You are currently viewing Η 6η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ι.Μ. Δημητριάδος

Η 6η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ι.Μ. Δημητριάδος

  • Reading time:1 mins read

Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η 6η Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον ιεραποστολικό έτος. Στο επίκεντρο της Συνάξεως τέθηκε η Ε΄, η Στ΄ και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, στο πλαίσιο της ενασχόλησης των Κληρικών με την ιστορία και την Θεολογία των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων.

Πρώτος ομιλητής ήταν ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Ιστορία και Θεολογία της Ε΄, της Στ΄ και της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου».

Ο Σεβασμιώτατος, αφού έκανε μια σύντομη ιστορική αναφορά στις τρεις Οικουμενικές Συνόδους, επισημαίνοντας και τις αποφάσεις τους, συμπερασματικά ανέφερε ότι: «Και οι τρεις Σύνοδοι με τις αποφάσεις τους λειτούργησαν συμπληρωματικά και ως προς τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου αλλά και προς άλλες. Η Έ Οικουμενική επεξήγησε ερμηνευτικά την Κυρίλλια φράση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» και σε αναφορά προς τις σχέσεις φύσεως και προσώπου, αλλά επίσης προσδιόρισε και τη θεολογική ταύτιση των δύο εκφράσεων «ἐν δύο φύσεσι» ή «ἐκ δύο φύσεων». Η Στ΄ Οικουμενική διετράνωσε τη Χριστολογική διδασκαλία της Δ’ Οικουμενικής, καθορίζοντας τα όρια της βουλήσεως-θελήσεως, φύσεως και προσώπου, στο πρόσωπο του Χριστού και συγχρόνως πρόβαλε τις βάσεις της Ανθρωπολογικής συνέπειας αυτής της σχέσεως. Η Πενθέκτη συμπλήρωσε τις δυο προηγούμενες ως προς το κανονικό κενό το οποίο παρουσίαζαν επειδή επικεντρώθηκαν σε καθαρά Θεολογικά ζητήματα».

Επίσης επισήμανε ότι: «Δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι τόσο η ερμηνευτική επεξήγηση ή διόρθωση ή ακόμα και η ¨τράνωσις¨ των αποφάσεων κάθε Οικουμενικής Συνόδου, δεν αποτελεί μία νέα μορφή εξελικτικής ανάπτυξης της μίας Αλήθειας της Πίστεως της Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού, αλλά αποτελεί μία επαγωγική ανάπτυξη της ερμηνείας της μίας Αλήθειας και επισήμανση των ανθρωπολογικών συνεπειών αυτής της Αλήθειας. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν έκτακτα γεγονότα μέσα στη ζωή και στην Ιστορία της Εκκλησίας και προκλήθηκαν από γεγονότα Θεολογικά τα οποία απαιτούσαν για την επίλυση τους, μία σύνολη παρουσία και αποδοχή από μέρους της Εκκλησίας, έστω και αν δεν υπήρχε η αντίστοιχη ή ανάλογη εκκλησιαστική παρουσία της όλης Εκκλησίας. Αυτό επιλύετο αργότερα με τη διαδικασία της αποδοχής και της αναγνώρισης. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ως ιστορικά γεγονότα δεν λειτουργούν ερήμην των πολιτικών, εκκλησιαστικών ή και ανθρώπινων γεγονότων της εποχής έστω και αν καταφέρνουν στο τέλος να δηλώσουν τη διαφοροποίηση τους».

Τελειώνοντας ανέφερε ότι: «Η Οικουμενικότητα μιας Συνόδου, δεν εξαρτάται από τη συμμετοχή ή την αντιπροσώπευση των τοπικών Εκκλησιών, αλλά από την αποδοχή ή μη, των αποφάσεων της τελικά από σύνολη την εκκλησία. Τέλος άλλο είναι και σημαίνει αποδοχή και άλλο ανακήρυξη ως μία κανονική συνοδική διαδικασία. Η Δεύτερη προϋποθέτει την πρώτη και η πρώτη συνεπάγεται τη δεύτερη. Πότε; Όταν θα έλθει το πλήρωμα του χρόνου και πάντοτε από άλλη Οικουμενική Σύνοδο και όχι τοπική. Πολλᾧ δε μάλλον από μεμονομένες ενέργειες επισκόπων τοπικής επισκοπής. Σε διαφορετική περίπτωση η αναγνώριση και η αποδοχή της Συνόδου παύει να είναι γεγονός της καθόλου εκκλησίας».

Δεύτερος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Επισκέπτης Λέκτορας του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ και Διδάσκων στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ο οποίος μίλησε με θέμα «Το θέλημα του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου».

Ο ομιλητής αναφέρθηκε στις δογματικές έριδες του 6ου και 7ου αιώνα με αφορμή τις αιρέσεις του ωριγενισμού και του μονοθελητισμού.

Περιέγραψε τον ωριγενισμό και τη θεολογία του και τόνισε τις σύγχρονες παρενέργειες της ωριγενιστικής θεολογίας και πνευματικότητας.

Στη συνέχεια έκανε μνεία για την πρόνοια του Θεού και την ελευθερία του ανθρώπου ενώ ανέλυσε τη θεολογία του 7ου αιώνα για την ανθρώπινη θέληση και τη σημασία της, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Ένα πρώτο πράγμα που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η θεολογία αυτή τονίζει την …ύπαρξη της ανθρώπινης θέλησης. Η ανθρώπινη ελευθερία σχετικοποιείται, εφόσον σχεδόν αναπόφευκτα θα κάνει κανείς αυτό που γνωρίζει ότι είναι καλό… Μια χριστιανική, ‘παιδεία’, κατήχηση, ή ποιμαντική, …θα πρέπει να αποβλέπει στο να εμπνεύσει και να μεταμορφώσει τη θέληση… Η ανθρώπινη θέληση… αποτελεί αυτόνομη λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς να σημαίνει και ανεξάρτητη… Ωστόσο, το να γνωρίζει κανείς το θέλημα του Θεού προφανώς δεν αρκεί.

Χρειάζεται και να το εφαρμόζει… Η συγκαταβατικότητα απέναντι στον αμαρτωλό άνθρωπο, τον οποίο καλούμαστε να ποιμάνουμε και να διακονήσουμε και η επίκληση της χάριτος του Θεού, μέσα από τη μετοχή στα μυστήρια μπορεί να θεραπεύσει την ανθρώπινη ψυχή και να ελευθερώσει την ανθρώπινη θέληση από την καταδυνάστευση της αμαρτίας. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι του 7ου αιώνα τόνιζαν ότι η ανθρώπινη θέληση του Χριστού ήταν εξαγιασμένη και θεωμένη ακριβώς επειδή ήταν ενωμένη με την θεότητα…

Ούτε αυτό όμως είναι αρκετό. Χρειάζεται, στη συνέχεια, η άσκηση της θέλησης, η υπακοή στις εντολές του Θεού. Η υπακοή αυτή, δεν αποσκοπεί στον αφανισμό της ανθρώπινης θέλησης, διότι τότε θα γινόμασταν μονοθελήτες. Εάν καταστραφεί η θέληση, τότε ο άνθρωπος αφενός θα πάψει να είναι εικόνα του Θεού, και αφετέρου δεν θα είναι σε θέση να θέλει ούτε το καλό. Στόχος, λοιπόν, της ποιμαντικής μας δεν μπορεί να είναι ο ευνουχισμός της ανθρώπινης ελευθερίας αλλά η θεραπεία, ο φωτισμός, και η μεταμόρφωσή της».

Επίσης αναφέρθηκε στην ανθρώπινη ελευθερία τονίζοντας: « Η άσκηση της Εκκλησίας ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη, που υποδουλώνουν την ελευθερία του», ενώ παράλληλα επεσήμανε δύο μορφές ελευθερίας, την «ελευθερία από πάθη όπως ο φθόνος, η μνησικακία, ή η απόγνωση που συμβαδίζουν με την απελευθέρωση τεράστιων θετικών δυνάμεων της ανθρώπινης ψυχής» και την «ελευθερία ακόμα και από την ίδια τη φύση, την ανύψωση του ανθρώπου στην υπέρ φύσιν κατάσταση, που επιτυγχάνεται μέσα από την ελεύθερη υποταγή του ανθρώπινου θελήματος στο θέλημα του Θεού».

Ο π. Δημήτριος, ολοκλήρωσε την εισήγηση του λέγοντας ότι η ποιότητα της ελευθερίας του ανθρώπου δεν συναρτάται με την πληθώρα των επιλογών. Αυτό που έχει κυρίως σημασία είναι να μπορεί να κάνει τη σωστή επιλογή έτσι ώστε να περιορίσει τις αμαρτωλές επιλογές του και να εξασφαλίσει μία ανώτερη μορφή ελευθερίας.

Ακολούθησε ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των δύο εισηγήσεων και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.