You are currently viewing Στη συμπλήρωση 50 Χρόνων Αρχιερωσύνης  του Μητροπολίτου Ανθίμου Ρούσσα

Στη συμπλήρωση 50 Χρόνων Αρχιερωσύνης του Μητροπολίτου Ανθίμου Ρούσσα

  • Reading time:5 mins read

Όταν εορτάστηκαν στη Θεσσαλονίκη από τον Διάδοχό του Φιλόθεο στις 21 Ιουλίου 2024

🔺Η συγκλονιστική ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου στον εορτασμό της επετείου πενήντα χρόνων Αρχιερωσύνης του Γέροντος Μητροπολίτου π. Θεσσαλονίκης Ανθίμου Ρούσσα

🔺Εξιστόρησε με λεπτομέρειες και διαλόγους όλο το παρασκήνιο της παραίτησης. 

Ποιμενάρχα τῆς Θεσσαλονίκης, Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἄρχοντες τοῦ τόπου μας, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου.

 

 

πὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ σημερινοῦ Παυλείου ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος δανείζομαι καὶ διαμορφώνω τὶς φράσεις: «διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκός… παρέστησε τὰ μέλη» αὐτοῦ «…δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμὸν» …δουλώθηκε «τῷ Θεῷ καὶ ἔχει τὸν καρπόν αὐτοῦ …τὸ δὲ τέλος ζωὴ αἰώνιος… χάρισμα τοῦ Θεοῦ …ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν…» (Ρωμ. 6,18-23).

Οἱ ἔννοιες αὐτῶν τῶν φράσεων, νομίζω ὅτι περιγράφουν πολὺ καθαρὰ τὴν αἰτία ποὺ μᾶς συγκέντρωσε, μὲ τὴν τιμητικὴ γιὰ μᾶς πρόσκληση τοῦ Ποιμενάρχου σας, προκειμένου νὰ ἐξαγγείλουμε τὸν δίκαιο ἔπαινο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν πολιὸ προκάτοχό μας, Μητροπολίτη Ἄνθιμο Ρούσσα.

Τὰ ὅσα ἔζησα ἐκ τοῦ σύνεγγυς γιὰ τὸν βίο του καὶ τὰ ἔργα του 30 χρόνια στὴν Ἀλεξανδρούπολη, τὰ κατέγραψα γιὰ τὸν ἄνδρα πρὸ χρόνων, στὸν ἐκδοθέντα χαριστήριο τιμητικὸ τόμο καὶ οἱ ἑβρῖτες ποὺ τὰ ἔζησαν, διεπίστωσαν στὶς σελίδες του ὅτι δὲν ὑπερέβαλα. Τὰ ὅσα συνέβησαν ἐδῶ στὴ Θεσσαλονίκη τὴν παριππεύσασα 20ετία, ἐσεῖς τὰ γνωρίζετε καλύτερα ἀπὸ ἐμένα καὶ θὰ ἦταν ἀσύνετο ἀπὸ μέρους μου νὰ τὰ ἐκθέσω σήμερα μπροστά σας.

Θὰ ἀποκαλύψω, ὅμως, «ἐν μέσῃ Ἐκκλησίᾳ» τὴν τελευταία σελίδα τῆς πολιτείας του, ποὺ μόνο 5 ἄνθρωποι μέχρι τώρα γνωρίζουμε, ἐπειδή θεωρῶ ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ μάθημα ποὺ ἐπὶ μισὸ αἰῶνος μᾶς δίδαξε ὁ δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

 

Τοῦ τὸ εἶχα προτείνει καὶ πρὸ τετραετίας, ὅταν τὰ συμπτώματα τῆς ἀσθενείας του εἶχαν ἀρχίσει νὰ τὸν δυσκολεύουν στὴ δημόσια δράση του. Τότε μὲ εἶχε ρωτήσει:

-«Νομίζεις ὅτι ἔφτασε ὁ καιρός»;

Τοῦ θύμησα ἐπιτακτικό του λόγο ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ παλαιότερα:

-«Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ἐκτεθῶ» καὶ ἀκόμα: «θὰ σοῦ δώσω μιὰ παραίτηση χωρὶς ἡμερομηνία, ὅποτε κρίνεις ὅτι ἤρθε ἡ ὥρα, βάλε ἡμερομηνία καὶ ὑπόβαλέ την».

Ἴσως, τότε, νὰ ἦταν νωρίς. Πάντως, σίγουρα, ἀλλιῶς ἤθελε ὁ Θεός.  

Ἔτσι, στὶς 7 Αὐγούστου πέρυσι, μὲ τοὺς π.π. Χριστόδουλο Καραθανάση καὶ Δημήτριο Κεσκίνη ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολη, ἤρθαμε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου συναντηθήκαμε μὲ τὸν σεβ. Χίου κ. Μᾶρκο «ἐπὶ τούτῳ». Εἶχε προηγηθεῖ δημόσιος προβληματισμὸς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιὰ τοὺς ὑπέργηρους ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτες. Οἱ συζητήσεις «ἔδιναν καὶ ἔπαιρναν», τὰ δημοσιεύματα πληθωρίαζαν καὶ ὁ ἀπόηχος δὲν ἦταν καλός.  

Ἀπὸ τὴ μιά, ἡ ἀγάπη μου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μὲ παρέλαβε γυμνασιόπαιδο καὶ μὲ ποδηγέτησε μέχρι τὰ σκαλιὰ τοῦ θρόνου του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ἀρχιερατική μου εὐθύνη γιὰ τὸν ἀπρόσκοπτο βηματισμὸ τῆς ἐνιαίας Ἐκκλησίας, μὲ ἔφεραν ἐδῶ νιώθοντας ἕναν κόμπο στὸν λαιμὸ καὶ ἕνα σφίξιμο στὴν καρδιά.  

Στὸ τραπέζι τοῦ γεύματος ὁ Γέροντας ἦταν χαρούμενος. Μὲ τὸν σεβ. κ. Μᾶρκο μιλούσε γιὰ φιλολογικά θέματα, ἐμένα μὲ ρωτοῦσε γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Ξαφνικά, ἀλλάζοντας τὴν συζήτηση, μᾶς εἶπε:

-«Ἔμαθα γιὰ τὴν Ἐπιτροπὴ ποὺ συνέστησε ἡ Σύνοδος γιὰ μᾶς».

Μόλις ἀρχίσαμε νὰ τοῦ ἐξηγοῦμε, εὐθέως πρόσθεσε:

-«Ἐγὼ βέβαια, νὰ ξέρετε, εἶμαι ἕτοιμος»!

Δὲν τὸ περιμέναμε. Ὁ σεβ. Χίου προσπάθησε νὰ κρύψει τὰ δάκρυά του καὶ μετὰ τὸ γεῦμα ἔφυγε προγραμματισμένα γιὰ τὸ Νησί του.

-«Ἐσύ, μεῖνε», μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, «θὰ πάω νὰ ξεκουραστῶ καὶ τὸ ἀπόγευμα ἂς ξαναμιλήσουμε γιὰ τὸ ζήτημα».

Ὁ Θεὸς ξέρει πόσο δύσκολο μοῦ ἦταν ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι. Τὸ ἀπόγευμα, ὁ π. Δημήτριος Χάνδακας καὶ ὁ π. Πολύκαρπος Κάστιζας μὲ εἰδοποίησαν:

-«Σᾶς περιμένει στὸ Γραφεῖο τοῦ ἐνδιαιτήματός του», εἶπαν.  

Πῆγα ἀμέσως, ἀφοῦ ζήτησα ἀπὸ τοὺς τέσσερεις πατέρες νὰ μείνουν ἀθόρυβα ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο ὥστε νὰ ἀκοῦν μὲ εὐκρίνεια τὴ συζήτησή μας, ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα.

Ἦταν ξεκούραστος καὶ νηφάλιος. Μὲ ρώτησε:

-«Ξαναπές μου, λοιπόν, τί συμβαίνει; τί ἀκούγεται; καὶ μετά, πές μου καὶ τὴ γνώμη σου».

Τοῦ περιέγραψα τὴν περιρρέουσα ἐκκλησιαστικὴ ἀτμόσφαιρα, τοῦ θύμησα πόσο μεγάλος ὑπῆρξε γιὰ μένα προσωπικά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σύνολη Ἐκκλησία μας, τοῦ θύμησα ὅσα πάντοτε ἤθελε γιὰ τὴν προστασία τῆς ὑστεροφημίας του, καθώς καὶ ἕνα ἀγαπημένο του χωρίο, ἀπὸ τὴν πρὸς Κορινθίους (Β’,6,3), μὲ τὸ ὁποῖο διαρκῶς μᾶς συμβούλευε: «μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία».

Μὲ ἄκουγε εὐχαρίστως καὶ ἡ εἰκόνα ποὺ ἐξέπεμπε ἀλλὰ καὶ ἡ εὐμενὴς διάθεσή του μὲ παρακινοῦσε νὰ συνεχίζω. Ἔπειτα, ἀνακάθησε στὴν καρέκλα του, στήριξε τὰ χέρια του στὰ μπράτσα της καὶ εἶπε μὲ ἀποφασιστικὴ καὶ καθαρὴ φωνή:

-«Σᾶς εἶπα καὶ τὸ μεσημέρι στὸ τραπέζι, ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος. Ἐσὺ ξέρεις πὼς ἐργαζόμουν, ὅμως βλέπεις, δὲν εἶμαι πιὰ ὁ Ἄνθιμος ποὺ ξέρατε, καταλαβαίνω ὅτι πολλὰ συμβαίνουν γύρω μου ποὺ δὲν μπορῶ πλέον νὰ τὰ παρακολουθήσω καὶ αὐτὸ μὲ στενοχωρεῖ»!

 

Τοῦ θύμησα τότε, ὅσα εἶχε πεῖ καὶ εἶχε γράψει γιὰ τὸν δικό του Γέροντα, τὸν Κοζάνης Διονύσιο Ψαριανό, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν κλινήρης καὶ παντελῶς ἀδύναμος νὰ ἀσκήσει διοίκηση. Τοῦ ἄρεσαν.

-«Ναί! ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ προχωρεῖ», μονολόγησε, «ἐμεῖς, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, φεύγουμε…»!

Καὶ γυρίζοντας ξανὰ σ’ ἐμένα…

-«Τί θὰ γίνει στὴ συνέχεια»;

Τοῦ πρότεινα πάλι αὐτὸ ποὺ εἴχαμε συζητήσει παλαιότερα:

-«Ἂν θέλετε, μπορεῖτε νὰ μείνετε ἐδῶ, ἂν θέλετε νὰ ρθεῖτε στὴν Ἀλεξανδρούπολη, ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι εἴμαστε δικοί σας. Θὰ μείνετε ἢ στὸ Ἐπισκοπεῖο, στὸ δωμάτιό σας, στὸ γραφεῖο σας, μὲ τὸν ὁδηγὸ καὶ τὴν οἰκονόμο μας (ἐγὼ ἔχω τὸ πατρικό μου σπίτι) ἢ στὸ Μοναστήρι τῆς Μάκρης, ποὺ ἐσεῖς τὸ κτίσατε καὶ ξέρετε πόσο σᾶς ἀγαποῦν καὶ σᾶς τιμοῦν. Ἐσεῖς νὰ ἐπιλέξετε, ὅ,τι σᾶς ἀναπαύει περισσότερο».

-«Πολὺ καλά», εἶπε ἱκανοποιημένος, «ὁπότε, τί πρέπει νὰ κάνουμε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα»;

-«Θὰ γράψουμε ἕνα κείμενο», τοῦ εἶπα, «ὅπου θὰ ἀποχαιρετήσετε τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἀφήνοντας εὐχές, συμβουλὲς καὶ παρακαταθῆκες σας καὶ ἔπειτα θὰ ὑποβάλλετε τὴν παραίτησή σας, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ προχωρήσει σὲ ἐκλογὴ ἄλλου Μητροπολίτου».

Εἶπα δυνατὰ καὶ ἐμφαντικὰ τὴ δύσκολη λέξη: «παραίτηση», μὴν τυχὸν δὲν εἶχε γίνει ἀντιληπτό, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή.

-«Ἐδῶ τί θὰ γίνει»; ρώτησε, ἐνῶ τὸ χέρι του διέγραφε ἕναν κύκλο στὸν τριγύρω χῶρο μὲ τὰ πράγματά του.

Βέβαιος γιὰ τὴ στοργὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἀπάντησα:

-«Ὅσο θὰ εἶστε ἐδῶ στὴ Θεσσαλονίκη, θὰ μείνετε ἐδῶ, στὸ διαμέρισμά σας, στὸν χῶρο σας μὲ τὰ βιβλία σας καὶ τὰ ὑπόλοιπα πράγματά σας».

-«Καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ ρθεῖ»;

-«Τὸ κτίριο ἔχει εὐρύχωρα δωμάτια, θὰ διαμορφωθοῦν κάποια καὶ θὰ μείνει ἄνετα ἐκεῖ», τοῦ ἀπάντησα.

-«Καλὰ ἀκούγονται αὐτά», εἶπε σκεπτικὸς καὶ συνέχισε χαμηλόφωνα, λὲς καὶ συζητοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του: «ναί! ἔτσι πρέπει νὰ γίνει».

-«Λοιπόν, ἂς τὰ ξαναποῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή», εἶπε, «πῶς θὰ γίνουν», θέλοντας νὰ ἐπαναλάβουμε τὴν συζήτηση.

Ἄρχισα ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, προκειμένου νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι μιλᾶμε γιὰ παραίτηση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἔχω ἐγὼ τὴν συνείδησή μου ἥσυχη γιὰ τὴν διαύγεια τῆς ἀποφάσεώς του. Ἴσως νὰ ὑπῆρξα λίγο ὑπερβολικὸς στὴν ἐπανάληψη καὶ γι’αὐτὸ στὸ τέλος μοῦ εἶπε:

-«Τὸ κατάλαβα, θὰ παραιτηθῶ καὶ ἐδῶ ἡ Σύνοδος θὰ στείλει ἄλλον, τὸ κατάλαβα. Λοιπόν, θὰ προχωρήσω»!  

-«Μιὰ στιγμὴ ἀκόμα», τοῦ ἀντέτεινα. Φώναξα ἀμέσως τοὺς τέσσερεις κληρικοὺς ποὺ σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς, δίπλα στὴν πόρτα, ἄκουγαν συγκινημένοι τοὺς μέχρι τώρα διαλόγους μας. Χάρηκε ποὺ μᾶς εἶδε ὅλους μαζί.

-«Πατέρες», ρώτησα ἐμφαντικά, «συζητήσαμε γιὰ τὴν παραίτηση τοῦ Γέροντά μας, ἐσεῖς τὸν ἀγαπᾶτε ὅσο κι ἐγὼ καὶ τὸν ὑπηρετεῖτε. Πρὶν ὑπογράψει, πεῖτε τὴ γνώμη σας, νὰ προχωρήσει ἢ ὄχι; εἶναι αὐτὴ ἡ καλύτερη λύση ἢ μήπως νὰ παραμείνει ἐν ἐνεργείᾳ ὅσο ἐπιτρέψει ὁ Θεός»;

Τότε ἕνας-ἕνας μὲ τρυφερότητα καὶ στοργὴ πῆραν τὸν λόγο καὶ τοῦ εἶπαν:

«Προχωρεῖστε Παναγιώτατε, αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη λύση, γιὰ τὴν ἱστορία σας, γιὰ τὴν ὑστεροφημία σας καὶ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Μητροπόλεως. Καὶ μὴν ἀνησυχεῖτε, ἐμεῖς θὰ εἴμαστε μαζί σας, δὲν θὰ λείψουμε ἀπὸ δίπλα σας».

Τοὺς ἄκουγε ἕναν-ἕναν μὲ εὐχαρίστηση καὶ ἕνα ὡραῖο χαμόγελο διαγράφτηκε στὸ πρόσωπό του. Ὅταν τελείωσαν, εἶπε:

-«Μάλιστα, ἔτσι θὰ γίνει, τὸ καταλαβαίνω καὶ σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα».           

Καὶ ἀνασυντάσσοντας τὶς δυνάμεις του:

-«Δὲν μοῦ λέτε; ἔχετε κάποιο κείμενο ἕτοιμο»; ρώτησε.

-«Βεβαίως», τοῦ ἀπαντήσαμε.

-«Φέρτε το», εἶπε ἀποφασιστικά.

Εἴχαμε συντάξει κείμενο μὲ τὰ ἀγαπημένα του χωρία τῆς Γραφῆς, μὲ τὰ ὁποῖα γραπτὰ καὶ προφορικὰ κήρυττε τὴν ἐκκλησιολογία του, σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Τὸ φέραμε.

-«Διάβαστέ το», μᾶς εἶπε.

Ὁ π. Πολύκαρπος τὸ διάβασε ἀργὰ καὶ καθαρά. Τὸ ἄκουγε μὲ ἱκανοποίηση. Πέντε φορὲς τὸν σταμάτησε γιὰ νὰ τοῦ ἐπαναλάβει τρεῖς λέξεις καὶ δύο φράσεις τοῦ κειμένου.

-«Καλὸ εἶναι», μᾶς εἶπε, ὅταν τελείωσε.

-«Διάβαστέ το ἄλλη μιὰ φορά», τὸ κάναμε. Στὸ τέλος ἔβαλε τὰ γυαλιά του, τὸ πῆρε στὰ χέρια του, τὸ διεξῆλθε καὶ μόνος του καὶ δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλο τὸ τέλος τοῦ κειμένου, ὅπου ἔγραφε «Ὁ Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος», εἶπε:  

-«Ἐδῶ θέλει διόρθωση! στὴ Σύνοδο δὲν θὰ τὸ στείλουμε»;

-«Μάλιστα», τοῦ ἀπάντησα.

Καὶ συνέχισε:

-«Τὰ ἔγγραφα ποὺ στέλνουμε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τὰ ὑπογράφουμε πάντοτε ‘μετὰ βαθυτάτου σεβασμοῦ’, μὴν τὸ ξεχνᾶτε αὐτό. Λοιπόν, διορθῶστε το».

-«Ἔχετε ἀπόλυτο δίκιο», φώναξα καὶ σκέφτηκα ‘ἀθάνατο τὸ δασκαλίστικο ὕφος του, ἀκόμα κι αὐτὴν τὴ στιγμή’.

Ὅταν τὸ ξαναφέραμε εἶπε ἀποφασιστικά:  

-«Θὰ τὸ ὑπογράψω…».

Ὁ π. Πολύκαρπος τὸν βοήθησε νὰ ὑπογράψει, γράμμα-γράμμα τὴν γνωστή, ὅμως κλονισμένη ὑπογραφή του, αὐτὸς ποὺ παλαιότερα καλλιτεχνοῦσε τὰ ἔγγραφα μ’ αὐτήν, εἴτε ὡς Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος εἴτε ὡς Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος. Γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωρεῖται, τοῦ εἴπαμε, σὲ ἕνα ἀντίγραφο, νὰ βάλει τὴ μονογραφή του.

-«Ὄχι», εἶπε, «τὰ ἐπίσημα ἔγγραφα ὑπογράφονται, δὲν μονογράφονται» καὶ συνέχισε μέχρι τέλους. Καὶ ἀφοῦ ἀνακάθισε, ρώτησε:

-«Τί θὰ γίνει τώρα αὐτό»;

-«Θὰ τὸ στείλουμε αὔριο στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, τοῦ εἶπα.

Ἔδωσα μπροστά του τὰ ὑπογραφέντα στὸν π. Πολύκαρπο καὶ τοῦ ζήτησα νὰ μὴν τὰ δεῖ κανείς οὔτε βεβαίως νὰ σταλοῦν, παρὰ μόνο ὅταν τὸν εἰδοποιήσω.  

Γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ποὺ δημιουργήθηκε, τὸν ρώτησα:

-«Θέλετε νὰ πάρουμε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, νὰ τοῦ τὸ πεῖτε; Καλὰ εἶναι ὁ Πρῶτος νὰ τὸ μάθει ἀπὸ ἐσᾶς τὸν ἴδιο».

Ἔδειξε προθυμία.

-«Θὰ τὸν βρεῖς σὲ κάποιο τηλέφωνο»;

-«Θὰ προσπαθήσω», τοῦ εἶπα. Καὶ μπροστά του, μέσῳ ἑνὸς ἀστυνομικοῦ τῆς ἀσφαλείας του, βρῆκα τὸν Μακαριώτατο στὰ Γιάννενα.

-«Εἴμαστε μὲ τὸν Γέροντα στὴ Θεσσαλονίκη», τοῦ εἶπα «καὶ θέλει νὰ σᾶς μιλήσει».

-«Τί κάνει, πῶς πάει ἡ υγεία του»; ρώτησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἀμέσως «ναί! δῶστε μου νὰ τοῦ μιλήσω».

Μετὰ τὶς πρῶτες φιλοφρονήσεις, ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

-«Ἦρθε ὁ Ἄνθιμος, συζητήσαμε καὶ ὑπέγραψα τὴν παραίτησή μου, ἤμουν ἕτοιμος βέβαια, τὸ σκέφτομαι ἀπὸ καιρὸ καὶ νομίζω ὅτι εἶναι τὸ καλύτερο γιὰ νὰ προχωρήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης».  

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, μᾶλλον κρύβοντας τὴν ἔκπληξή του ἀπάντησε:

-«Ἐσεῖς ὅπως κρίνετε, Παναγιώτατε, ἐξάλλου πάντα ἀνοίγατε δρόμους καὶ δίνατε τὸ παράδειγμα… Πότε θέλετε νὰ τὴν κάνουμε ἀποδεκτὴ στὴ Σύνοδο»;

Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

-«Τὴν ἑπομένη τῆς γιορτῆς μου, ὁπότε καὶ θὰ ἀποχαιρετήσω τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό».

Καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος:

-«Θὰ ρθω κι ἐγὼ στὴ γιορτή σας, Παναγιώτατε, νὰ σᾶς γιορτάσουμε ὅλοι μαζί».

Ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο περιχαρής.

-«Θὰ ρθει στὴ γιορτή μου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος», μᾶς εἶπε ἱκανοποιημένος, «ἐκεῖ θὰ γίνουν ὅλα».  

Εἶχα μιὰ περίεργη αἴσθηση. Κάτι μεγάλο εἶχε τελειώσει, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ γιὰ τὴ ζωή μου. Ἐγὼ ξέρω τί ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ μένα. Καὶ ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσο μὲ ἐνδιέφερε ἡ συνέπεια τῶν λόγων του μὲ τὶς πράξεις του. Οἱ δύσκολες ἐκεῖνες στιγμές, ποὺ μοῦ φαινόταν ἀτελείωτες, μὲ συνείχαν. Τὰ λόγια μου, κράμα ἀγάπης, πόνου καὶ στοργῆς, ἀνταποκρινόταν πλήρως στὰ αἰσθήματα τῆς εὐγνωμοσύνης μου. Τὸ μόνο ποὺ ἐλάχιστα μὲ ἀπασχολοῦσε ἦταν τὸ ‘πῶς’ θὰ ἑρμηνευόταν ἡ παρέμβασή μου.

-«Τί λέει τώρα τὸ πρόγραμμά σας», μᾶς ρώτησε, «θὰ μείνετε ἀπόψε, νὰ φροντίσουμε γιὰ φαγητό»;

Τὸν παρακαλέσαμε νὰ μὴν ἐπιμείνει, ἦταν 9.30 τὸ βράδυ καὶ θέλαμε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν Ἀλεξανδρούπολη μὲ δροσιὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν αὐγουστιάτικο καύσωνα τῆς αὐριανῆς.

Τὸ δέχτηκε.

-«Νὰ προσέχετε στὸν δρόμο, νὰ πάρετε κρύο νερό καὶ ὄχι μεγάλες ταχύτητες», μᾶς εἶπε τὶς συνηθισμένες εὐχὲς καὶ συμβουλές, ὅπως πάντα ὅταν μᾶς κατευόδωνε. Τοῦ φιλήσαμε τὸ χέρι, τὸν ἀγκαλιάσαμε, τὸν ἀσπαστήκαμε καὶ κατεβήκαμε στὸ ἰσόγειο.

Στὴν εἴσοδο τοῦ Ἐπισκοπείου, πρὶν μποῦμε στὸ αὐτοκίνητο, τηλεφώνησα τὸν Πρωτοσύγκελλο π. Ἰάκωβο καὶ τὸν ἐνημέρωσα, τοῦ ζήτησα ὅμως νὰ μὴν διαρρεύσει πουθενὰ τὸ γεγονός. Εἶχα ἕνα φόβο, μὴν τυχὸν τὴν ἑπομένη τὸ ξανασκεφτεῖ καὶ ἐνδεχομένως μεταπειστεῖ. Ξεκινήσαμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς μας. Μετὰ τὸ Δερβένι, τηλεφώνησα στὸν σεβ. Σιδηροκάστρου κ. Μακάριο. Τοῦ περιέγραψα τί εἶχε συμβεῖ, συμφώνησε.

-«Ναί, δὲν γινόταν ἄλλο», μοῦ εἶπε, «ἂν μοῦ ἔλεγες θὰ ἐρχόμουν κι ἐγώ».

Φτάσαμε στὴν Ἀλεξανδρούπολη.  

Τὴν ἑπομένη κατὰ τὶς 11.00 μοῦ τηλεφώνησε ὁ π. Πολύκαρπος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Γέροντας κατέβηκε στὰ Γραφεῖα, κάλεσε τοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς συνεργάτες του καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε ἐπίσημα τὴν ἀπόφασή του καθὼς καὶ τὴν ὑπογραφεῖσα παραίτηση, ἀφοῦ τοὺς περιέγραψε τὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ τὸ προηγούμενο βράδυ. Τώρα πιὰ ἦταν βέβαιο!

-«Στείλετε τὸ ἔγγραφο στὴν Ἱερὰ Σύνοδο», ζήτησα ἀπὸ τὸν π. Πολύκαρπο καὶ ἡ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἂς τὸ δημοσιοποιήσει μὲ δελτίο τύπου. Ὅπως καὶ ἔγινε.

 

Ἀγαπητοί μου,

Ἔτσι ἔκλεισε ἕνας μεγάλος κύκλος διακονίας στὴν Ἐκκλησία, τοῦ ἀπὸ τὴ Σαλμώνη τοῦ Πύργου Ἠλείας, φιλολόγου, θεολόγου, Διευθυντοῦ τῶν Ὑπηρεσιῶν καὶ τοῦ  Οἰκοτροφείου τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἐφημερίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τῆς ὁδοῦ Μετσόβου, Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως ἐπὶ 30ετία μὲ τεράστιο ποιμαντικό, κοινωνικὸ καὶ ἐθνικὸ ἔργο στὸν Ἕβρο καὶ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ἐπὶ 20ετία, Ἀνθίμου Ρούσσα, τοῦ Γέροντός μας.

Τὴν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, μέσα σ’ αὐτὸν τὸν ἱερὸ Ναό, ὁ ἀδελφός μου σεβ. Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, μοῦ εἶπε γιὰ τοὺς γεροντάδες μας:

-«Αὐτὴ ἡ γενιὰ τῶν Ἀρχιερέων προσέφεραν τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία, τὴν εὐεργέτησαν ἐξαιρετικὰ καὶ δὲν τὴν ἔβλαψαν οὔτε στὸ ἐλάχιστο». Πόσο δίκιο ἔχει!

Ὁ Γέροντάς μας, τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα, ἐνῶ ἀπολάμβανε τὴ θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς του παρουσίᾳ τοῦ Προκαθημένου καὶ Μητροπολιτῶν ποὺ ἤρθαμε πρὸς τιμήν του, μοῦ ἔκανε νεῦμα νὰ τὸν πλησιάσω καὶ χαμηλόφωνα, μὲ ἕνα αὐτάρεσκο χαμόγελο, γεμᾶτο γλυκύτητα, μὲ ρώτησε:

-«Τίς λὲς γιὰ ὅλα αὐτά, πῶς τὰ βλέπεις»;

Τοῦ ἀπάντησα:

-«Ἔχετε τὸ προνόμιο νὰ ἀκοῦτε ὅσα, ὅταν συνήθως  τὰ λένε γιὰ μᾶς, δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὰ ἀκούσουμε…»!

Γέλασε μὲ τὴν καρδιά του.

 

Παναγιώτατε Γέροντα καὶ Πατέρα μου,

 

Κλείνω τὴν τελευταία αὐτὴ σελίδα τῆς δημοσίας βιοτῆς καὶ πολιτείας σου μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης «ἀπὸ ἐγγὺς ἢ ἀπὸ μακρὰν ποίμαινε ἡμᾶς», ποίμενέ μας μὲ τὰ λόγια ποὺ μᾶς εἶπες, μὲ τὰ κείμενα ποὺ μᾶς ἄφησες, μὲ τὸ φρόνημα ποὺ μᾶς ἐνέπνευσες, μὲ τὶς πράξεις ποὺ μᾶς δίδαξες μέχρι καὶ τὴν τελευταία ὑπογραφὴ τῆς παραιτήσεώς σου.

Ἀξιοχρέως σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα «οὐχ ὅσον ὀφείλομεν, τοῦτο γὰρ ἀδύνατον, ἀλλ’ ὅσον ἰσχύομεν» (Γρηγ.Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγ. Στέφανον τὸν Πρωτομάρτυρα, PG 46,732c).

«Κατεστάθης ὡς ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐπὶ τῆς πνευματικῆς σιτοδοσίας τοῦ λαοῦ» (‘Οἰκοδομὴ’ Ἐπετηρὶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κοζάνης, ἔτος Γ’-Δ’ σελ. ιβ’).

 

«Ἀγωνίστηκες τὸν ὡραῖο ἀγῶνα, τελείωσες τὸν δρόμο, φύλαξες τὴν πίστη, λοιπόν, ἂς σοῦ ἀποδοθεῖ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης» (Β΄Τιμοθ.4,7-8) καὶ «ὁ κλῆρος καὶ ἡ μερίδα μετὰ πάντων τῶν ἁγίων» (Πολυκάρπου πρὸς Φιλιππησίους ΧΙΙ,2).

 

Ὅλοι ἐμεῖς, κυρίως οἱ κληρικοί, ἄς διδασκόμαστε «ἀπὸ τοῦ εὐθυμάχου ἱεροῦ προσώπου, τοῦ ἡγουμένου τοῦ λαοῦ ἐν τοῖς διαβουλίοις καὶ τὸν ἔπαινον αὐτοῦ» ἂς ἐξαγγέλουμε «ὡς Ἐκκλησία» (Σοφ. Σειράχ, Πατέρων ὕμνος μδ’,18).

 

Ἀμήν