Το εσπέρας της Τρίτης, 10ης Σεπτεμβρίου, στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας, όπως κάθε Τρίτη, τελέστηκε ο Εσπερινός και η Ιερά Παράκληση στον Άγιο Λουκά τον Ιατρό.
Στον Εσπερινό χοροστάτησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Μυρίνης κ. Αθηναγόρας (Οικουμενικό Πατριαρχείο) και συμμετείχαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεώργιος, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Άσσου κ. Τιμόθεος (Οικουμενικό Πατριαρχείο) και ο Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος κήρυξε τον θείο λόγο.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων κηρύττοντας τον θείο λόγο ευχαρίστησε τους Αγίους Αρχιερείς που προσήλθαν για να προσκυνήσουν το χαριτόβρυτο Ιερό Λείψανο του Αγίου Λουκά και μετείχαν στην καθιερωμένη Ιερά Παράκληση που τελείται κάθε Τρίτη, λέγοντας μεταξύ άλλων: Στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς προχθεσινῆς δηλαδή Κυριακῆς, τῆς Κυριακῆς πρό τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀκούσαμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνομιλώντας μέ τόν κεκρυμμένο μαθητή του Νικόδημο τοῦ λέγει: «καί καθώς Μωυσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου».
Ὁ Χριστός ἀναφέρεται στό θαυμαστό γεγονός πού συνέβη στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅταν ὁ Μωυσῆς κρέμασε κατ᾽ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἕνα χάλκινο φίδι, στό ὁποῖο, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες, πού κινδύνευαν νά πεθάνουν ἀπό τά δαγκώματα τῶν φιδιῶν, ἔστρεφαν τά μάτια καί τήν καρδιά τους, θεραπευόταν. Τό χάλκινο αὐτό φίδι ἀποτελεῖ προτύπωση τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάτι ἀνάλογο μέ τούς Ἰσραηλίτες, γράφει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ ἰατρός, ἔκανε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τό βλέμμα του ἦταν πάντοτε νοερά προσηλωμένο στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού μέ θαυμαστό τρόπο μεταστράφηκε στόν Χριστό καί ἀγάπησε τόν Σταυρό του ὅπως κανένας ἄλλος στόν κόσμο, γράφει: «ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ».
Αὐτός πού ἀγαπᾶ, ζεῖ μόνο γιά τόν ἀγαπώμενο, συνεχίζει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, μέρα καί νύχτα σκέφτεται μόνο αὐτόν καί πρός αὐτόν προσηλώνει τό βλέμμα καί τήν καρδιά του. Ἀλλά αὐτό τό συναίσθημα εἶναι χαμηλότερης βαθμίδας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν πλήρης ἀπό μία διαφορετική ἀγάπη, τήν ἀγάπη πρός τόν Σωτήρα, πρός τόν Ἐσταυρωμένο. Γιά πάντα καί ἀνεξίτηλα χαράχτηκε στήν καρδιά του ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅλος ὁ κόσμος εἶχε ἐξαφανισθεῖ, τά θέλγητρα τοῦ κόσμου εἶχαν φύγει μακριά του καί ὁ κόσμος εἶχε παύσει νά ὑπάρχει. Γι᾽ αὐτό καί ἔγραφε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν καυχᾶται γιά τίποτε ἄλλο παρά γιά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Γιά τί νά καυχηθοῦμε; διερωτᾶται ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος μέ τή ζωή του ἀπέδειξε τήν καύχησή του γιά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Γιά ἐντελῶς διαφορετικά πράγματα, συνεχίζει, πρέπει νά καυχιόμαστε καί ὄχι γιά τίς ἐπιτυχίες στήν ἔρευνά μας, τήν κοινωνική μας δραστηριότητα, τά βραβεῖα καί τά παράσημα πού λαμβάνουμε γι᾽ αὐτές τίς δραστηριότητες, γιά τίς ἐπιτυχίες μας στή ζωή, γιά τόν πλοῦτο, τό μυαλό, τήν εὐφυΐα, τήν ἐπιδεξιότητά μας.
Καί δέν ἦταν μόνο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος καυχᾶτο γιά τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Ἦταν καί ὅλοι οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ ἅγιοι καί οἱ ὁμολογητές, γράφει καί πάλι ὁ ἅγιος Λουκᾶς, πού ἀτένιζαν τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί συσταυρωνόταν μαζί του. Στίς καρδιές τους εἶχαν χαραχθεῖ βαθειά οἱ λόγοι τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων: «τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς. Ἀπεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ».
Οἱ ἅγιοι, συνεχίζει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ἐπεδίωξαν μέ ὅλη τους τήν καρδιά νά ὑποφέρουν μέ τόν Χριστό γιά τήν ὕψιστη ἀλήθεια καί γιά τήν ἀγάπη του, καί γι᾽ αὐτό ὅλοι οἱ λογισμοί τῶν ψυχῶν τους, ὅλες οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ μυαλοῦ καί τῆς καρδιᾶς τους στράφηκαν στό πῶς θά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό.
Ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων μέ καθαρές καρδιές πού ἀγάπησαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῆγαν μέ Αὐτόν ἐκεῖ ὅπου Αὐτός τούς κάλεσε. Γι᾽ αὐτούς ὁ κόσμος ἔγινε μισητός καί ἀδιάφορος. Ἄρχισαν νά παρατηροῦν ὄχι τόν κόσμο οὔτε τήν ὀμορφιά του, ἀλλά τό βάθος τῆς ψυχῆς τους. Καταπιάστηκαν ὄχι μέ τήν ἀπόκτηση τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν, ἀλλά μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τους, καί ἔτσι κατόρθωσαν νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό καί νά φθάσουν κοντά του καί νά κερδίσουν τή βασιλεία του.
Τί μποροῦμε ὅμως νά κάνουμε ἐμεῖς πού δέν ἔχουμε τό ψυχικό μεγαλεῖο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἤ τό θάρρος τῶν ἁγίων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν;
Στήν ἐρώτηση αὐτή νά τί μᾶς συστήνει ὁ ἅγιος Λουκᾶς: «Καί ἐμεῖς οἱ ἀδύναμοι χριστιανοί, ἔστω καί ἀραιά νά σκεφτόμαστε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καί ἄν δέν στέκεται πάντα μπροστά στά μάτια μας καί ἔστω κουτσαίνοντας, σκοντάφτοντας καί πέφτοντας, ἄς ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό. Ναί», καταλήγει ὁ ἅγιος, «ἄς εἶναι λοιπόν πάντα μπροστά μας τό παράδειγμα τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου καί ὅλων τῶν ἁγίων, πού συσταυρώθηκαν μέ τόν Χριστό», γιά νά μᾶς ἐνισχύουν καί νά μᾶς ἐνθαρρύνουν καί μᾶς νά σηκώνουμε τόν δικό μας σταυρό μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν ἀκολουθοῦμε, θεωρώντας τιμή καί καύχημά μας αὐτόν τόν σταυρό πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά μιμούμεθα τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος διά τοῦ Σταυροῦ του μᾶς χάρισε τή σωτηρία μας.