Ανάλυση του Θεοδώρου Καλμούκου/ ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ
Η πρόσφατη απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 5 Μαρτίου 2024, μετατόπισης της μεγάλης εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας από τον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών, στο Ναό της Μονής των Ασωμάτων Πετράκη, ελήφθη θαρρώ αβασάνιστα και άστοχα.
Διαβάζοντας την ανακοίνωση, πως «η Δ.Ι.Σ. αποφάσισε ότι ο εφετινός εορτασμός της Κυριακής της Ορθοδοξίας, κατά την Α’ Κυριακή των Νηστειών, 24η Μαρτίου, θα πραγματοποιηθεί στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ιερουργούντων των Σεβασμιωτάτων Συνοδικών Μητροπολιτών Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Χρυσοστόμου, Ιερισσού, Αγίου Ορους και Αρδαμερίου κ. Θεοκλήτου και Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμονος. Τον πανηγυρικό της ημέρας, ως έχει ήδη ορισθεί, θα εκφωνήσει ο Σεβασμιώτατος Συνοδικός Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός», κατάλαβα αμέσως τη σκοπιμότητα και τον ελιγμό προκειμένου να αποκλειστούν οι λεγόμενοι επίσημοι από τον εορτασμό, με πρώτη την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία το βράδυ που ψηφίστηκε ο νόμος για τη θεσμοθέτηση του γάμου ατόμων του ιδίου φύλου, μετέβη για διασκέδαση με χορεία θιασωτών του εν λόγω νομοθετήματος σε κλαμπ της Αθήνας.
Σεβαστικά προς το πρόσωπο του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και τα μέλη της οφείλω να πω πως ήταν λάθος να φύγουν από το σπίτι τους, τον Καθεδρικό Ναό, για χατήρι της κυρίας Σακελλαροπούλου και άλλων υπέρμαχων του νομοσχεδίου. Ας συνέχιζαν την Παράδοση της εορτής και ας μην έδιναν να απαγγείλει το Σύμβολο της Πίστεως η Πρόεδρος, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος εν χορεία με τους συλλειτουργούς συνοδικούς. Κι ακόμα, ας αποποιούντο την πρόσκληση για το γεύμα στο Προεδρικό Μέγαρο ή εν πάση περιπτώσει ας έστελνε ο Αρχιεπίσκοπος μόνο τον Αρχιγραμματέα της Συνόδου και οι υπόλοιποι ας πήγαιναν για μεσημεριανό φαγητό σε κάποιο εστιατόριο.
Βέβαια εξ όσων πληροφορηθήκαμε εκ των έσω, οκτώ εκ των δώδεκα συνοδικών ιεραρχών εξέφρασαν την γνώμη να μην μετατεθεί ο εορτασμός από τη Μητρόπολη και τέσσερις ετάχθησαν υπέρ, με τους οποίους συνετάχθη και ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος γενικώς επιδεικνύει σοφία και σύνεση σε τέτοιες καταστάσεις.
Και βέβαια ήταν ολίσθημα της Προέδρου της Δημοκρατίας να συνταχθεί απροκάλυπτα με την μερίδα των νικητών και τροπαιούχων του ψηφισθέντος νόμου, διότι εξυπακούεται ότι ο ρόλος της οφείλει να είναι υπερκομματικός και ενωτικός έστω κι αν είναι κατ’ ουσία διακοσμητικός όπως τον κατάντησε ο αλήστου μνήμης Ανδρέας Παπανδρέου τότε με την επιλογή του Σαρτζετάκη. Παρόλα αυτά όμως δεν παύει να είναι ένα υψηλό σύμβολο στο οποίο οφείλουν όλοι τιμή και σεβασμό με πρώτη την ίδια την Πρόεδρο που κατέχει αυτή τη θέση έστω και με τον τρόπο που γίνεται η επιλογή από τη Βουλή με πρόταση του κυβερνώντος κόμματος κι όχι με εκλογή από τον λαό απευθείας. Είναι και αυτή μία από τις πολλές τοξικές παθογένειες που κάποτε θα πρέπει να υπάρξει η τόλμη να διορθωθεί.
Και κάτι άλλο ακόμα: Η Ιεραρχία ως η θεσμική εκπροσώπηση της Εκκλησίας εξέφρασε στεντορείως την αντίθεση και αντίδραση της προ και μετά την ψήφιση του νόμου για τον πολιτικό γάμο ατόμων του ιδίου φύλου, διερμηνεύουσα τα αισθήματα και πιστεύματα μεγάλης, ως λέγεται, μερίδας του ποιμνίου. Η Πολιτεία από την άλλη μεριά νομοθέτησε έστω με τις διαφωνίες, αποχές και αντιδράσεις μεγάλου αριθμού της κυβερνώσας παράταξης πράγμα το οποίο σηματοδοτεί πολλά εσωκομματικά και άλλα. Θα ήταν λάθος νομίζω να δοθεί η εντύπωση εντός αλλά περισσότερο εκτός Ελλάδος ότι υφίσταται ένα Θεοκρατικό καθεστώς στην Ελλάδα.
Υπάρχει συνάμα και μία άλλη εκδοχή, η εξής: Ισως οι ενέργειες αυτές της Ιεραρχίας επισήμως, καθώς και ενίων ιεραρχών σποραδικώς οι οποίοι φτάνουν στο σημείο αποκλεισμού από εκκλησιαστικές τελετές και εθνικές εκδηλώσεις κυβερνητικών και νομοθετών οι οποίοι ψήφισαν υπέρ του νόμου, να σημάνει την αρχή ολοκληρωτικής διάρρηξης των δεσμών ανάμεσα στη θεσμική εκπροσώπηση της Εκκλησίας, δηλαδή της Ιεραρχίας και κατ’ επέκταση του ιερατείου με το Κράτος, αφού αυτό συμβάλλει οικονομικά στη μισθοδοσία και άλλα ευεργετήματα. Προσοχή, δεν χρησιμοποίησα την φράση διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, αλλά θεσμικής εκπροσώπησής της διότι οι Ιεράρχες και οι Ιερείς δεν είναι μία «υπερεκκλησία» πάνω και πέρα από την Εκκλησία, αλλά είναι και αυτοί μέλη της, με τη διαφορά της χαρισματικής αρχιεροσύνης και ιεροσύνης τους και των ρόλων τους στην Ευχαριστία και τη διοίκηση που απορρέει από αυτή.
Από την άλλη μεριά θα ήταν τρομακτικό λάθος να παραβλεφθεί ο πνευματικός, ευχαριστιακός, συνεκτικός, ενωτικός, φιλανθρωπικός και αγαπητικός ρόλος της Εκκλησίας καθότι υφίστανται δεσμοί αίματος και πνεύματος ανάμεσα στην Εκκλησία και το Εθνος. Βέβαια τα άκρα και οι ακρότητες δεν επιλύουν προβλήματα, ούτε συμβάλλουν στη σοβαρή και συνετή προσέγγισή τους. Σταματώ όμως εδώ διότι «επιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος…».