Του π. Ηλία Μάκου
Για έναν 77χρονο ταλαιπωρημένο ιερέα στο Ελμπασάν, τον αείμνηστο π. Σπυρίδων Βέλη, από τους λίγους, που βρήκε ζωντανούς ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, με αδύναμο και σκελετωμένο σώμα, ο οποίος είχε αποσχηματιστεί στα χρόνια της αθεΐας, η Πασχαλιά αυτή ήταν ορόσημο στη ζωή του.
Την έζησε ως μετακίνηση, ως μεταφορά από το θάνατο στην Ανάσταση. Από τον κατατρεγμό στον πανηγυρισμό.
Σ’ έναν μισογκρεμισμένο ναό τέλεσε αναστάσιμη λειτουργία.
Τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά, την ημέρα του Πάσχα του 1995, έφυγε από τη ζωή, με τη γεύση εκείνης της αναστάσιμης ακολουθίας και την μεγάλη ικανοποίηση της ανάστασης και της ανασύστασης από τα ερείπια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας με φωτεινό πρωταγωνιστή τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, που τον αγκάλιασε με πολλή αγάπη.
Πόση ήταν η χαρά σ’ εκείνη την αναστάσιμη ακολουθία του 1991.
Γιατί, όπως αναφέρει η εγγονή του, Sonila Dedja (Rembeci), με το κλείσιμο των ναών το 1967 και την απαγόρευση κάθε θρησκευτικής λατρείας, ένιωσε στο πετσί του το σταυρό.
Παντού περιφρόνηση, δίωξη και θλίψη. Αναγκάστηκε να εργαστεί ως πωλητής καπνού για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά δεν το έβαζε κάτω.
Και όταν μπορούσε, κρυφά, λάτρευε το Θεό μαζί με άλλους και παρηγορούσε τους ανθρώπους.
Πώς, λοιπόν, στην αναστάσιμη λειτουργία, μετά από 24 χρόνια παύσης και σταύρωσης, να μην αισθανθεί χαρά;
Μέχρι τότε κυλούσανε στα μάτια του πικρά δάκρυα. Τώρα έγιναν χαράς δάκρυα, αφού η Ανάσταση του Χριστού, έφερε και την ανάσταση της πίστης.
Και με τα μάτια της ψυχής του «εώρακεν τον Κύριον»… Αναστημένο και θριαμβευτή…
Σκίρτησε ο κουρασμένος παππούλης από την αναστάσιμη χαρά. Και άνοιξε την καρδιά του στην αναστάσιμη χαρά. Την άφησε να την χαϊδέψει και να την πλατύνει ο Χριστός.
Με τα φτερά της αναστάσιμης χαράς ένιωσε να πετάει σαν αετός στα αιθέρια πλάτη και διαλάλησε με όση δύναμη μπορούσε: «Χριστός Ανέστη».
Και του αντιβόησε το πλήθος των συγκεντρωμένων πιστών: «Αληθώς Ανέστη».