Ιωάννης Κάππος Διδάκτωρ Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας
Η σύγχρονη πραγματικότητα που αφορά ουσιαστικές πτυχές του
εκκλησιαζόμενου ποιμνίου, όπως αυτή ιδιαιτέρως διαμορφώνεται τα
τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την εκκλησία.
Η αρνητική εικόνα που εμφανίζει, αριθμητικά τουλάχιστον, το
εκκλησίασμα τείνει να εγκατασταθεί χωρίς να διαφαίνεται από
πουθενά προσπάθεια ποιμαντικής αντιμετώπισης. Μια πρώτη
προσέγγιση του φαινομένου θα περιλάμβανε την ανίχνευση των αιτίων
στον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας αλλά φευ πλήθος άλλων
παραγόντων συντείνει σ΄ αυτό. Παράγοντες που σχετίζονται με την
παντελή έλλειψη σχετικής παιδείας, με τη διάρθρωση του σύγχρονου
τρόπου ζωής και την κυριαρχία άλλων προτύπων και μορφών
κοινωνικής έκφρασης που αδυνατίζουν και περιθωριοποιούν το
εκκλησιαστικό γεγονός. Το γεγονός αυτό είναι σύμπτωμα βαθειάς
κρίσης που αποκόπτει ωστόσο τις νέες γενιές από τη λατρευτική ζωή
της εκκλησίας με άμεσο αποτέλεσμα την απομείωση της δυναμικής
της ορθόδοξης παράδοσης στο σύγχρονο κόσμο.
Η συμμετοχή των ανθρώπων στο εκκλησιαστικό σώμα-στην παράδοσή
μας – σχετίζεται απολύτως με την ενεργό παρουσία του στη
λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Εκεί ο πιστός αποκτά μια βιωμένη
σχέση με τα μυστήρια, με το λόγο της και την κοινοτική ζωή της. Εκεί
ασκεί το συναισθηματικό του κόσμο και καταγράφει την εμπειρία του
που τελικά είναι αυτή η οποία δικαιώνει τον αγώνα του να
παραμένει πιστός στην ορθόδοξη παράδοσή του. Εκεί μετέχει
αγιοπνευματικά στο σωτηριολογικό έργο της εκκλησίας.
Πως όμως ο σύγχρονος άνθρωπος θα τα πετύχει αυτά όταν έχει
σοβαρό έλλειμμα σχετικά με τη γνώση της λειτουργικής ζωής. Πως θα
αισθανθεί την πνευματικότητα όταν οι υψηλοί συμβολισμοί της
λειτουργικής πράξης δεν γίνονται κατανοητοί.
Η έλλειψη σχετικής παιδείας απομακρύνει τους ανθρώπους από το
λειτουργικό γίγνεσθαι. Οι λατρευτικές πράξεις μοιάζουν ακατανόητες
ιδιαίτερα στα νεανικά κοινά που δεν κατανοούν τα απλά της
εκκλησιαστικής γλώσσας πόσο μάλλον τους συμβολισμούς. Η
πραγματικότητα αυτή ξεθωριάζει το αναγκαίο της λατρείας και
απορρυθμίζει τις σχέσεις της εκκλησιαστικής κοινότητας. Η έννοια της
συλλογικής λατρείας και η επαφή με το ενοριακό σύστημα δεν
αποτελούν προτεραιότητες αλλά για τους πλείστους όσους
καταγράφεται ως κάτι που αφορά το παρελθόν και την εθιμοτυπική
του έστω αναβίωση.
Ο κατηχητικός λόγος με την ανάλογη θρησκευτική παιδεία ελλείπουν
και δεν λειτουργούν ως ανάχωμα στη νέα πραγματικότητα και την
χωρίς δεοντολογία τεχνολογική και επιστημονική εξέλιξη. Ο
ευαγγελικός λόγος ομού με τον πατερικό που είναι επίκαιροι όσο ποτέ
δεν προβάλλονται επαρκώς ως προτάσεις οργάνωσης του βίου και
σωτηρίας του ανθρώπου. Τα κηρύγματα στην πλειοψηφία τους
αφορούν μια άλλη εποχή που πόρρω απέχει από τις ανάγκες του
σύγχρονου ανθρώπου. Στην εποχή της κυριαρχίας των μέσων
επικοινωνίας, της επιβολής των προτύπων της ψεύτικης ευμάρειας, της
έκπτωσης του νοήματος, της απώλειας της δύναμης του πολιτισμού το
εκκλησιαστικό γεγονός με κέντρο τη θεία λειτουργία θα μπορούσε να
καταστεί το κέντρο της κοινωνικής ζωής τόσο σε ενοριακό όσο και σε
ευρύτερο επίπεδο. Είναι ο δοκιμασμένος τρόπος με τον οποίο οι
άνθρωποι θα σπάσουν το κέλυφος της απομόνωσης, θα ξανασκεφθούν
την κλίμακα των αξιών, θα μειώσουν την επιθετική τους συμπεριφορά
και θα μετασχηματίσουν την παρουσία τους σε έργα αλληλεγγύης και
αποδοχής του άλλου προσώπου. Για να πειστεί ιδία ο νέος να
ακολουθήσει μια τέτοια προοπτική θα πρέπει να έχει απέναντί του μια
εκκλησία νηπτική, ιεραποστολική και συνοδοιπορούσα. Οι πομπώδεις
τελετές κοσμικού χαρακτήρα δεν θεραπεύουν το πρόβλημα απλώς
συσκοτίζουν την ταυτότητά της. Η χωρίς ουσία εθιμοτυπία με τη
συμμετοχή του κλήρου δεν μπορεί να αποτελέσει παιδαγωγία με
ουσιαστικό περιεχόμενο.
Οι εξελίξεις στο πέρασμα των χρόνων έφεραν καταλυτικές ανατροπές
που η εκκλησία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει επαρκώς και εγκαίρως
παρότι η δύναμη της πίστης και του λόγου της θα μπορούσε να σταθεί
εμπόδιο σ’ αυτή την ισοπέδωση της οποίας τα αποτελέσματα ήδη
βιώνουμε.
Η ενεργός συμμετοχή στη λειτουργική ζωή είναι η μοναδική οδός για να
μπορέσει κανείς να συνειδητοποιήσει το συγκλονιστικό γεγονός της
πίστης. Η συμμετοχή στην κοινή προσευχή θα εξοικειώσει τον άνθρωπο
με το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, θα τον βοηθήσει να
συνομιλήσει με το νέφος των μαρτύρων και των αγίων και να
αποκτήσει συνείδηση του μέλους του εκκλησιαστικού σώματος που
πορεύεται προς τη σωτηρία.
Αρωγός σ’ αυτό τον αγώνα παλαιότερα ήταν η οικογένεια, το σχολείο, η
ενορία και ο κοινωνικός περίγυρος. Στις μέρες μας όμως αυτές οι πηγές
πνευματικότητας εξέλειπαν ή ατόνησαν και έτσι ανυπεράσπιστοι οι νέοι
άνθρωποι χωρίς τα παραδοσιακά αντίβαρα εγκολπώθηκαν ένα τρόπο
ζωής που απομακρύνεται σταδιακά από αυτό Το μοντέλο κοινωνικής
συνύπαρξης που σμιλεύτηκε στην μακραίωνη ορθόδοξη λαϊκή μας
παράδοση αντικαθίσταται σταδιακά από αλλότριες νόρμες που
αποκόπτουν τον άνθρωπο από βασικές αξίες και τον αφήνουν έξω από
κάθε πνευματικού περιεχομένου εγχείρημα.. Και για να μην υπάρξει
παρεξήγηση δεν εννοώ την προσκόλληση στην παράδοση ως μουσειακό
είδος ούτε την άρνηση προσαρμογής και κατανόησης της νέας
πραγματικότητας αλλά την έλλειψη εργαλείων για την αποφυγή
αλλοτρίωσης του προσώπου και εξαφάνισης κάθε αξίας με αρνητικά
αποτελέσματα όχι μόνο στην εκκλησία αλλά και γενικότερα στον
πολιτισμό.
Η συμμετοχή στη λειτουργική ζωή της εκκλησίας δεν συνιστά μόνο
ύψιστη πράξη του ορθόδοξου κοινοτικού βίου αλλά και άσκηση του
ανθρώπου στην κατανόηση του άλλου ως αδελφού εν Χριστώ. Είναι
όντως θαυμαστό το γεγονός ότι όλοι συμμετέχουν ισότιμα στη
λατρευτική ζωή της εκκλησίας και ανεξάρτητα από μορφωτικό και
οικονομικό επίπεδο κατανοούν την αξία της συμμετοχής της κοινοτικής
συνύπαρξης, της συνειδητοποίησης της φθαρτότητας και της
αλληλεγγύης με ουσιαστικό περιεχόμενο.
Αυτή η τόσο υψηλού νοήματος εικόνα δεν παρατηρείται στις μέρες μας
και αυτό γίνεται ορατό σε μία πρώτη προσέγγιση του συρρικνωμένου
πλέον εκκλησιάσματος όσο και από την έλλειψη σχετικής γνώσης σε
μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Οι νέοι ιδιαίτερα δεν είναι μέτοχοι της λειτουργικής γνώσης γιατί δεν
φρόντισαν γι αυτό ούτε η εκπαίδευση ούτε η εκκλησία. Στην
κατανόηση της αξίας της λατρευτικής ζωής δεν συνεισφέρει η
ακαδημαϊκή θεολογία ούτε οι περισπούδαστες βιβλιογραφικές
αναφορές. Αυτό ενδιαφέρει ενδεχομένως μια μικρή ομάδα «ειδικών»
αλλά όχι όμως το μέγα πλήθος που έχει ανάγκη για να εμπλουτιστεί το
εκκλησιαστικό σώμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει την αρωγή που
είναι αναγκαία για να συμμετάσχει στο εκκλησιαστικό γεγονός ώστε
να αποκτήσει τη γνώση βιωματικά όπως ακριβώς το είχαν κατανοήσει
και αποτυπώσει θεόπνευστα οι συγγραφείς της θείας λειτουργίας και
των ακολουθιών.
Είναι ο καιρός λοιπόν η εκκλησία να αναλάβει εκστρατεία για την
ενημέρωση του πληρώματος σχετικά με τα τεκταινόμενα στη
λατρευτική της έκφραση για να βοηθήσει έτσι την κατανόηση του
λόγου και των υψηλών συμβολισμών. διαφορετικά οι ναοί θα
αδειάζουν και οι λατρευτικές συνάξεις δεν θα αποτελούν παρά
εκδηλώσεις –επιβιώματα μιας περασμένης εποχής.
Είναι ανάγκη πλέον η εκκλησία να επεξεργαστεί μια διαφορετική
ποιμαντική που να στηρίζεται στην καλή και με ταπείνωση γνώση της
σύγχρονης πραγματικότητας, των κοινωνικών προσταγμάτων, των
συνεπειών της τεχνολογικής και της επιστημονικής εξέλιξης καθώς
βαθύτερων αιτίων της αλλοτρίωσης του προσώπου. Στο δύσκολο αυτό
εγχείρημα θα συντελέσει αποφασιστικά η αναγέννηση της λατρευτικής
ζωής της εκκλησίας.
Η ιστορική μας παρακαταθήκη μας διδάσκει ότι το ορθόδοξο πλήρωμα
κάθε εποχής διαμόρφωνε τη ζωντανή σχέση με τη λατρευτική ζωή της
εκκλησίας η οποία περιλάμβανε κάθε πτυχή του βίου του και
διαφοροποιούσε πνευματικά τις μέρες του ενιαυτού.
Η απουσία του λατρευτικού εγγραμματισμού θα πρέπει να
απασχολήσει σοβαρά την εκκλησία για να αρχίσει έστω και τώρα μια
προσπάθεια ανάταξης με ιεραποστολική διάθεση γιατί το πεδίο είναι
ευρύ και γεμάτο προκλήσεις. Μιλάμε διαρκώς ρητορικά για
επαναευαγγελισμό χωρίς όμως τις ανάλογες πρωτοβουλίες.