Σ’ αυτή την εξέλιξη και οι θεολόγοι αντί να αποτελούν τον βασικό αγωγό συνάντησης με την κοινωνία, αντιμετωπίζονται ως εκτελεστικά όργανα, που, όταν αποκλίνουν από την παγιωμένη θεολογική ορολογία και τις ιδεολογικές κατασκευές του παρελθόντος, πρέπει να εξοβελίζονται ή και να διώκονται ακόμη με προσφυγές στη δικαιοσύνη (όπως ατυχώς συνέβη πρόσφατα με την προσφυγή της ΠΕΘ σε βάρος του Καιρού με αίτημα τη διάλυσή του) χωρίς οι διαφορετικές τους τοποθετήσεις να απαντώνται στο δημόσιο χώρο με ουσιαστικό αντίλογο.
.Παρά τις μελαγχολικές αυτές διαπιστώσεις ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης» εξακολουθεί να πιστεύει ότι η αναβάθμιση του μαθήματος με άνοιγμά του στην κοινωνία, με ισότιμη θέση στο υπάρχον σχολικό πρόγραμμα, με θεολόγους που επιτελούν εκκλησιαστική λειτουργία, ακόμη και χωρίς «επίσημη έγκριση» είναι ο μοναδικός όχι μόνο σύγχρονος αλλά και εκκλησιολογικά ορθός δρόμος για να αληθεύει η ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς αφ’ ενός θα διαλέγεται με την κοινωνία και αφ’ ετέρου θα την διακονεί δημιουργώντας θρησκευτικά εγγράμματες προσωπικότητες που θα ζουν χωρίς φοβίες και περιχαρακώσεις την πίστη τους στο σήμερα. Για το λόγο αυτό καλούμε τους συναδέλφους, που είναι και οι μόνοι πραγματικοί πρωταγωνιστές αυτής της συζήτησης περί το νέο ΠΣ, να το αγκαλιάσουν και να διαγνώσουν τις δυνατότητες που έχει για τη δουλειά τους στην τάξη με την πεποίθηση ότι έτσι υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο και την Εκκλησία και την σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Στην πορεία αυτή ο Σύλλογός μας θα συνεχίσει να είναι ενεργός αρωγός και υποστηρικτής με ποικίλες δραστηριότητες και πρωτοβουλίες.
Το Διοικητικό Συμβούλιο