10/7/2024-Ὁμιλία Πρωτοπρ. Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Στυλιανοῦ Μακρή στὴ Θεία Λειτουργία γιὰ τὴν τριακονταετῆ ἐπέτειο ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτου Βεροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας κ. κ. Παντελεήμονος.
——
Μὲ ἱερὰ συστολὴ καὶ κατάνυξη, ἀγάπη καὶ σεβασμὸ πρὸς τὸ γλυκύτατο, ὑπερκόσμιο, μητρικὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, προσήλθαμε σήμερα προσκυνητές της, ἀδελφοί μου, κατὰ τὴν ἐτήσια ἑορταστικὴ καὶ πανηγυρικὴ Σύναξη τῆς ἱερᾶς καὶ λαμπροστόλιστης μὲ τὸ χρυσὸ πουκάμισο καὶ τοὺς πεντακισχιλίους λίθους εἰκόνας της, τῆς ἀποκαλουμένης «Παναγία ἡ Τριχεροῦσα». Προστάτιδα καὶ ἔφορος τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς ἀπὸ τὸ 2017, αἰώνιο καὶ ἀνεκτίμητο σέβασμα τοῦ σερβικοῦ λαοῦ, Ἡγουμένη τοῦ ἀθωνικοῦ μοναστηριοῦ Χιλιανδαρίου, εἶναι καὶ ἡ καταφυγὴ ὅλων ἡμῶν τῶν παρευρισκομένων καὶ τῶν προσερχομένων ἑβδομαδιαίως τακτικῶν προσκυνητῶν καὶ φίλων τῆς Μονῆς Δοβρᾶ, ἕτοιμη νὰ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ νὰ προστρέξῃ μαζὶ μὲ τὸν ἁγιο Λουκᾶ, τὸν ἅγιο Γεράσιμο καὶ τὸν ὁμότεχνό του ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό στὶς μικρὲς καὶ μεγάλες μας ἀνάγκες.
Ἴσως εἶναι γνωστό· πλὴν ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπαναφέρω στὴ μνήμη σας τὸ πρῶτο θαῦμα τῆς Τριχερούσας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου πῆρε καὶ τὸ προσωνύμιο αὐτό, ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων, συκοφαντούμενος καὶ καταγγελόμενος μὲ ἀνυπόστατες κατηγορίες ἀπὸ εἰκονομάχους ἀνωτάτους ἀξιωματούχους τῆς αὐτοκρατορίας στὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰῶνος καὶ τιμωρούμενος γιὰ τὰ παραπάνω μὲ ἀκρωτηριασμὸ τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἀπὸ τὸν χαλίφη τῆς Συρίας, τοῦ ὁποίου ἦταν σύμβουλος, προσευχόταν ὁλυνυκτὶς ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κειμηλίου οἰκογενειακοῦ, κρατῶντας τὸ κομμένο χέρι του στὸ ἄλλο χέρι καὶ ζητῶντας τὴν θεραπεία του. Ξυπνώντας τὸ πρωΐ, εἶδε τὸ ἀκρωτηριασμένο χέρι κολλημένο καὶ πάλι ὑγιὲς στὴ θέση του καί, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν Παναγία γιὰ τὴν θαυμαστὴ ἴαση, ἔφτιαξε ἕνα ἀσημένιο ἀντίγραφο τοῦ κομμένου χεριοῦ του καὶ τὸ ἐναπέθεσε στὴν εἰκόνα.
Σὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἐναποθέτουμε κι ἐμεῖς τὶς κομμένες μας ἐλπίδες, προσδοκῶντας τὴν ἐκπλήρωση τῶν εὐσεβῶν αἰτημάτων μας· ἐναποθέτουμε τὰ δάκρυά μας γιὰ τὶς λυσσαλέες συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ζητᾶ νὰ μᾶς κόψῃ τὰ φτερά, νὰ ἀνακόψῃ τὴν πνευματική μας πορεία πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ χίλια μύρια κοσμικὰ ἐμπόδια.
Πόσοι εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ κάνουμε στὴν Παναγία τάμα τὸ χέρι μας, ὅταν αὐτὸ συνεχίζῃ νὰ ἐργάζεται τὴν ἁμαρτία, νὰ διαπράττῃ τὴν ἀδικία; Καλῶς ἐπιζητοῦμε τὸ θαῦμα ἀπὸ ἐκείνην· καὶ δικαίως ἐπιζητεῖ ἐκείνη τὸ τάμα ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀρκεῖ νὰ ὑψώνουμε χεῖρας; ἀρκεῖ νὰ ἀκουμπᾶμε μὲ τὸ χέρι μας τὴν εἰκόνα της, στὸ σημεῖο τοῦ ἀσημένιου χεριοῦ ποὺ ἔβαλε ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Πολλὰ περιμένουμε ἐμεῖς ἀπὸ ἐκείνην· μὰ λίγα ἐκείνη ἀπὸ ἐμᾶς.
Ὅλες, ἀδελφοί μου, οἱ ἁμαρτίες ποὺ διαπράτουμε μὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος, μὲ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα, μὲ τὴ σκέψη καὶ τὴν διάνοια, εἶναι ἁμαρτίες ποὺ διαπράττει ἡ ψυχή μας. Τὸ χέρι κλέβει καὶ φονεύει, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι κλεπτομανής καὶ ἀνθρωποκτόνος. Κι ἂν τὸ χέρι δίδῃ ἐλεημοσύνη, εἶναι γιατὶ κινεῖται στὴν πράξη ἀπὸ τὴ διάθεση τῆς ἑλεήμονος ψυχῆς. Ἡ γλῶσσα συκοφαντεῖ, κρίνει, ἱεροκατηγορεῖ, βλασφημεῖ, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι βλάσφημη. Κι ἂν ἡ γλῶσσα εὐλογεῖ καὶ δοξάζει, εἶναι ἐπειδὴ ὑπακούει στὴν εὐγνώμονα καὶ εὐσεβῆ ψυχή. Τὸ μάτι ζηλεύει καὶ φθονεῖ ἐξαιτίας τῆς ζηλοφθόνου ψυχῆς. Καὶ ὅποιο ἄλλο μέλος τοῦ σώματος πράττῃ εἴτε τὸ ἀγαθό, εἴτε τὸ κακό, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ περιεχόμενο τῆς καρδίας, στὸ εἶδος τῶν διαθέσεων καὶ τοῦ θελήματος τῆς ψυχῆς μας.
Ἂν δοῦμε ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ παραπάνω καὶ τὴν περίπτωση τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ἀναρωτηθοῦμε γιατὶ εἰσῆλθε στὸ πανάσπιλο σῶμα της κυοφορούμενος ὁ Θεὸς καὶ κατέστη ἡ ἵδια ὁ καθαρώτατος Ναὸς τοῦ Σωτῆρος, θὰ μᾶς ἀπαντήσῃ ἡ μακραίωνη ἁγιοπατερικὴ παράδοση καὶ θεολογικὴ περὶ ἀνθρώπου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατοίκησε ὁ Θεὸς στὸ σῶμα της, διότι ἡ ψυχή της ἦταν πεντακάθαρη, ἄμωμη, χωρὶς τὸ παραμικρὸ πάθος. Δὲν ἁμάρτησε ἡ Παναγία ἐπ’ οὐδενὶ μετὰ τοῦ σώματος, διότι δὲν ἁμάρτησε ἐπ’ οὐδενὶ μὲ τὴν ψυχή της. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Μετάστασή της δὲν ἦταν δυνατὸν αὐτὸ τὸ πανάγιο σῶμα νὰ μὴν ἀκολουθήσῃ στοὺς οὐρανοὺς τὴν παναγία ψυχή της.
Ἐμεῖς ζητοῦμε μὲ πόνο καὶ πόθο ἀπὸ τὴν Τριχεροῦσα καὶ αὐτὸ τὴν χαροποιεῖ· μάνα εἶναι καὶ χαίρεται νὰ βλέπῃ τὰ παιδιά της νὰ τὴν ἐπικαλοῦνται νὰ τὰ συνδράμῃ· ὅμως περισσότερο τὴν χαροποιεῖ, ὅταν κόβουμε οἰκειοθελῶς τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μας, ὅταν κάνουμε τάμα καὶ ὑπόσχεση τὴν ἐκκοπὴ τοῦ κοσμικοῦ φρονήματός μας. Λέγει ὁ Κύριος «εἰ ἡ χείρ σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν κυλλὸν ἤ, δύο χεῖρας ἔχοντα, βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον». Ἕνα χέρι ἁγίου κόπηκε τότε καὶ θεραπεύθηκε· πόσα χέρια λοιπὸν κόβουν διὰ παντὸς τὰ ἔργα τῆς ἀνομίας, τὰ πάθη τὰ σαρκικὰ ἢ τὰ πνευματικά, ὥστε νὰ θεραπευθῇ ἡ ἀθάνατη αἰτία ποὺ τὰ παρακινεῖ σὲ αὐτὰ τὰ ἔργα, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα;
Πρὶν ἀπὸ τριάντα ἕνα χρόνια ἀκριβῶς, καλοκαίρι τοῦ 1993, μῆνα Ἰούλιο, μία ὁμάδα νεαρῶν παιδιῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πνευματικό τους πατέρα ἐπεσκέπτετο τὴν Ἱερὰ Μονὴ Χιλιανδαρίου στὸ Ἅγιον Ὄρος, δύο ἡμέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ καὶ πανήγυρη τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων Διονυσίου τοῦ ῥήτορος καὶ Μητροφάνους στὸ Κελὶ ποὺ ἀσκήτευε ὁ ὅσιος Γεράσιμος ὁ ὑμνογράφος στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, στὸν ἄνυδρο καὶ ἑρημικό, μὰ τόσο φιλόξενο τόπο στὶς παρειὲς τοῦ γέρο Ἄθωνα, ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ Κατουνάκια καὶ τὰ φρικτὰ Καρούλια. Βρίσκονταν στὸ Χιλανδάρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν περίπυστο καὶ λαμπροστόλιστη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τὴν Παναγία τὴν Τριχεροῦσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παρακαλέσουν τοὺς πατέρες τῆς σερβικῆς ἀδελφότητος νὰ ἐπιτρέψουν τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ Χιλιανδαρικό της θρονὶ στὴν πρωτεύυσα τῆς Μακεδονίας, γιὰ νὰ ἑορταστῇ κατὰ τὸ βυζαντινὸ ἔθος μαζὶ μὲ τὸν μυροβλύτη Πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης στὴν πανήγυρή του τὸν Ὀκτώβριο. Προσκύνησαν, παρεκάλεσαν τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ κατευθύνθηκαν σὲ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο παραλιακὸ κελί, στὸν ἅγιο Βασίλειο, ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κινοῦσαν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πνευματικοῦ τους πατρὸς πρὸς συγκρότησιν μιᾶς μοναστικῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητος. Τὸ αἴτημα γιὰ τὴν ἔξοδο τῆς εἰκόνος δὲν ἦταν εὔκολο. Οὔτε τὰ παιδιὰ ἤλπιζαν, οὔτε οἱ χιλιανδαρινοὶ μοναχοὶ συνηγοροῦσαν, οὔτε οἱ Θεσσαλονικεῖς κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ περίμεναν ὅτι θὰ ἔβγαινε ποτὲ ἡ Τριχεροῦσα ἀπὸ τὸ Ἄγιον Ὄρος. Ἕνας τὸ ἤλπιζε, ἕνας τὸ εὐχόταν, ἕνας τὸ πίστευε καὶ τὸ περίμενε· ὁ πατέρας ἐκείνων τῶν παιδιῶν.
Ὅταν ἀνακοινώθηκε στὸν Τύπο ἡ ἔλευση τῆς αὐθεντικῆς εἰκόνος τῆς Τριχερούσας, ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες τῆς ἐποχῆς, ἀρχιερεῖς καὶ γνωστοὶ κληρικοὶ καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀποροῦσαν τὸ πῶς οἰκονομήθηκε ἕνα τέτοιο θαῦμα. Πολλοὶ τὸ δικαιολόγησαν στὴν ἀνάγκη νὰ στηριχθῇ ὁ δοκιμαζόμενος τότε ἀπὸ τὸν πόλεμο λαὸς τῆς Σερβίας, γεγονὸς ποὺ διευκόλυνε τὴν εὐχάριστη ἔκβαση τοῦ εὐσεβοῦς αἰτήματος. Κάποιοι ὅμως ἔβλεπαν στὴν ἁπλότητα τῆς καρδίας τους τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας, τὴν πρόνοιά της καὶ τὴν μητρική της μέριμνα καὶ φροντίδα, ὅπως ἕνα πεντάχρονο παιδί, ποὺ ἦρθε μὲ τὴν μητέρα του στὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ περίμενε, ἐναγκαλιζόμενο, νὰ προσκυνήσῃ καί, τὴν ὥρα ποὺ εἰσερχόταν γιὰ τὴν ἀκολουθία ὁ Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καὶ ἀσπαζόταν τὴν εἰκόνα, φώναξε στὴ μητέρα του, ἀφήνοντας «ὡς ἰχθύας ἀφώνους ἅπαντας»: «Μαμά, γιατὶ ἡ Παναγίτσα ἔβαλε στὸ κεφάλι τοῦ παππούλη αὐτὸ τὸ χρυσὸ καπέλο»; Ἦταν αὐτὴ ποὺ κινοῦσε τὰ νήματα τῆς πρόνοιας στὸν θεομητορικὸ ἀργαλειὸ τῶν θαυμάτων της, αὐτὴ ποὺ μέστωσε τὶς ψυχὲς τῶν ἁπλῶν νὰ καταλαβαίνουν καὶ νὰ πιστεύουν ἀκράδαντα σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ μιὰ μεγάλη ἀλήθεια, πὼς ὅσα θωροῦνε οἱ καρδιές, τὰ μάτια δὲν θωροῦνε!
Ἡ μοναδικὴ αὐτὴ παρουσία τῆς Παναγίας τῆς Τριχερούσας ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους ἦταν γιὰ ὅλους μία πρωτόγνωρη ἐμπειρία. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ, ἔφηβοι τότε, μὲ νεανικὲς ἁπλὲς καρδιές, βοηθῶντας ὁλημερὶς στὶς ἐργασίες τοῦ Ναοῦ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς πανηγύρεως, ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ἔκπαγλη λάμψη τῆς εἰκόνος, «τὸ μυστήριον θαυμάζοντες πιστῶς ἐβῶμεν· χαῖρε ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί». Ναί! τὸ βλέπαμε καὶ φανερὰ καὶ κρυφίως ἐκτὸς καὶ ἐντὸς ὅτι ἐμωραίνοντο οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας σκληρόκαρδοι καὶ οἱ ἐντὸς αὐτῆς δισπιστοῦντες.
Μέχρι ποὺ ἦρθε ἕνα ἄλλο θαῦμα, ἡ ἐκλογὴ καὶ χειροτονία καὶ ἐνθρόνιση τοῦ παππούλη ἐκείνου μὲ τὸ χρυσὸ καπέλο, νὰ τεκμηριώσῃ ὅσα ἔβλεπε μὲ τοὺς ἁγνοὺς καρδιακοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ παιδάκι ἐκεῖνο, νὰ μαρτυρήσῃ τὴν πρόνοια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου γιὰ τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν εὐγενῶν Βεροιέων καὶ τῶν ἡρώων τῆς Νάουσας καὶ τῆς Καμπανίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκαλύψῃ τὴν ἀμφίδρομη ἀγάπη τοῦ ἐκλεγμένου λειτουργοῦ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐκλεκτῆς Κόρης τῆς Ναζαρέτ, τῆς ὑπουργοῦ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος ἀποκρύφου καὶ ἀγγέλοις ἀγνώστου μεγίστου μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τὸ θαῦμα ἐκεῖνο, ποὺ ἔδωσε ἀφορμὴ σὲ ὅσους τὸν γνώριζαν προσωπικῶς νὰ τοῦ προσάψουν τὴν προσωνυμία «ὁ Δεσπότης τῆς Τριχερούσας».
Τὴν παρελθοῦσα Κυριακὴ ἀκούσαμε στὸ ευαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὅτι ὁ Κύριος κάλεσε τοὺς πρώτους μαθητές τους, οἱ ὁποῖοι «ἀφέντες τὰ δίκτυα, ἠκολούθησαν Αὐτῷ». Ἐπρόκειτο περὶ κλήσεως μὲ προσωπικὸ χαρακτῆρα, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ κλήση πρὸς ἄγραν ψυχῶν διὰ τοῦ θυσιαστικοῦ παραδείγματος· τοὺς εἶπε «δεῦτε ὀπίσω Μου», Αὐτὸς ποὺ ἔθεσε ὡς προϋπόθεση αὐτῆς τῆς θεοφρουρήτου ἀκολουθίας τὸ «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» καὶ τὸ «ἀράτω τον Σταυρὸν αὑτοῦ».
Κανεὶς ἀπὸ ὅσους ἀκολουθοῦμε τὸν αὐταπαρνητικὸ καὶ αὐτοαποκηρυκτικὸ σταυρικὸ δρόμο τῆς ἱερωσύνης, δὲν προσβλέπουμε στὴν ἐπίγεια καλοπέραση, στὸ ἴδιον ἐφήμερον ὄφελος καὶ οἰκονομικὸ κέρδος· ὅσοι γινόμαστε κληρικοὶ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὸν ἀνατρεπτικὸ λόγο καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὴν διακονία ἀξίων κληρικῶν, ποὺ ἀναλώθηκαν στὴν καθημερινὴ θυσία ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς πνευματικῆς προόδου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ὅλοι ὅσοι εἴχαμε παιδιόθεν ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἦθος, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση, τὴν ἀκούραστη ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση τοῦ πατρὸς Παντελεήμονος, τὴν εὐεργετική του διάθεση πρὸς πάντας, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, νέους, γέρους, παιδιά, εὐσεβεῖς, ἁμαρτωλούς, ὅλοι ἀφήσαμε πίσω μας ἄλλος ἐπάγγελμα, ἄλλος συγγενεῖς, ἄλλος ἀκαδημαϊκὴ καριέρα, ἄλλος περιουσία, ἄλλος τὴν ἡσυχία καὶ τὶς ἀνέσεις μιᾶς ἰδιωτικῆς ζωῆς, πάντως ὅλοι κάτι ἀφήσαμε καὶ «ἠκολουθήσαμεν αὐτῷ», γιατί, ὅσο μαθητεύαμε στὴν διακονία του στὴ Θεσσαλονίκη, μαθαίναμε ἕνα καὶ βασικὸ πρᾶγμα· ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι καὶ προσωπικός, ἀλλὰ ἀφορᾶ στὸ κοινὸ καλό, γίνεται κοινὸς γιὰ ὅλους τοὺς ταπεινοὺς Κυρηναίους· ὁ Σταυρὸς εἶναι προσωπικός, ἀλλὰ καὶ κοινὴ ἀπαίτηση καὶ ἀνάγκη ὁλοκλήρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἄλλοι νομικοὶ καὶ δικηγόροι, ἄλλοι φιλόλογοι καὶ καθηγητὲς στὴ Μέση Ἐκπαίδευση, θεολόγοι, φοιτητές, ἄλλοι διδάκτορες, ἄλλοι ἐργαζόμενοι στὴν ἑστίαση, ἄλλοι νοσοκόμοι, τραπεζοκόμοι, ἄλλοι μὲ πτυχία βιομηχανικῶν σχολῶν, ἐπαγγελματίες μὲ ἐπικερδεῖς δουλειές ἢ μὲ λαμπρὲς προοπτικὲς ἀνάδειξης στὸ δικαστικὸ σῶμα, ὅλοι, ἀδελφοί μου, ἀφήσαμε τὰ δίκτυα τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἀκολουθήσαμε τὸν πνευματικό μας πατέρα καὶ διδάσκαλο ἐν Χριστῷ «ἀφέντες ἅπαντα», ὅταν πριν ἀπὸ τριάντα ἀκριβῶς χρόνια τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸν ἔθεσε «Ἐπίσκοπο ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησία» τῆς Ἀποστολικῆς μας Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Δὲν τὸ μετανιώσαμε· κανεὶς μας δὲν τὸ μετάνιωσε, οὔτε ὅσοι τὸν ἀκολουθήσαμε ὡς ἄλλον Παῦλον ἀπὸ Θεσσαλονίκην εἰς Βέροιαν, οὔτε ὅσοι γηγενεῖς, Ἠμαθιῶτες, ἔγιναν μετὰ τὴν ἔλευσή του κληρικοί, γιατί, μπορεῖ νὰ χάσαμε τὰ κερδοφόρα δίχτυα καὶ τὰ παχιὰ τὰ ψάρια, κερδίσαμε ὅμως τὴν χαρὰ τοῦ ῥασοφορεμένου Σταυροῦ.
Τέτοια ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τριάντα συναπτὰ ἔτη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας ἔθετε τὶς βάσεις ἑνὸς σπουδαίου ἔργου· ἑνὸς ἔργου ποὺ χρεώθηκε ἐπ’ ὀνόματί του, καταξιώθηκε διὰ τοῦ ὀνόματός του· εἶναι ἡ σοφὴ κεφαλὴ αὐτὸς κι ἐμεῖς τὰ χέρια ποὺ ἐκτελοῦν· ὁ πατρικὸς νοῦς διὰ λόγου ἐμφαίνει τὸ πνεῦμα τοῦ εὐδοκοῦντος καὶ ἐμπνέει τὸν λόγο ἐν ἡμῖν, κι ἐμεῖς ὡς μέλη κληρικά, κληρωθέντα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Σωτῆρος ὡς κτηματικὴ περιουσία Του, ἐν ἁρμονία πρὸς τὴν ἐντέλουσα κεφαλή, ἀγωνιζόμαστε νὰ φέρουμε εἰς πέρας βουλὲς θεοπνεύστους. Ἴσως καὶ νὰ ὁμοιάζουμε μὲ τὸ τρίτο χέρι στὴν πατρική του εἰκόνα, ὅπως στὴν Τριχεροῦσα, καθὼς ἐκεῖνος ὡς ἄχραντος ἀρχιλειτουργὸς κρατᾶ στὰ χέρια του τὸν Χριστό, γιὰ νὰ τὸν μελίζῃ μὴ διαιρούμενο καὶ νὰ τὸν διαμερίζῃ μηδέποτε δαπανούμενο· ἴσως κι ἐμεῖς, Γέροντά μου καὶ Δεσπότη μας, νὰ γινήκαμε τὸ τάμα στὴν πατρική σας εἰκόνα, κάποιοι ἀσημένιο, κάποιοι μπακιρένιο, πάντως τάμα, καθὼς εἴδαμε ὡς ἄλλοι μικροὶ Δαμασκηνοὶ τὸ μέγα θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσατε στὴν ταπεινὴ ζωή μας, ποὺ δὲν ξέρω, ἀλλὰ φαντάζομαι, ποιά πορεία θὰ εἶχε, ἂν δὲν μᾶς ἐνεπνέατε μὲ τὸ ἦθος σας, ἂν δὲν μᾶς ἀγκαλιάζατε τότε μὲ τὸ πρὸς πάντας ἐλεῆμον πετραχήλι σας, ἂν δὲν μᾶς καλούσατε προσωπικὰ νὰ γίνουμε ἁλιεῖς χαρίτων, ἂν δὲν μᾶς δίνατε ἀπὸ τὸ δικό σας πνεῦμα καὶ τὸν δικό σας ποιμαντικὸ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ Θεὸ καὶ ἄνθρωπο τὴν ὥρα τῆς χειροτονίας καὶ τὶς ἡμέρες τῆς διακονίας.
Ὅλα τὰ παιδιά σας, κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, σᾶς εὐγνωμονοῦμε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἑξ ὅλης τῆς διανοίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καί, ἰστάμενοι ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς Τριχερούσας, τὴν παρακαλοῦμε νὰ σᾶς διατηρῇ ὑγιῆ, μακροημερεύοντα, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας, πατέρα, ἄνθρωπο πάνω ἀπ’ ὅλα, δραστήριο καὶ ἀκούραστο καὶ ἀκαταπόνητο ἐπιστάτη στὸν ἠμαθιώτικο ἀμπελῶνα τῆς πολυβότρυος χάριτος, καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὴν κραυγὴ χαρᾶς ποὺ ὁ λαὸς τῆς Ἐπαρχίας μας ὁμοθυμαδὸν καὶ ἐν ἐνθουσιασμῷ βροντοφώναξε τέτοια μέρα πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια, ὅταν σᾶς ὑποδεχόταν: «Ἄξιος!».
©π. Σ. Μ.