Ήδη έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες από τότε:
Α) που κουκουλοφόροι εισέβαλαν στην Ιερά Μονή Οσίου Αββακούμ, προσβάλλοντας την
ιερότητα του χώρου και αρπάζοντας ιερά κειμήλια και σκεύη, καθώς και πάσης φύσεως
προσωπικά είδη των μελών της Αδελφότητας (5 Μαρτίου 2024),
Β) που ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας, αφού δίκασε τα
παραπτώματα, που με παράνομο τρόπο υπέπεσαν στην αντίληψη του (5 Μαρτίου 2024),
έκανε αντίθετα προς τον Καταστατικό Χάρτη εκ νέου καταγγελία στην Ιερά Σύνοδο της
Εκκλησίας της Κύπρου (8 Μαρτίου 2024), αποκρύπτοντας από τα μέλη της, ότι η υπόθεση
είχε ήδη δικασθεί και είχε τελειώσει. Και μάλιστα, είχε τελειώσει, έχοντας αποδεχθεί ο
ίδιος, ότι η υπόθεση είναι «ήσσονος σημασίας», δηλαδή ασήμαντη,
Γ) που η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου αποφάσισε αντίθετα προς τον
Καταστατικό Χάρτη την παραπομπή στο Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο δύο Αρχιμανδριτών,
του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτη π. Νεκταρίου Γεωργίου, Ηγουμένου της Ιεράς Μονής
και του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτη π. Πορφυρίου Ττόουλου (8 Μαρτίου 2024).
Χωρίς εξέταση μαρτύρων, χωρίς κλήση σε απολογία, χωρίς κατηγορητήριο, χωρίς τίποτε.
Μοναδικά στοιχεία για την παραπομπή των «ενόχων» η καταγγελία του Μητροπολίτη
Ταμασού και η θέαση από τα μέλη της Ιεράς Συνόδου των παράνομα κτηθέντων
αποδεικτικών μέσων (βίντεο), η οποία θέαση συνεπάγεται άμεσα και παράνομη χρήση.
Ήδη η Επίτροπος Προσωπικών Δεδομένων κ. Λοϊζίδου προ ημερών διαπίστωσε, ότι στα
ευρήματα του ελέγχου (εννοείται του κλειστού κυκλώματος βίντεο – παρακολούθησης)
διαπιστώθηκε παραβίαση διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και
κατ’ επέκταση τέλεση ποινικών αδικημάτων. Με απλά λόγια, όσοι έλαβαν γνώση και
δημοσιοποίησαν υλικό από το κλειστό κύκλωμα βίντεο – παρακολούθησης της Ιερά Μονής,
παραβίασαν προσωπικά δεδομένα και διέπραξαν κατ’ επέκταση ποινικά αδικήματα. Και
επειδή δεν είναι οι μοναχοί της Ιεράς Μονής, που δημοσιοποίησαν το υλικό, άρα δεν είναι
αυτοί οι ύποπτοι για τα ποινικά αδικήματα. Ποιός είναι τότε; Θα αναμένουμε τα
αποτελέσματα!!!
Δ) που το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, του οποίου η θητεία δεν ανανεώθηκε μετά την
λήξη της τον Σεπτέμβριο του 2023 και συνεπώς τα μέλη του δεν έχουν ορισθεί ούτε
μπορούν να δικάσουν, αποφάσισε (10 Μαρτίου 2024) αντίθετα προς τον Καταστατικό
Χάρτη να παραπέμψει τους δύο Αρχιμανδρίτες για περαιτέρω ανάκριση στην Ανακριτική
Επιτροπή. Άρα, όχι τέσσερις μοναχούς αλλά δύο Αρχιμανδρίτες. Τώρα, πώς συνέβη, ενώ
δύο θεωρήθηκαν «ένοχοι», τελικά τέσσερις να βρεθούν στην θέση των καθ’ ων η ανάκριση,
δηλαδή των οιονεί κατηγορουμένων και με αυτή την ιδιότητα να ανακριθούν, είναι κάτι
που εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω!!
Έτσι, φτάσαμε στο στάδιο της ανακρίσεως από την Ανακριτική Επιτροπή, στάδιο
που διαρκεί ήδη τρεις μήνες. Αλλά και εδώ άλλο πρόβλημα. Οι δύο κληρικοί, που διεξάγουν
τις ανακρίσεις, δεν είναι μέλη της Ανακριτικής Επιτροπής. Διότι, όταν η Ιερά Σύνοδος
αποφάσισε να ορίσει ορθά και βάσει του Καταστατικού Χάρτη – και κατ’ επανάληψιν της
αντίστοιχης διαδικασίας του έτους 2016 – πενταμελή Ανακριτική Επιτροπή για πενταετή
θητεία, όρισε τελικά τριμελή Ανακριτική Επιτροπή για πενταετή θητεία. Αυτό τι σημαίνει;
Σημαίνει δύο πράγματα: 1) ότι η Ανακριτική Επιτροπή δεν είναι καν Ανακριτική Επιτροπή,
αφού έχει ελλειπή σύνθεση και 2) οι δύο κληρικοί, αφού δεν ορίσθηκαν από την Ιερά
Σύνοδο, δεν είναι ανακριτές και συνεπώς παράνομα έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της
δικογραφίας και παράνομα λαμβάνουν καταθέσεις, οι οποίες για τον λόγο αυτόν είναι
άκυρες και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν. Όχι μόνο απλά νομικά αλλά απλή λογική.
Ανακεφαλαιώνοντας, έχουμε και λέμε:
Πρώτον, η χρήση οπτικοακουστικού υλικού κρίθηκε παράνομη, πέραν του ότι είναι και
πρόδηλα αμφισβητούμενο το γνήσιο του υλικού αυτού.
Δεύτερον, οι καταθέσεις που λαμβάνονται από τους δύο κληρικούς, που δεν είναι
ανακριτές, είναι άκυρες και συνεπώς παράνομες.
Όταν όμως η απόδειξη μίας κατηγορίας στηρίζεται κυρίως σε έγγραφα και μάρτυρες, αλλά
εδώ τα έγγραφα (δηλαδή τα βίντεο) είναι παράνομα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν
και οι καταθέσεις είναι άκυρες, άρα παράνομες, και δεν μπορούν και αυτές να
χρησιμοποιηθούν, τότε για την επιφορτισμένη με τις ανακρίσεις μη νόμιμη Ανακριτική
Επιτροπή είναι μονόδρομος ένα Πόρισμα, που θα απαλλάσσει πάσης κατηγορίας όλους
τους «ενόχους» μοναχούς, λόγω φυσικά ανυπαρξίας στοιχείων.
Και εδώ γεννιέται ένα ερώτημα, στο στόμα και κληρικών (ιδίως των Αρχιερέων): «Αφού κ.
Βαβούσκο, είδαμε και ακούσαμε, τι μου λέτε τώρα;». Και απαντώ αμέσως: «Τι είδατε και τι
ακούσατε; Και μήπως δεν έπρεπε ούτε να δείτε ούτε να ακούσετε;». Διότι, αγαπητοί μου,
αν φθάσουμε στο σημείο να στηρίζουμε την οποιαδήποτε πληροφόρηση μας για οτιδήποτε
και για οποιονδήποτε, σε στοιχεία που αποκτούμε με παράνομο τρόπο, τότε τι νόημα έχουν
τα ατομικά δικαιώματα και η προστασία της ιδιωτικής ζωής ή το απόρρητο της
αλληλογραφίας ή το απαραβίαστο του ασύλου της κατοικίας; Καταλύουμε τα πάντα και
γινόμαστε όλοι κατάσκοποι και καταγραφείς της ζωής των υπολοίπων. Και για να προλάβω
και κάποιους εγκρατείς της Θεολογικής Επιστήμης, που πιθανόν θα βγούν και θα πουν: «τι
μας λέτε κ. Βαβούσκο για Σύνταγμα και ατομικά δικαιώματα; Στην Εκκλησία αποφασίζει η
Ιερά Σύνοδος», απαντώ, ότι και η Ορθόδοξη Εκκλησία για να προστατεύσει την τιμή και την
υπόληψη του κατηγορουμένου, θέσπισε και περιορισμούς τόσο ως προς το ποιοί κατήγοροι
(2 ος Β΄ Οικουμενικής, 128 ος , 129 ος Καρθαγένης) όσο και προς το ποιοί μάρτυρες (131 ος
Καρθαγένης, 9 ος Θεοφίλου Αλεξανδρείας) είναι αξιόπιστοι και για τον λόγο αυτόν
αποδεκτοί. Αυτό σημαίνει, με απλές λέξεις, ότι και η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει τους
αναξιόπιστους κατηγόρους και τα αναξιόπιστα αποδεικτικά μέσα, βασικό κομμάτι των
οποίων είναι τα παράνομα αποδεικτικά μέσα.
Περιμένω, λοιπόν, από την Ανακριτική Επιτροπή να αποφασίσει, ότι δεν υπάρχει κατηγορία
και να παύσει την διαδικασία αυτή, η οποία δεν θα έπρεπε καν να είχε ξεκινήσει.
Και επειδή, πιθανόν να τεθεί και ένα ακόμη ερώτημα: «πώς θα δεχθείς κ. Βαβούσκο την
απόφαση, ενός οργάνου, που θεωρείς παράνομο; Επειδή θα σε συμφέρει το αποτέλεσμα;»,
εγώ απαντώ ευθέως ως εξής: Καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας αυτής, τόνιζα, ότι είναι
άλλο η συμμετοχή σ’ αυτήν – αν και σε πολλά σημεία παράνομη – που συνιστά απόδειξη
σεβασμού του θεσμού της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης και άλλο η κριτική των ενεργειών
και των αποφάσεων των οργάνων της Εκκλησίας. Το ίδιο θα ισχύσει, εφόσον – και το
ελπίζω – το Πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής θα είναι απαλλακτικό, στηριζόμενος στην
ερμηνευτική αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας. Δηλαδή της αρχής του Κανονικού
Δικαίου, που επιτρέπει την κατά περίπτωση παρέκκλιση από αυτό που προβλέπεται «κατά
γράμμα». Έτσι – κατά παρέκκλιση – θα γίνει αποδεκτό το απαλλακτικό Πόρισμα, διότι θα
έχω το σωστό αποτέλεσμα, που ανέμενα και ζητούσα, έστω και αν αυτό ελήφθη με λάθος
τρόπο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αρχή του Κανονικού Δικαίου θα εφαρμόσω, όχι δικής
μου εμπνεύσεως!!
Αναγνωρίζω τον σύνθετο χαρακτήρα της διαδικασίας, που περιγράφει ο
Καταστατικός Χάρτης, και ξέρω, ότι χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να τον εφαρμόσει
κάποιος. Αυτό όμως το αδύνατο σημείο, δεν μπορεί να αποτελεί το εφαλτήριο και την
δικαιολογία για την παραβίαση της προβλεπόμενης διαδικασίας. Δεν υπάρχει κανόνας που
να λέει: «ό,τι δεν καταλαβαίνω, δεν υποχρεούμαι να εφαρμόσω αλλά αντιθέτως
αυτοσχεδιάζω».
Άλλωστε, η ίδια η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου την ενέκρινε αυτήν την
διαδικασία, έχοντας ακούσει προηγουμένως τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κυρό
Χρυσόστομο να λέει κατά λέξη: «Με το νέο Καταστατικό Χάρτη, ρυθμίζεται λεπτομερώς η
εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων… Στον Καταστατικό Χάρτη του 1980 δεν υπήρχε
τέτοια λεπτομερής αναφορά, η δε απονομή της δικαιοσύνης αφηνόταν στον οικείο
Επίσκοπο ή στην Ιερά Σύνοδο, η οποία και αυτοσχεδίαζε πολλάκις, λόγω της μη υπάρξεως
πλαισίων, στα οποία θα έπρεπε να εκινείτο». Με λίγα λόγια, πριν το 2010, οι επίσκοποι και
η Ιερά Σύνοδος αυτοσχεδίαζαν πολλές φορές, διότι δεν υπήρχε πλαίσιο. Τώρα όμως που
υπάρχει πλαίσιο, και μάλιστα εξαντλητικά αναλυτικό, ο αυτοσχεδιασμός δεν έχει καμία
θέση.
Εγώ περιμένω να το δω στην πράξη με το Πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής. Έστω και
κάπως αργά. Και στη συνέχεια, θα μπορέσουμε να εξετάσουμε την απλοποίηση των
διαδικασιών και των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη, για να υποβοηθήσουμε την ορθή
λειτουργία των οργάνων και των θεσμών της Εκκλησίας της Κύπρου.
Αναστάσιος Βαβούσκος
Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Δικηγόρος